Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Εισαγωγή Στο Προκείμενο:
Αρκετές παραστάσεις ανέβηκαν στο προσφάτως περασμένο διάστημα στη θεατρική σκηνή της πόλης μας. Δεν είναι εντούτοις πολλές αυτές που κατάφεραν να κερδίσουν το απαιτητικό κοινό, να λάβουν παράταση χρόνου και να γεμίσουν τις αίθουσες με τα επιβλητικά τους σκηνικά και τις ισορροπημένες τους ερμηνείες. Μία από αυτές είναι και η παράσταση της Δήμητρας Παπαδοπούλου με τον χαρακτηριστικό τίτλο: «Στο Τσάκ!».
Πάμε να δούμε τι λειτούργησε και τι όχι σε αυτή την παράσταση που ενθουσίασε το κοινό της Θεσσαλονίκης.
Πρόκειται για ένα ευφυέστατο «κουλουβάχατο», μπέρδεμα, όμοιο φάρσας, που πραγματοποιείται ανάμεσα σε τρία ζευγάρια.
Ο Απόστολος, ιδιοκτήτης εκδοτικού οίκου παιδικών βιβλίων και η σύζυγος του Βασιλική Σεβαστού έχουν προγραμματισμένο ραντεβού με μία πετυχημένη συγγραφέα. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί να φύγουν από το διαμέρισμα τους. Αυτή ακριβώς είναι η ευκαιρία που αναζητούν οι φίλοι τους, το παντρεμένο ζευγάρι των Τόνυ και Μαίρη Κούκου. Ειλικρινά, «όνομα και πράμα», καθώς έκαστος επιθυμεί το άδειο σπίτι για να έχει λίγο χρόνο με την παράνομη τους σχέση.
Τα πράγματα περιπλέκονται, όταν το τρίτο ζευγάρι της παρέας, ο διακοσμητής Τζέρυ και η οικονόμος Γκρέτα θέλουν το σπίτι για την κάλυψη της δική τους σχέσης. Μέσα σε ένα ξεκαρδιστικό κλίμα έντονων παρεξηγήσεων, διαδοχικών εναλλαγών ρόλων, έκρυθμων αποκαλύψεων ή απλώς αμοιβαίων καλύψεων, η κατάσταση θα φθάσει «στο Τσακ» για να εκτονωθεί και να βγουν όλες οι παράνομες και μη σχέσεις στο φως!
Επί τω έργω:
Στη συγγραφή του έργου και την καλλιτεχνική επιμέλεια συναντάμε την προαναφερθείσα Δήμητρα Παπαδοπούλου. Η κύρια Παπαδοπούλου αποδίδει μία παράσταση, η οποία φαίνεται να είναι βασισμένη στην κεντρική ιδέα της ταινίας του Μπίλι Γουάιλντερ με τίτλο: «Η Γκαρσονιέρα» (The Apartment, 1960).
Βέβαια, έχει μεταβληθεί σε εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό, έχει προσαρμοστεί στη σύγχρονη ελληνική αισθητική, κωμωδία και σχόλιο, διατηρώντας μονάχα τον χώρο του σπιτιού ως μέρος ερωτικής συνεύρεσης διερχομένων. Η πλοκή αναπτύσσεται προοδευτικά και με το πέρας των σκηνών οι χαρακτήρες βυθίζονται ολοένα και περισσότερο στα μικρά λεύκα τους ψέματα, γεγονός που διαμορφώνει ιδιαίτερα αστείες καταστάσεις.
Βέβαια, δε λείπει μέσα από τα αστεία και τις κωμικές στιγμές η αναφορά σε τυχόν κοινωνικούς προβληματισμούς της συγγραφέως. Αυτοί περιλαμβάνονται κάπως απότομα στο έργο, αλλά όχι δίχως εξήγηση και λόγο, ενώ με μία πρόχειρη ματιά, οι θεατές δε φαίνεται να δυσανασχετούν. Ορισμένοι επικροτούν αυτό το σχόλιο με κάποιο επιφώνημα, νεύμα ή κοίταγμα προς τον/την διπλανό/ή, άλλοι πάλι όχι.
Μειονέκτημα όμως αποτελεί το γεγονός της εξολοκλήρου κάλυψης της όλης παρανόησης που στήνεται επί σκηνής. Αναμφίβολα, η φάρσα για να στηθεί και να σταθεί με επάρκεια χρειάζεται να προβεί σε μία σειρά από συγκροτημένα βήματα και συγκεκριμένα στάδια. Η Δήμητρα Παπαδοπούλου με την έμπειρη της πένα ανταποκρίνεται στις ανάγκες, αλλά η προσέγγιση που ακολουθεί «ανοίγει» σε επίπεδο διάρκειας το έργο.
Πρόκειται για σκηνές, οι οποίες εξυπηρετούν το έργο και την πλοκή εντός αυτού, αλλά οι απορίες του κοινού έχουν ήδη καλυφθεί και χωρίς αυτές. Άρα, είναι ένα παράδοξο, καθώς αποτελεί καλό γράψιμο, αλλά δε δουλεύει ζωηρά στην πράξη. Το είδος της παράστασης είναι τέτοιο που οργανικά οδηγεί τον/την συγγραφέα σε αυτή την «παγίδα» και χρειάζεται εξαιρετική προσοχή, ώστε να αποφευχθεί αυτή η εκ φύσεως εξήγηση, κατεύθυνση, στην οποία κινούνται τα πράγματα.
Σε αυτό το «κενό» που δημιουργείται έρχεται ο τεχνικός τομέας να αποδώσει τον καλύτερο του εαυτό. Σκηνοθέτης της παράστασης είναι ο Γιώργος Λύρας και έχει δώσει την οδηγία οι ηθοποιοί του να ξεχύνονται σε όλη την σκηνή και να έχουν ελευθερία κινήσεων. Με αυτό τον τρόπο εξυπηρετείται αφενός η ανάπτυξη του εκάστοτε χαρακτήρα, αφετέρου η ιδέα της κωμωδίας. Μαζί με την βοηθό του Αναστασία Πανοπούλου συνθέτουν ένα αεικίνητο σύνολο ηθοποιών, που εκμεταλλεύονται τα σκηνικά και χαρίζουν μοναδικές στιγμές.
Στα πλαίσια του τελευταίου, τα σκηνικά της Αρετής Μουστάκα είναι εντυπωσιακού μεγέθους και υψηλής αισθητικής. Με τους βοηθούς της, την Μαρουσώ Παγώνη και την Σμαράγδα Παυλάκη δεν αφήνουν καμία γωνία, σπιθαμή σκηνής που να μην καλύπτεται από ένα περίτεχνο σκηνικό που δεσπόζει τρεις με τέσσερις χώρους διάδρασης. Τα κουστούμια της Κατερίνας Ανδρικοπούλου έρχονται σε πλήρη συνεννόηση με το έργο. Είναι διακριτά, σύγχρονα σε βαθμό εντυπωσιακά, για την προάσπιση της κωμωδίας, ενώ η Δέσποινα Κολιού φροντίζει να κολακεύουν τους ηθοποιούς. Τέλος, οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου διατηρούν ουδέτερο φωτισμό, τύπου εσωτερικού χώρου, που αναδεικνύει τα σκηνικά, και ζωηρεύουν κατά τη διάρκεια των μουσικών κομματιών.
Επί τη σκηνή:
Ο θίασος απαρτίζεται από εννιά ηθοποιούς, οι οποίοι αλληλεπιδρούν άψογα μεταξύ τους και είναι ο πρώτος, αλλά ίσως και ο τελικός λόγος της επιτυχίας της παράστασης! Οι χαρακτήρες είναι προσεκτικά σχεδιασμένοι, έτσι ώστε η πλειοψηφία των θεατών να έχει και έναν ηθοποιό, στο πρόσωπο του οποίου θα βρει κοινά στοιχεία είτε με τον ίδιο ή με κάποιον γνώριμο προς αυτόν.
Αυτός είναι και ο λόγος που έχουμε το ζευγάρι των «Σεβαστών», τους οποίους υποδύονται οι Κώστας Αποστολάκης και Βάσω Γουλιελμάκη. Είναι το κλασικό ζευγάρι μεσηλίκων, οι οποίοι κάπου έχουν κουραστεί, κάπου έχουν χάσει το ερωτικό τους πάθος, αλλά έχει απομείνει η αγάπη που τους ενώνει. Ως απάντηση έρχεται η δυάδα των Τόνυ Δημητρίου και Δανάης Λουκάκη, οι οποίοι αποτελούν καθρέφτη του προαναφερόμενου ζεύγους με διαφορετική κατεύθυνση. Η καθημερινότητα και η ρουτίνα τους κινεί ώστε να αναπτύξουν εξωσυζυγικές σχέσεις με μοντέρνο, σε βαθμό άγνωστο προς αυτούς τρόπο. Συνεπώς, οι καταστάσεις περιπλέκονται, ατυχή συμπεράσματα εξάγονται και πρόχειρες δικαιολογίες παράγονται.
Το επόμενο ιδιόμορφο ζευγάρι είναι αυτό των Κρατερού Κάτσούλη και Ροζαμαλίας Κυρίου. Η σχέση τους αρχίζει ως κρυφή και κάπως «παράνομη», αλλά δεν εξελίσσεται όπως κανείς θα ανέμενε, καθώς ο χαρακτήρας του πρώτου γίνεται κοινωνός του σχολίου της συγγραφέως και η δεύτερη περιορίζεται σε έγκυρα κωμικές παρεμβάσεις.
Στο τέλος απομένει το τρίδυμο των περιφερειακών χαρακτήρων που κινούν την πλοκή μέσα από την αλληλεπίδραση με τους πρωταγωνιστές και αυτοί είναι οι Ηλιάνα Γαϊτάνη, Κορίνα Θοεδωρίδου και Λάζαρος Βασιλείου.
Αποτίμηση:
Θετικά (+): Στα θετικά οφείλουμε να συμπεριλάβουμε τόσο τα του ερμηνευτικού κομματιού, όσο και του τεχνικού. Ο Κρατερός Κατσούλης, η Βάσω Γουλιελμάκη και η Δανάη Λουκάκη ξεχωρίζουν ερμηνευτικά και κωμικά, ενώ η συμμετοχή τους στο πρώτο μισό της παράστασης δίνει έναν πολύ ομαλό και ωραίο ρυθμό στη συνέχεια του έργου. Η σκηνοθεσία δεν αφήνει περιθώριο στατικότητας με το σκηνικό να είναι το λιγότερο εντυπωσιακό.
Αρνητικά (-): Στα αρνητικά θα χρειαστεί να συμπεριλάβουμε το προαναφερόμενο μειονέκτημα, το οποίο αρχίζει από το είδος του έργου, συνεχίζει στη συγγραφή και ολοκληρώνεται στην σκηνή. Βέβαια, δίχως αυτή τη φαινομενική «καθυστέρηση», η εκτόνωση της παράστασης να μην είχε αυτή την κλιμάκωση, την οποία φέρει. Θα μπορούσε να γίνει με άλλον τρόπο; Μόνο οι συγγραφείς μπορούν να δώσουν απάντηση.
Συμπέρασμα (=): Κλείνοντας, η παράσταση στο σύνολο της ανήκει στις πλέον πετυχημένες κωμωδίες της φετινής σεζόν, πιάνοντας τον παλμό του κόσμου και χαρίζοντας του στιγμές αυθεντικής σύγχρονης κωμωδίας.
Βαθμολογία: 6,6/10
Οι παραστάσεις ολοκληρώθηκαν στη Θεσσαλονίκη και από 16 Ιανουαρίου ξεκινούν Αθήνα, στο θέατρο Αλέκος Αλεξανδράκης
2 comments
Τραγική παράσταση, μάλλον λόγω ‘χορηγού επικοινωνίας” και από ευγένεια δεν ανταποκρίνεται η κριτική στην πραγματικότητα. Κακή απομίμηση ακόμη κι αυτών των βιντεοταινιών των 80’ς κατά τη γνώμη πολλών από εμάς που χάσαμε 23€ και δεν αντέξαμε ούτε μέχρι το τέλος του Β’ μέρους. έπρεπε να τελειώσει στο διάλειμμα. Περιμέναμε να βγει από μια μια πλευρά ο Ψάλτης να χουφτώσει τη Φίνου. Εξαίρεση Ο Κρατερός Κατσούλης, η Βάσω Γουλιελμάκη και η Δανάη Λουκάκη. Το κείμενο απλά τραγικό και ετεροχρονισμένο. Μάλλον έιμαστε πολύ στερημένοι εδώ στη φτωχομάνα και κάνουμε επιτυχημένες ακ΄όμη και τις απαράδεκτες παραστάσεις, αρκεί να δούμε από κοντά δημοφιλείς ηθοποιούς. (πρώτη φορά παίρνω τόσο χρόνο να σχολιάσω παράσταση, πραγματικά σοκαριστήκαμε από το επίπεδο, καθώς περιμέναμε κείμενα Παπαδοπούλου όπως…παλιά. ) Κρίμα
ναι, συμφωνώ απόλυτα με τη Zoi. Ενώ οι ηθοποιοί προσπάθησαν πολύ και μπράβο τους γι’αυτό, δεν έχω ντραπεί περισσότερο με το φτηνό χιο΄ύμορ, το ρατσισμό και το σεξισμό του κειμένου. Η Παπαδοπούλου μας απογοήτευσε τρομερά, μ’έκανε να σκέφτομαι ότι ουδεμία σχέση έχει με την ελληνική κοινωνία του σήμερα, ότι απευθύνεται στο κοινό της βιντεοκασέτας του ’80, και ότι το μόνο που τη νοιάζει είναι να χρηματοδοτήσει το επ΄όμενο μπότοξ. Πήραμε τα παιδιά μας και φύγαμε στο πρώτο διάλειμμα. Απόλυτη κατάντια.