Η λέξη «χαμός» για τη συγκεκριμένη παράσταση, ενταγμένη στα πλαίσια των Δημητρίων, που προγραμματίστηκε για δύο μόνο ανεβάσματα και αναγκάστηκε να προσθέσει άλλα δυο με όλα τα εισιτήρια εξαντλημένα με το «καλημέρα» γεμίζοντας ασφυκτικά την αίθουσα, ίσως είναι λίγη για να αποδώσει το τεράστιο ενδιαφέρον του κοινού… Αναμενόμενο βέβαια για ένα έργο που ως βιβλίο ακόμα σάρωσε κυριολεκτικά και για πρώτη φορά δραματοποείται ως θεατρική παράσταση, και για μια ομάδα που κουβαλά «βαριές περγαμηνές» μετά την εκπληκτική, πολυβραβευμένη δουλειά της στην «Πανούκλα», ανεβάζοντας πολύ ψηλά τον πήχυ των προσδοκιών…
Μιλάμε για την παράσταση «… καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Χρόνη Μίσσιου, σε σκηνοθεσία Σοφίας Καραγιάννη από την ομάδα GAFF, που παρακολουθήσαμε στο κατάμεστο μέχρι αδιαχώρητου θέατρο Αυλαία με έξτρα καρέκλες…
Υποθέτω ότι ελάχιστοι δεν έχουν διαβάσει το αυτοβιογραφικό βιβλίο του Χ. Μίσσιου, όπου περιγράφει την επώδυνη πορεία της ζωής του ως κομμουνιστής στα πέτρινα χρόνια του εμφύλιου και όχι μόνο… ο «Σαλονικιός» για τους συντρόφους του, συλλαμβάνεται στα 16 του χρόνια για τη δράση του στο κόμμα, φυλακίζεται, βασανίζεται άγρια, περνά 21 χρόνια σε φυλακές και εξορίες υποφέροντας τα πάνδεινα για να υπογράψει «δήλωση μετάνοιας» και το 1973 αποφυλακίζεται καταρρακωμένος, κουβαλώντας βαριά τραύματα όχι μόνο σωματικά αλλά κυρίως ψυχικά, νιώθοντας προδομένος από το κόμμα που αφοσιώθηκε με τυφλή πίστη, επενδύοντας όλα τα ιδανικά της νιότης του… για να καταλήξει στο πλέον αισιόδοξο μήνυμα ότι ο μόνος αγώνας που αξίζει είναι «για να παραμείνεις άνθρωπος κι αυτό είναι κορυφαία πολιτική πράξη’’..
Πρόκειται για τη συγκλονιστική αφήγηση- ιστορική μαρτυρία (+) ενός αγνού, πολύπαθου αγωνιστή, που προκαλεί ανατριχίλα, δέος, σεβασμό, συγκίνηση, θαυμασμό για την τιτάνια δύναμη που μπορεί να αντλήσει ένας κοινός θνητός από την πίστη σε ένα ανώτερο ιδανικό, επιδεικνύοντας ασύλληπτο ηρωισμό, για τον οποίο κανείς δεν είναι γεννημένος… απλά όταν έρθει η κορυφαία οριακή στιγμή στη ζωή του, καλείται για την υπέρβαση ή μη των ανθρώπινων ορίων και ο Χρόνης Μίσσιος ανήκει στην αιματοβαμμένη χορεία εκείνων που την έκαναν πράξη, πληρώνοντας τίμημα που δεν χωρά ο νους του σύγχρονου βολεμένου… Το όραμα «για έναν καλύτερο κόσμο» δικαιοσύνης, ισότητας, αλληλεγγύης, ανθρωπιάς που πύρωνε τις επαναστατημένες νεανικές καρδιές, ήταν το μοναδικό στήριγμα στη φρίκη του ανελέητου διωγμού και όταν οι κομματικές ίντριγκες με βαριά ιστορικά λάθη το «θάμπωσαν», η απογοήτευση ενός αγωνιστή που πρόσφερε τη ζωή του γι αυτό, ισοδυναμούσε με κατάρρευση…και ο Μίσσιος στην πικρή κριτική του δεν μασά τα λόγια του με αλήθειες τολμηρές, με αυθεντικότητα, με συγκίνηση, με άμεση, απλή γλώσσα που αγγίζει και συνάμα με απρόσμενη αισιοδοξία, πίστη στον άνθρωπο και τις αξίες, φωτεινό στόχο ως καταστάλαγμα σοφίας από μια χιλιοβασανισμένη ψυχή…
Η δραματουργική επεξεργασία της Σοφίας Καραγιάννη σε συνεργασία με την Μυρτώ Αθανασοπούλου, ευθύνεται για τη μεταφορά αυτού του σπουδαίου αφηγήματος στη θεατρική σκηνή και οφείλουμε να συγχαρούμε καταρχάς για την εξαίρετη επιλογή! Και κατά δεύτερον για την επιτυχημένη απόδοση σε ένα δύσκολο εγχείρημα, που απαιτούσε την μετατροπή μιας στατικής μαρτυρίας και αναμνήσεων σε πολυπρόσωπη θεατρική πράξη με δρώμενα, συναίσθημα, εντάσεις, θέαμα και χάρη στην εμπνευσμένη σκηνοθεσία της ταλαντούχας Σοφίας Καραγιάννη, τα κατάφερε άψογα- αν και με βάση τα δείγματα γραφής της ίσως μπορούσε και περισσότερο, όπως θα πούμε παρακάτω… Ωστόσο η επιλογή των τεσσάρων προσώπων επί σκηνής, με τρεις ηθοποιούς να πλαισιώνουν τον Χ. Μίσσιο ως κεντρικό ήρωα και αφηγητή, υποδυόμενοι ταυτόχρονα άπειρους άλλους χαρακτήρες στη ροή των γεγονότων, υπήρξε ευφυής, ευρηματική και άκρως αποτελεσματική για τη δραματουργία, προσφέροντας την αίσθηση ενός πολυπρόσωπου έργου με θεατρικό όγκο και σοφή σκηνική οικονομία…
Μια σκηνοθετική προσέγγιση που με την «δουλεμένη» λιτότητά της ανέδειξε την ουσία του σπαρακτικού λόγου, το έντονο, καταλυτικό συναίσθημα, τις μοιραίες συγκρούσεις, το πάθος του ιδεαλιστή, ενώ το στοιχείο που εντυπωσίασε ήταν η απόδοση της σκληρότητας των βασανιστηρίων με εξαιρετικά, ψαγμένα ευρήματα πολύ εύστοχου συμβολισμού στην απλότητά τους, αποφεύγοντας τον εύκολο ωμό ρεαλισμό… επιλογές εμπνευσμένες που προσέφεραν κάποιες στιγμές δυνατές έως συνταρακτικές, προκαλώντας ενίοτε ανατριχίλα σε κοινό «ιερά» προσηλωμένο στη σκηνή χωρίς να ακούγεται ανάσα… Επιπλέον εκτιμήσαμε το έξυπνο εύρημα της αλλαγής θέσεων γύρω από ένα τραπέζι που σηματοδοτούσε την αλλαγή ρόλων χωρίς να επέρχεται σύγχυση, την αξιοποίηση του γυμνού με πλήρη ενσωμάτωση στην αφήγηση, την υποδειγματική ροή παρά τις μεταβάσεις στον χρόνο και τον τόπο στη διάρκεια μιας εικοσαετίας με διαδοχικές φυλακίσεις, τον καθηλωτικό ρυθμό με διαρκείς εντάσεις και συγκρούσεις, το άψογο δέσιμο της τετράδας αναπαριστώντας συντρόφους, δεσμώτες, βασανιστές, ανακριτές, μανάδες κλπ. με άριστη σκηνοθετική καθοδήγηση…
Ερμηνευτικά θα σχολιάσουμε ότι ήταν όλοι τους υπέροχοι με επιδόσεις αξιώσεων κυριολεκτικά ισοδύναμες, χάρη στην ευφυή δραματουργική επεξεργασία που με απόλυτη δικαιοσύνη κατένειμε τους ρόλους ισότιμα, χωρίς καμιά διάκριση υπέρ του κεντρικού ήρωα Χ. Μίσσιου που υποδύθηκε ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης με πάθος, ένταση, εκρήξεις, συναισθηματισμό, παράπονο, τραγικότητα… Πλαισιωμένος από τους Κωνσταντίνο Πασσά, Δημήτρη Μαμιό και Γιάννη Μάνθο, που με εντυπωσιακή ευελιξία και ετοιμότητα περνούσαν ακαριαία σε ετερόκλητους χαρακτήρες, καταθέτοντας περίσσια ενέργεια και ταλέντο σε σκηνές άλλοτε σκληρές, βίαιες, κυνικές, σαδιστικές κι άλλοτε τρυφερές, συντροφικές, συγκινητικές, δραματικές, με πλήρη αφοσίωση, ως ένα άρτια συντονισμένο- συγχρονισμένο σύνολο που άγγιξε βαθιά με πληθώρα συναισθημάτων…
Σαφώς είναι ήσσονος σημασίας οι λεπτομέρειες που θα παρατηρήσουμε (-) σε μια καθ’ όλα δυνατή παράσταση, ξεκινώντας αρχικά από την ατμόσφαιρά της που, δεδομένης της θεματολογίας, θα την περιμέναμε σαφώς πιο σκοτεινή, παρακμιακή, ζοφερή… και σε αυτό δεν βοήθησαν ούτε οι φωτισμοί με ελάχιστες αδιάφορες εναλλαγές, ούτε το άστοχο σκηνικό με ένα «κυριλέ» τραπέζι και αντίστοιχες καρέκλες μικροαστικού τύπου, ούτε τα αδιάφορα συμβατικά ρούχα, ούτε η έλλειψη υποβλητικής μουσικής ή κατάλληλου ηχητικού τοπίου που μπορούσε να συμβάλλει καθοριστικά στο κλίμα, παρότι το τραγούδι του Τσιτσάνη τραγουδισμένο a capella έδεσε θαυμάσια, αλλά δεν αρκούσε…
Επιπλέον δεν αξιοποιήθηκε με περισσότερη φαντασία το εύρος της σκηνής και η οθόνη προβολής στο βάθος με συμβολικές ή ατμοσφαιρικές εικαστικές παρεμβάσεις που θα πρόσθεταν πόντους στη θεατρικότητα, ενώ σε σημεία τα αφηγηματικά μέρη- παρότι σύντομα και ενταγμένα ομαλά στη ροή- έμοιαζαν κάπως επίπεδα «κατεβάζοντας» στιγμιαία την ένταση κι επίσης έχουμε την εντύπωση ότι με βάση το βιβλίο, περιορίστηκε αρκετά το κομμάτι της κομματικής κριτικής, δίνοντας σαφές προβάδισμα στις μαρτυρικές περιγραφές…
Όλα δε τούτα επειδή η συγκεκριμένη ομάδα με την αλησμόνητη δουλειά της στην «Πανούκλα» ανέβασε ψηλά τα στάνταρ και δεν… φταίμε εμείς που μας έκανε τόσο απαιτητικούς απέναντί της…
Καταλήγοντας (=), χωρίς άλλα περιττά λόγια, μία είναι η ουσία: η συγκεκριμένη παράσταση με τη δύναμη του θέματος, την εμπνευσμένη απόδοση και τις εξαίρετες ερμηνείες ΔΕΝ χάνεται, καθότι σπανίζουν παρόμοιοι ευτυχείς συνδυασμοί…
Βαθμολογία:
7,1/10