Facebook – Instagram
Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
.
Τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Γιάννη Μπέζου παρακολουθήσαμε στο θέατρο Δάσους.
Ο Αριστοφάνης με τα έργα του ασκούσε κριτική, πάντα με όπλο το γέλιο, στα κακώς κείμενα της πόλης των Αθηνών. Πέρα από τους θεσμούς και τα πολιτικά πρόσωπα από την… γραφίδα του δεν ξέφευγαν πρόσωπα με επιρροή, αξιώματα και εξουσία αλλά και άνθρωποι απλοί, καθημερινοί, της διπλανής πόρτας με τα όποια προτερήματα και τις όποιες αδυναμίες τους. Ήταν ένας μαέστρος της ηθογραφίας της εποχής του. Χάρη στον Αριστοφάνη μαθαίνουμε για τη ζωή και την καθημερινότητα των μακρινών μας προγόνων. Το εντυπωσιακό είναι ότι αρκετά από τα όσα καταπιάνεται και σατιρίζει φαντάζουν εξαιρετικά οικεία εν έτη 2022. Διαφθορά, κατάχρηση εξουσίας, πόλεμος, ειρήνη, βαριά φορολογία, ο τρόπος συμμετοχής στα κοινά, η θέση της γυναίκας, οι σχέσεις των δύο φύλων εξακολουθούν να είναι επίκαιρα μετά από τόσους αιώνες. Βέβαια το γεγονός αυτό δεν ξέρω κατά πόσο μας τιμά, αφού ακολουθούμε με ζέση την τεχνολογική εξέλιξη και θεωρούμε εαυτούς πολιτισμικά εξελιγμένους, αλλά η στασιμότητα μας ως κοινωνικά όντα και πολίτες είναι παραπάνω από εμφανής.
Κανένα έργο του Αριστοφάνη, κατά την γνώμη μου, δεν είναι επιφανειακό. Κάτω από τις βωμολοχίες και την πλάκα καυτηριάζονται σοβαρότατα ζητήματα, άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το θέατρο στην αρχαία Αθήνα είχε σκοπό πέρα από την ψυχαγωγία και την παίδευση. Γι‘ αυτό πάντα είχα απορία γιατί η πλειονότητα των θιάσων αντιμετωπίζει τον Αριστοφάνη επιπόλαια και επιθεωρησιακά (συμπαθέστατο είδος, όταν υπηρετείται σωστά). Σπάνια ευτυχεί κάποιο έργο του με εμπνευσμένο ανέβασμα.
Όσον αφορά τις «Θεσμοφοριάζουσες», διδάχτηκαν το 411 π. Χ στα Μεγάλα Διονύσια και μαζί με τις «Εκκλησιάζουσες» και τη «Λυσιστράτη» αποτελούν τα τρία γυναικεία έργα του κωμωδιογράφου.
Στο έργο αυτό ο Αριστοφάνης σαρκάζει την θεατρική φιλολογία της εποχής του όπως την εκφράζει ο Ευριπίδης και παρωδεί με μαεστρία την δραματουργία και τη γλώσσα του. Έχουμε, λοιπόν, σάτιρα που κατευθύνεται προς ένα πρόσωπο κι όχι τυχαία. Ο Ευριπίδης, όπως και ο Αριστοφάνης, έβλεπε τις ρωγμές στο κλασικό οικοδόμημα της αρχαίας Ελλάδας. Οι λύσεις όμως που πρότεινε (θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές) δε συμφωνούσαν με τις απόψεις του Αριστοφάνη που όντας συντηρητικός(!) πρέσβευε «την επιστροφή στην ηρωική και λιτή εποχή του Αισχύλου». Γι’ αυτόν τον λόγο δεν έχανε την ευκαιρία να κατευθύνει τα βέλη του ενάντια στον τελευταίο από τους τρεις μεγάλους του τραγικού λόγου.
Στην Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα, ο Ευριπίδης, βρίσκεται μαζί με έναν γέρο συγγενή του, τον Μνησίλοχο, έξω από το σπίτι του νεαρού τραγικού ποιητή, Αγάθωνα.
Ο Ευριπίδης είναι εξαιρετικά ανήσυχος, γιατί όπως λέει στον Μνησίλοχο, οι γυναίκες που σήμερα θα βρίσκονται μαζεμένες στη μεγάλη τους γιορτή, τα Θεσμοφόρια, είναι αποφασισμένες να βρουν ένα τρόπο να τον καταστρέψουν, επειδή θεωρούν ότι τις δυσφημίζει στα έργα του. Ο κίνδυνος, λέει, είναι μεγάλος, και σκέπτεται πως ο μοναδικός τρόπος για να τον αποτρέψει, είναι να στείλει στα Θεσμοφόρια έναν δικό του άνθρωπο, ντυμένο γυναικεία, για να τον υπερασπίσει.
Γι’ αυτό τον σκοπό ελπίζει να πείσει τον ποιητή Αγάθωνα. Αυτός όμως αρνείται, και ο γερο-Μνησίλοχος, αναλαμβάνει την δύσκολη αποστολή. Αφού ξυριστεί, ντυθεί γυναικεία, με ρούχα που πρόθυμα του δανείζει ο Αγάθωνας, και αποσπάσει όρκο από τον Ευριπίδη πως αν κάτι δεν πάει καλά θα κάνει τα πάντα για να τον σώσει, ο Μνησίλοχος θα πάει στο ναό της Δήμητρας θεσμοφόρου.
Όταν ο Μνησίλοχος ξεσκεπάζεται από τις Θεσμοφοριάζουσες, καταφεύγει σε διάφορα μέσα για να ειδοποιήσει τον Ευριπίδη. Απαγγέλλει στίχους παρωδώντας διάφορα έργα του τραγικού ποιητή, και αργότερα εμφανίζεται ο ίδιος ο Ευριπίδης, ντυμένος στην αρχή ως Μενέλαος στοιχείο που παραπέμπει στην τραγωδία του Ελένη, και αργότερα ως Περσέας στοιχείο παρμένο από την χαμένη του τραγωδία Ανδρομέδα. Κανένα τέχνασμα όμως δεν πιάνει. Τελικά με τα πολλά για να σώσει τον γέρο κάνει μια συμφωνία με τις γυναίκες. Αυτός δε θα τις ξανακακολογήσει στα έργα του κι εκείνες θα τον αφήσουν να απελευθερώσει τον Μνησίλοχο. Η κωμωδία τελειώνει με τους πανηγυρισμούς του Χορού και τα πειράγματα προς τον τοξότη που επιστρέφει και αναζητά τον εξαφανισμένο κρατούμενο.
Ας έρθουμε τώρα σε αυτό που παρακολουθήσαμε. Η παρωδία είναι δύσκολη υπόθεση τόσο γι΄ αυτόν που τη γράφει όσο και για τον θεατή που την παρακολουθεί. Το κοινό που απευθυνόταν ο Αριστοφάνης ήταν πολύ διαφορετικό από το σημερινό. Πρώτα πρώτα ήταν πιο «διαβασμένο» , ήξερε τα έργα στα οποία αναφέρεται, οπότε «ο εμπαιγμός» έφτανε στην πλατεία αβίαστα. Ο σημερινός θεατής δυσκολεύεται να κατανοήσει το περιεχόμενο. Αν η μετάφραση κυρίως και η σκηνοθεσία στη συνέχεια δεν είναι η κατάλληλη τότε το αποτέλεσμα θα κινδυνεύσει πολύ να φλερτάρει με το γελοίο.
Στα θετικά (+) της παράστασης…
Ο Γιάννης Μπέζος σκηνοθέτησε το έργο ως μια λαϊκή κωμωδία που είχε ενέργεια και κέφι. Συντόνισε μια απολαυστική παράσταση που είχε ρυθμό και χάρισε αβίαστο γέλιο αλλά μέχρι εκεί…
Στα συν της παράστασης είναι η μετάφραση του Κώστα Γεωργουσόπουλου που κατάφερε να αναδείξει το αριστοφανικό πνεύμα και να το προσαρμόσει στο σήμερα, προσδίδοντας του σύγχρονες διαστάσεις. Το κείμενο ήταν έξυπνο, δεμένο, με λογοπαίγνια που προκάλεσαν το γέλιο των θεατών, χωρίς υπερβολική χρήση των βωμολοχιών. Ήταν τόσο όσο… Υπήρχαν αδυναμίες που θα αναφερθούν παρακάτω.
Μεγάλο ατού σίγουρα ήταν κι η εξαιρετική πρωτότυπη μουσική του Φοίβου Δεληβοριά που είχε ρετρό χαρακτήρα και κινήθηκε σε βαριά λαϊκά μονοπάτια αλλά και πιο, μελωδικά ακούσματα, όπως το τραγούδι του χορού στην παράβαση και το τέλος. Το σύνολο του χορού ανταποκρίθηκε στο σύνολο του στην ερμηνεία των τραγουδιών χάρη στη μουσική διδασκαλία της Νεφέλης Φασούλη. Απλές αλλά ωραίες και οι χορογραφίες της Σεσίλ Μικρούτσικου. Γενικά το μουσικοχορευτικό κομμάτι της παράστασης ήταν καλοσχεδιασμένο και καλώς εκτελεσμένο.
Οι ερμηνείες αποτέλεσαν επίσης στολίδι για το όλο πόνημα. Οι «Θεσμοφοριάζουσες», ο χορός, λειτούργησε με αρμονία, είχε την απαιτούμενη κωμικότητα και κατάφερε να γίνει ο πρωταγωνιστής του έργου. Η Νίκη Σερέτη, η Γιάννα Παπαγεωργίου, η Αρετή Πασχάλη, η Λήδα Καπνά, η Ντένια Στασινοπούλου, η Κωνσταντίνα Νταντάμη, η Αγγελική Γρηγοροπούλου, η Ελένη Ζαχοπούλου και η Μανταλένα Καραβάτου, είχαν ωραίο, καθαρό λόγο, ρυθμό και κέφι.
Η Φωτεινή Βαξεβάνη ως Κριτύλλα, η κορυφαία του χορού, για άλλη μια φορά έδειξε το υποκριτικό της εκτόπισμα. Με την πληθωρική της παρουσία γέμισε τη σκηνή. Άνεση, φυσικότητα και νεύρο χάρισαν πειστικότητα στον ρόλο της και γέλιο στους θεατές. Γενικά πρόκειται για μια ηθοποιό αξιώσεων και εξαιρετική μουσικό.
Ξεχώρισε με την παρουσία του ο Αλέξης Βιδαλάκης στο ρόλο του υπηρέτη του Αγάθωνα και ο Παναγιώτης Κατσώλης ως Κλεισθένης. Ήταν κι οι δυο αστείοι χωρίς να πέσουν στην παγίδα της υπερβολής ως προς τη θηλυπρέπεια των ηρώων τους.
Ο Λαέρτης Μαλκότσης είχε διπλό ρόλο. Ως Αγάθωνας ήταν αποδοτικός και διασκεδαστικός. Ως Σκύθης Τοξότης όμως ήταν υπερβολικός στα όρια της καρικατούρας προφανώς ακολουθώντας σκηνοθετικές οδηγίες. Ήταν όμως εντελώς διαφορετικός σε κάθε ρόλο. Σχεδόν δεν αναγνωριζόταν κι αυτό είναι σίγουρα υπέρ του.
Ο Μνησίλοχος του Γιάννη Μπέζου είχε την προσωπική του σφραγίδα. Επ’ ουδενί δεν μπορεί να πει κανείς ότι δεν είναι καλός ηθοποιός ακόμα κι αν τα τελευταία χρόνια έχει αποκτήσει υποκριτική μανιέρα. Εδώ, άμεσος, με μεγάλη φυσικότητα ερμήνευσε τον ρόλο του γέρου υπερασπιστή του Ευριπίδη.
Η παρουσία του Βλαδίμηρου Κυριακίδη ως Ευριπίδη ήταν ελάχιστη. Ειδικά όπως δομήθηκε η παράσταση. Στη λίγη ώρα που εμφανίστηκε στη σκηνή δεν ξέφυγε από τον πεπατημένο τρόπο ερμηνείας του. Ήταν όμως ικανοποιητικός.
Τέλος στα συν της παράστασης τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα. Έντονα, χαρούμενα χρώματα για τις γυναίκες του Χορού που τις έκαναν να ξεχωρίζουν από τους άνδρες που φορούσαν ρούχα σε γήινες αποχρώσεις, τονίζοντας πως εκείνες είναι οι πρωταγωνίστριες.
Στα αρνητικά (-) της παράστασης…
Στις αδυναμίες της παράστασης είναι η δομή του κειμένου. Όπως είπαμε και στο εισαγωγικό κομμάτι πρόκειται για μια παρωδία. Τα σημεία όμως όπου ο Μνησιλοχος κι ο Ευριπίδης απαγγέλουν αποσπάσματα από την Ελένη και την Ανδρομέδα «ξεπετάχτηκαν» και ήταν μόνο οι υποψιασμένοι θεατές και γνώστες που ίσως κατάλαβαν «τι θέλει να πει ο ποιητής». Έτσι όμως χάθηκε ένα μεγάλο κομμάτι της ταυτότητας του έργου. Το γεγονός αυτό οφείλεται τόσο στην μετάφραση όσο και στην πενία σκηνοθετικών ευρημάτων που δεν ανέδειξαν τον παρωδιακό χαρακτήρα της συγκεκριμένης κωμωδίας. Γενικά η σκηνοθεσία του Μπέζου κινήθηκε σε απόλυτα ασφαλή μονοπάτια χωρίς καμιά πρωτοτυπία και μακριά από κάποια καινοτομία.
Τα σκηνικά του Γιώργου Γαβαλά ήταν τόσο απλά που θα μπορούσαν και να λείπουν. Είπαμε, υποστηρίζουμε την απλότητα όταν έχει ουσία. Να καταλάβουμε ότι ίσως ήθελαν να ξεφύγουν από το σκηνικό που αναπαριστά κάποιον ναό, όμως πραγματικά, εν προκειμένω η φαντασία κι η δημιουργικότητα ήταν απούσες. Φάνταζε πρόχειρο και λίγο.
Ο Χρήστος Τζιόγκας φώτισε τους ήρωες με ελάχιστες εναλλαγές ακολουθώντας τις επιταγές της θεατρικής πλοκής
Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια παράσταση διασκεδαστική με ωραίες ερμηνείες, με υπέροχη παιχνιδιάρικη μουσική και με ένα κείμενο που παρά τις αδυναμίες χάρισε γέλιο στους θεατές. Όμως η σκηνοθεσία περιορίστηκε στα απολύτως απαραίτητα, κινήθηκε σε ασφαλή και πεπατημένα μονοπάτια και δεν έκανε την ανατροπή ώστε το έργο να απογειωθεί και να ικανοποιήσει και τους απαιτητικούς θεατές. Παρά τις αδυναμίες, η επίγευση που μένει είναι αυτή που έχει σημασία και οι θεατές έφυγαν από το θέατρο δάσους με χαμόγελα. Άρα η παράσταση επιτέλεσε τον σκοπό της. Διασκέδασε και ψυχαγώγησε οπότε ναι, αξίζει θέασης.
Βαθμολογία:
6,2/10
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό