Από τη θεατρική στήλη «Στον παλμό των φουαγιέ» της Πίτσας Στασινοπούλου.
Δεν είναι λίγο περίεργο που η μόνη περίπτωση στο θέατρο για την οποία μας πιάνει ο «πόνος» σχετικά με τα όρια είναι η σάτιρα;; Μπορεί να συμβαίνουν τέρατα στο χώρο με λογής αυθαιρεσίες, ωστόσο είτε περνούν απαρατήρητα είτε με επιδερμική προσέγγιση ευκαιριακά και πάντως ουδέποτε τέθηκε γι αυτά θέμα ορίων, ενώ για τη σάτιρα η σχετική φιλολογία οργιάζει, συχνά σε βαθμό εμμονικό! Οσάκις προκύψει κάποιο περιστατικό που κρίνεται τραβηγμένο προκαλώντας αντιδράσεις, ξεκινά αυτόματα η αιώνια συζήτηση περί του αν η σάτιρα πρέπει να έχει όρια ή όχι, απευθύνοντας την ερώτηση προς κάθε κατεύθυνση και κάθε πικραμένο, που καλείται να αναλύσει φτου κι απ’ την αρχή τα ίδια και τα ίδια, εν πολλοίς αυτονόητα, καθότι το ερώτημα κατάντησε πλέον ανούσιο, βαρετό κλισέ…
Δεν προλαβαίνει ας πούμε ο Σεφερλής να ξεστομίσει επί σκηνής κάποια από τις γνωστές χοντράδες του, βγαλμένη ως συνήθως από το… χαμηλό υπογάστριο για τις ανάγκες του τσίρκου που παρουσιάζει κι αμέσως η «κουλτούρα» αρχίζει να αλυχτά για το «επίπεδο της σάτιρας» που προσβάλλει, ευτελίζει, εκχυδαίζει, απαξιώνει, υποτιμά, κοροϊδεύει και λοιπά καταγγελτικά στον υπερθετικό βαθμό, αναμασώντας ξανά μανά στη δημόσια σφαίρα τον πάγιο προβληματισμό «η σάτιρα πρέπει να έχει όρια;»… Κι όλος ετούτος ο χαμός, σαν αυτόν που προέκυψε τελευταία με την κοροϊδία του Nemo, για ποιον;;; Για τον Σεφερλή!! Που είναι γνωστό ότι έχει χτίσει την καριέρα του ως λαοφιλής κωμικός πάνω σε… ποιοτικές επιλογές υψηλού επιπέδου και αίφνης, εντελώς ακατανόητα, διέπραξε προκλητικό ατόπημα σοκάροντας τους απανταχού διανοούμενους θεατρόφιλους! Οι οποίοι αδυνατούν να πιστέψουν ότι ο συγκεκριμένος με τις σούπερ καλλιτεχνικές περγαμηνές που τους έχει συνηθίσει σε ευφυέστατες ποιοτικές κωμωδίες, υπέπεσε από το πουθενά σε τέτοια ξεφτίλα και δικαίως σκούζουν κατάπληκτοι περί επιπέδου και ορίων…
Και δώστου βαθυστόχαστες αναλύσεις για το «μέχρι ποιου σημείου» μπορεί να φτάσει η σάτιρα, ποιους επιτρέπεται και ποιους απαγορεύεται να αγγίζει, ποιες λέξεις μπορεί ή δεν μπορεί να χρησιμοποιεί, ποια προσωπικά δεδομένα ανήκουν στη σφαίρα του απυρόβλητου, με τί τρόπο ασκεί κριτική, αν την απευθύνει σε δυνατό της εξουσίας ή αδύναμο του περιθωρίου, αν τα όρια σημαίνουν περιορισμό στην ελευθερία έκφρασης, αν ο σατιρίζων οφείλει να αυτολογοκρίνεται, τί θα απαντούσε σήμερα ο «πατέρας» Αριστοφάνης (αλίμονο!) στο μείζον ερώτημα…. Μια ατέλειωτη ανακύκλωση της ίδιας βαρετής κουβέντας, που συχνά μοιάζει σαν να περιμένουμε από… κουτσό να τρέξει Μαραθώνιο! Δεδομένου ότι πρόκειται για κορυφαίο θεατρικό είδος που απαιτεί ιδιαίτερα προσόντα, όπως ξεχωριστή ευφυία, βαθιά κριτική σκέψη, ευαίσθητες κεραίες, υψηλή αίσθηση χιούμορ, προσωπική καλλιέργεια, ουσιαστική παιδεία, ευστοχία, αμεσότητα, ευθυκρισία κλπ. και αυτός που καταπιάνεται με σάτιρα απέχει παρασάγγας από τα παραπάνω, έχει κανένα νόημα να του μιλάς για όρια εφόσον αδυνατεί εκ των πραγμάτων να αντιληφθεί την σημασία τους και το ήθος του αγνοεί την έννοια του φραγμού γενικώς;;;
Μπορεί ο κάθε αγοραίος Σεφερλής και οποιοσδήποτε του φυράματός του, με μόνη έγνοια το ταμείο και το εύκολο χάχανο των θεατρικά απαίδευτων, να αντιληφθεί τη διάκριση ανάμεσα σε γελοιότητα, καραγκιοζιλίκι, κοροϊδία, χυδαιότητα, προσβολή και σατιρικό χιούμορ;;; Τα βάζει όλα χύμα στον ντορβά, τα βαφτίζει «σάτιρα» για δήθεν αξιοπρεπή εξωραϊσμό, πετάει κι έναν… Αριστοφάνη για ξεκάρφωμα επικαλούμενος την αθυροστομία του ως άλλοθι και με τη βεβαιότητα ότι απευθύνεται σε βολικό κοινό «του χαχανητού», γεμίζει τον μπεζαχτά και παριστάνει τον «σατιρικό» ο κάθε φτηνός καραγκιόζης, που σιγά μην ιδρώνει το αυτί του από κουλτουρέ φιλολογίες περί ορίων! Οι οποίες βέβαια φιλολογίες, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, ενίοτε φτάνουν στο άλλο άκρο με την σύγχρονη κατάρα της πολιτικής ορθότητας που βλέπει παντού μισητούς δαίμονες, καταδικάζοντας μετά υστερίας ακόμα και λέξεις, εκφράσεις, αστεία κλπ., εντελώς αθώα κι αποδεκτά μέχρι πρότινος, αγγίζοντας φυσικά την εξοργιστική γραφικότητα! Αλλά αυτό είναι άλλο πονεμένο κεφάλαιο…
Ωστόσο εκείνο που με παραξενεύει είναι το γεγονός ότι ενώ για τα όρια της σάτιρας ο ήδη εξαντλημένος διάλογος (τί άλλο να αναλύσει κανείς πια!) επανέρχεται κάθε τόσο με την παραμικρή αφορμή και μάλιστα για τύπους σαν τον Σεφερλή, ουδείς έχει προβληματιστεί για το αν πρέπει να υπάρχουν ή όχι όρια σε άλλες σοβαρές θεατρικές καταστάσεις… Ας πούμε για το «μέχρι ποιου σημείου» μπορεί να επεμβαίνει ένας σκηνοθέτης στο έργο του συγγραφέα… Κατά πόσο δικαιούται να αλλοιώνει το περιεχόμενο, να προσθέτει ή να αφαιρεί στοιχεία, να τροποποιεί σκηνές, να δίνει έμφαση όπου ο ίδιος επιλέγει κι όχι ο συγγραφέας, να αλλάζει το φινάλε, να μετουσιώνει το νόημα… Σαφώς ως αυτόνομος δημιουργός έχει δικαίωμα επέμβασης για το σκηνικό αποτέλεσμα ως ειδήμων και φέρων την ευθύνη, ωστόσο η επέμβασή του στη συγγραφική δημιουργία ενός άλλου που αποτελεί το θεμέλιο της δικής του σκηνοθετικής, μπορεί να είναι ανεξέλεγκτη άνευ ορίων;; Διότι υπάρχουν περιπτώσεις που στο όνομα μιας «διασκευής» ή «δραματουργικής επεξεργασίας», το έργο καταντά αγνώριστο με τραγικά αλλοιωμένη ταυτότητα, νόημα και στόχο! Κοινώς ο σκηνοθέτης αλλάζει τα φώτα ακόμα και σε κλασικές δημιουργίες και η αυθαιρεσία δεν απασχολεί κανέναν δημόσιο διάλογο περί ορίων, θεωρούμενη θεμιτή ως τάχα «διασκευή»…
Επιπλέον αναρωτιέμαι γιατί δεν συναντούμε ανάλογο προβληματισμό πχ. για τα όρια της «καινοτομίας» στη θεατρική προσέγγιση, που σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις αγγίζει άλλοτε τη χυδαιότητα, άλλοτε την προπαγάνδα, άλλοτε την ευτέλεια, άλλοτε την πρόκληση για την πρόκληση κλπ., όπου όχι μόνο δεν «προχωρούν» τη θεατρική τέχνη, αλλά υποβαθμίζουν τραγικά το επίπεδό της και μαζί τη νοημοσύνη και αισθητική του θεατή… Ή επίσης για την ασυδοσία της προχειρότητας με δείγματα χειρίστου είδους που αντιμετωπίζουν το κοινό ως κρετίνους… Εν προκειμένω δεν μιλά κανείς για «όρια», προφανώς με το επιχείρημα ότι τέχνη σημαίνει ελευθερία έκφρασης και οποιοσδήποτε περιορισμός λειτουργεί ως αντιδεοντολογική λογοκρισία… Πέραν του ότι η εν λόγω ελευθερία ΔΕΝ μπορεί να είναι απόλυτη όταν πχ. υποκινεί τη βία, τον ρατσισμό ή βλάπτει πρόσωπα, θέλω εύλογα να ρωτήσω: αν ισχύει αυτό ως γενική αρχή, τότε γιατί επιζητούμε μονομερώς στην σάτιρα και ΜΟΝΟ σε αυτήν ως μορφή τέχνης περιορισμούς με τον ισχυρισμό ότι κάποιοι θίγονται εξαιτίας της;; Η μεγάλη πλειοψηφία που θίγεται ποικιλοτρόπως από ανοσιουργήματα ατάλαντων ή επιτήδειων δεν χρήζει ανάλογης ευαισθησίας;;
Και το βασικότερο, από πότε το φτηνό εμπόριο κάθε τυχάρπαστου ή τυχοδιώκτη αποκαλείται «τέχνη» ώστε να απολαμβάνει ελευθερία που στα χέρια του καταντά ασυδοσία;; Τί σχέση μπορεί να έχει με την τέχνη το απωθημένο, η διαστροφή, η αμορφωσιά, η ματαιοδοξία κάθε βλήματος που αυτοαποκαλείται ναρκισσιστικά «καλλιτέχνης»;; Μη μας τρελαίνετε να χαρείτε!Από τη στιγμή που το «μέτρον άριστον» και ο λαός τούτης της χώρας είναι δυο έννοιες ντιπ ασύμβατες που ουδέποτε θα συναντηθούν και από τη στιγμή που εμπλέκονται στον θεατρικό χώρο άνθρωποι αήθεις ή προκλητικά απαίδευτοι (τί οξύμωρο για μια κατεξοχήν εκπαιδευτική τέχνη!), τα όρια οφείλουν να επιβάλλονται «έξωθεν» εκ μέρους ημών των θεατών, ως οι μόνοι που έχουμε τη δυνατότητα επιβράβευσης ή απόρριψης, θέτοντας με τον δικαιότερο και πλέον αδιάβλητο τρόπο τα απαιτούμενα «στοπ» σε κάθε μορφή προσβλητικής υποβάθμισης και όχι μόνο στην κατ’ ευφημισμόν πολύπαθη σάτιρα…