Είδε η Αννια Κανκάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Στην αίθουσα Αιμίλιος Ριάδη ςΜ2 του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης παρακολουθήσαμε, την Παρασκευή 17 Ιανουαρίου, τη μουσικοθεατρική παράσταση «Η ιστορία του στρατιώτη» σε σκηνοθεσία, μετάφραση και διασκευή του Χριστόφορου Χριστοφή.
Πρόκειται για ένα από τα γνωστότερα έργα του σημαντικού Ρώσου μουσικοσυνθέτη Ιγκόρ Στραβίνσκι, το οποίο γράφτηκε στην Ελβετία, το 1918, στην κορύφωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και είναι βασισμένο στο κείμενο του Γαλλοελβετού ποιητή και πεζογράφου Σαρλ Φερντινάντ Ραμίζ.
Η «Ιστορία του στρατιώτη» ανήκει στο είδος του μουσικού θεάτρου, καθώς είναι ένα έργο που προϋποθέτει τη συνεργασία διαφόρων τεχνών και συγκεκριμένα της μουσικής, του θεάτρου και του χορού, ενώ στα δομικά του στοιχεία συγκαταλέγεται και η απαγγελία. Διαφέρει ουσιωδώς από την όπερα, καθώς δεν υπάρχει τραγούδι και παραπέμπει στην τέχνη των περιπλανώμενων θιάσων και των παραμυθάδων. Προοριζόταν αρχικά να παρουσιαστεί στο κοινό από έναν αφηγητή, δύο ηθοποιούς,έναν ή περισσότερους χορευτές και ένα μικρό μουσικό σύνολο (σεπτέτο) από σολίστ που διευθύνονται από μαέστρο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι πρόκειται για μια πρωτοτυπία του Στραβίνσκιμε επιρροές από την τζαζ, που ως αυτόνομο είδος δεν εξελίχθηκε από άλλους συνθέτες.
Το θέμα του είναι εμπνευσμένο από το ρωσικό παραμύθι «Ο στρατιώτης και ο θάνατος», ενώ θυμίζει κατά πολύ την υπόθεση της τραγωδίας Φάουστ του Γκαίτε, στην οποία ο Φάουστ παραχωρεί τη ψυχή του στον διάβολο (Μεφιστοφελή) για να ξαναβρεί τη νεότητά του.
Στην «Ιστορία του Στρατιώτη», ένας λιποτάκτης στρατιώτης καλείται να παραδώσει στο διάβολο το βιολί του με αντάλλαγμα ένα φανταχτερό βιβλίο που έχει τη δύναμη να τον κάνει πλούσιο και επιτυχημένο. Ο διάβολος γυροφέρνει τον απλοϊκό νέο και υποσχόμενος βασικά αγαθά όπως ξεκούραση και καλό φαγητό τον παρασέρνει και τον πείθει να προχωρήσει στην ανταλλαγή…
Είναι στην ουσία μια συμβολική ιστορία για την αδυναμία του ανθρώπου να αντισταθεί μπροστά στουςπειρασμούς της ζωής, τα πλούτη και την επιτυχία, μια ιστορία που εστιάζει στο πόσο εύκολα τελικά κάποιος παραδίδει την «ψυχή» του, όλα αυτά δηλαδή που πραγματικά έχουν αξία, στο βωμό του κέρδους ή γενικότερα μπροστά στο ενδεχόμενο της εύκολης εκπλήρωσης των βαθύτερων επιθυμιών του. Η υπόθεση έχει διδακτικό χαρακτήρα και εύκολα, μέσα από λίγες αλλά στοχευμένες φράσεις με βαθύτερο περιεχόμενο και ουσία, δίδει τροφή για σκέψη και προβληματισμό. Μέσα από την παρουσίαση της μάχης ανάμεσα στον άνθρωπο και το διάβολο, εγείρονται ζητήματα θρησκευτικά, κοινωνικά αλλά και πολιτικά καθώς το έργο επιδέχεται διάφορες ερμηνείες.
Η συγκεκριμένη απόδοση του έργου που παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής, ενώ είχε αρκετά θετικά στοιχεία στα οποία θα αναφερθούμε στη συνέχεια, είχε εντούτοις σημαντικές αδυναμίες (-) που επισκίασαν αρνητικά το όλο αποτέλεσμα.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του έργου, καταρχάς, από τον Χριστόφορο Χριστοφή, είχε ως αποτέλεσμα μια άνευρη παράσταση, χωρίς ρυθμό, με ιδιαίτερα αργή εξέλιξη, χωρίς κάποια πρωτοτυπία στην απόδοση, που δεν μπόρεσε να κρατήσει το ενδιαφέρον του κοινού και παρά τη μικρή χρονική διάρκειά της κατάφερε να… κουράσει!!! Οι φιλότιμες προσπάθειες των ηθοποιών, που χειροκροτήθηκαν φυσικά στο τέλος, δεν ήταν αρκετές για να «σώσουν» την όλη προσπάθεια, που κινήθηκε στα όρια της μετριότητας.
Σκηνικό ουσιαστικά δεν υπήρχε πέρα από την βιντεοπροβολή που «γέμιζε» το χώρο, ούτε όμως αυτή προσέδωσε κάτι περισσότερο στην παράσταση, καθώς περιορίστηκε σε σχεδόν «επαναλαμβανόμενες» παρουσιάσεις του υποτιθέμενου διαβόλου.
Συμβατά με το χαρακτήρα της παράστασης υπήρξαν τα κοστούμα της Εριέττας Βορδώνη, χωρίς όμως κάτι το αξιομνημόνευτο.
Στα θετικά στοιχεία (+), θα αναφέρουμε αρχικά το λιμπρέτο του Σ.Φ Ραμίζ που ακούσαμε σε πολύ καλή μετάφραση από τον Χριστόφορο Χριστοφή, ένα κείμενο εσκεμμένα απλοϊκότο οποίο κινείται στον κόσμο του παραμυθιού.
Εξαιρετική υπήρξε η μουσική του έργου, που αγκάλιασε την υπόθεση σε όλη τη διάρκειά του, με σκωπτική θα λέγαμε διάθεση και έδωσε όγκο και χαρακτήρα στο όλο εγχείρημα. Η ζωντανή εκτέλεση της σύνθεσης του Στραβίνσκι από τους τρεις μουσικούς επί σκηνής, τον Μερκούριο Καραλή στο κλαρινέτο, τον Γιάροσλαβ Τόκαρεβ στο βιολί και τον Σταύρο Κόλλια στο πιάνο, υπό την διεύθυνση του Ραφαήλ Πυλαρινού, μετέδωσε τη δύναμη και την ενέργεια του σημαντικού αυτού μουσικού έργου.
Αρκετά καλές υπήρξαν και οι εμφανίσεις των πρωταγωνιστών της παράστασης. Ο Γιώργος Βούντας στον ρόλο του Στρατιώτη και ο Αλμπέρτο Φάις στο ρόλο του διαβόλου απέδωσαν με σοβαρότητα, ενέργεια και ζωντάνια τους ρόλους τους και με καλό έλεγχο των κινήσεών τους, υπό την καθοδήγηση της Έρσης Πήττα. Καλές υπήρξαν και οι εμφανίσεις των Ελισάβετ Δελακά και Έλενας Πιτσιλλή στον ρόλο της πριγκίπισσας.
Στις βιντεοπροβολές που συνόδευαν την παράσταση τον ρόλο του διαβόλου είχε ο Magnus Pedersen.
H Κοραλία Καράντη, τέλος, ως αφηγήτρια είχε μια ικανοποιητική εμφάνιση, σε έναν ρόλο που δεν της έδινε και πολλές ευκαιρίες να ξεχωρίσει.
Συμπερασματικά (=) παρακολουθήσαμε μια μέτρια απόδοση του γνωστού έργου, παρά την άριστη ζωντανή μουσική εκτέλεση και τις καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Από την παράσταση θα κρατήσουμε μόνο το ηθικό δίδαγμα του έργου που συνοψίζεται στα τελευταία λόγια του αφηγητή:
«Δεν πρέπει να ζητάς δύο τύχες, κι αυτήν που έχεις κι αυτήν που είχες, και ούτε πρέπει να κρατάς μαζί ό,τι είχες πριν και ό,τι ποθείς. Πρέπει να ξέρεις να διαλέγεις. Κανείς δεν επιτρέπεται όλα να τα μαζεύει.Μια ευτυχία είναι όλη η ευτυχία. Δύο είναι ίσες με καμία…»
Φωτογραφίες ΜΜΘ