Πεζογράφος και δοκιμιογράφος έκανε προπτυχιακές και μεταπτυχιακές σπουδές (φιλοσοφία – μυθολογία) στη Φιλοσοφική Σχολή του Α.Π.Θ., περνώντας δε από τη φιλοσοφία στη μυθολογία και από τη μυθολογία και την τελετουργία στο θέατρο, κατέληξε να διδάσκει Ιστορία του Αρχαίου Θεάτρου και Δραματολογία σε Δραματικές Σχολές και εργαστήρια θεάτρου.
Γύρω από αυτά τα ζητήματα στρέφεται και η συγγραφική της κατάθεση σε αυτοτελείς εκδόσεις ή μέσω μελετημάτων και άρθρων σε συλλογικούς τόμους και πρακτικά συνεδρίων ή στο ηλεκτρονικό μυθολογικό λεξικό Αριάδνη. Η ενασχόλησή της με την πεζογραφία ξεκίνησε το 1989· έκτοτε δοκιμάζεται σε διάφορα είδη του λόγου, κυρίως στο διήγημα, αλλά και στο θέατρο, και στην κριτική διερεύνηση της ποιητικής, ιδίως, γραφής. Συνεργάζεται με έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά.
H αξιαγάπητη Δήμητρα Μήττα μιλά στον Γιάννη Τσιρόγλου για την Κουλτουρόσουπα.
- Σήμερα ο μέσος Έλληνας δοκιμάζεται ποικιλοτρόπως. Πιστεύετε ότι η Τέχνη και ειδικότερα η λογοτεχνία μπορεί να βοηθήσει;
Ίσως παρηγορητικά, κάποιες φορές ως μέσο εκτόνωσης ενός πιεσμένου ψυχισμού, ενός καταπιεστικού ωραρίου. Και μόνο αν ο πολίτης αποδεχτεί την ανεπίγνωστη ανάγκη (του) να δώσει χώρο και χρόνο στην τέχνη, στη σκέψη, στην ενσυναίσθηση, στην επαφή με το συναίσθημα, στην επίγνωση, την παρατήρηση, τη ματιά που δεν γλιστρά πάνω σε πράγματα και πρόσωπα αλλά σκαλώνει, μόνο τότε θαρρώ πως θα αφεθεί ο ίδιος στην τέχνη που ούτως ή άλλως υπάρχει, είναι εκεί και είναι προς ανακάλυψη. Χρειάζεται μια κάποια επανάσταση και από τη δική μας πλευρά, μια αντίδραση σε όλα όσα στέκονται εμπόδιο στη σκέψη –βολική κατάσταση για τις εξουσίες.
- Ο συγγραφέας είναι ένας πνευματικός άνθρωπος της εποχής του. Ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος ενός συγγραφέα στα σημερινά χρόνια;
Ο συγγραφέας ό,τι έχει να πει το λέει με τα κείμενά του. Το ζήτημα είναι αν η κοινωνία, η πολιτεία, συμπεριλαμβάνει τον συγγραφέα, τον καλλιτέχνη γενικότερα, στην ύπαρξη και τους σκοπούς της, αν δημιουργεί τις προϋποθέσεις, ώστε μέσα στο σχολείο (αδυνατώ να απεκδυθώ τον ρόλο της εκπαιδευτικού που είχα επί χρόνια) να διαρραγεί η συνείδηση των νέων (αφού πρώτα έχει γίνει αυτό σε διδάσκοντες/ουσες) προς μια άλλη πρόσληψη της πραγματικότητας και της γλώσσας. Αλλά ποιο σύστημα επιθυμεί ανθρώπους με διευρυμένη τη σκέψη;
- Στην εποχή μας ένας συγγραφέας μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για τους νέους; Αν ναι, πώς μπορεί να γίνει αυτό;
Αν εννοείτε πρότυπο ζωής, δεν συμφωνώ. Γνωρίζουμε πως υπήρξαν άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών που βρέθηκαν αρκετές φορές στη λάθος πλευρά της ιστορίας (για διάφορους λόγους, ακόμη και ουτοπικούς, απελπισίας και απογοήτευσης), άνθρωποι που είχαν πάθη και εξαρτήσεις. Η γραφή, η τέχνη τους, δεν τους «έσωσε». Αν εννοείτε πρότυπο με την έννοια ότι με το έργο τους δείχνουν και άλλους δρόμους επίγνωσης και έκφρασης, ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο εργαλειακή και χρησιμοθηρική, ότι με τα «τερτίπια» της μπορεί να πολλαπλασιάζει τον κόσμο, να μην τον αφήνει μονοσήμαντο, να συλλαμβάνει την πολυπλοκότητα της ύπαρξης, το χαοτικό εντός, τότε, ναι, θα μπορούσα να πω ότι ο συγγραφέας είναι κάποιος που δείχνει προς κατευθύνσεις που οι κυρίαρχες ιδεολογίες, τα κυρίαρχα μέσα πληροφόρησης, αποκρύπτουν ή συσκοτίζουν.
- Η λογοτεχνία λειτουργεί ως πομπός αντιλήψεων και ηθικών αξιών. Ποια είναι η άποψή σας;
Δεν θεωρώ ότι η λογοτεχνία, η τέχνη, μπορεί να κάνει κάποιον καλύτερο (για ποιον;) ή πιο ηθικό. Το καλό και το κακό, δηλαδή το κοινωνικά αποδεκτό ή απορριπτέο αλλάζει από εποχή σε εποχή. Αυτό που μπορεί ίσως να κάνει η τέχνη είναι να διευρύνει τη ματιά μας, τη συνείδηση μας, να μας κάνει να γνωριστούμε με το τερατώδες που ενυπάρχει στον άνθρωπο και την κοινωνία. Και γνωρίζοντάς το, μπορεί και να καταφέρουμε να το αντιμετωπίσουμε. Αλλά…, μήπως κατάφερε η καταγγελτική τέχνη του μεσοπολέμου να αποτρέψει τον φασισμό;
- Στην εποχή της τεχνολογίας, που όλοι χρησιμοποιούν τους υπολογιστές και ειδικά οι νέοι έχουν απομακρυνθεί από το βιβλίο, πώς θα μπορούσε η λογοτεχνία να ξανακερδίσει το χαμένο έδαφος;
Δύσκολα. Και μόνο όταν κάποιος νιώσει την απόγνωση από ό,τι αφιλοκερδώς, υποτίθεται, και σε μεγάλες ποσότητες του προσφέρεται, ίσως τότε να αναζητήσει τι μπορεί να εκφράσει το ανεξήγητο κενό.
- Η τέχνη ξεκινάει από το εξώφυλλο ενός βιβλίου ή από το εσωτερικό του;
Το εξώφυλλο μπορεί να είναι η επιτομή του περιεχομένου. Άλλες φορές μπορεί να είναι σχεδιασμένο με τρόπο που να προσελκύει το βλέμμα στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου.
- Πώς απαντάτε σε όσους κατατάσσουν τα βιβλία σε κατηγορίες όπως «ελαφριά» ή «γυναικεία» λογοτεχνία;
Θα σας απαντήσω αντιγράφοντας ένα απόσπασμα από άρθρο της Φοίβη Νομικού (14/03/23): «Το διάβασμα βιβλίων γυναικών συγγραφέων προσφέρει και μια ολιστική ματιά στον σύγχρονο κόσμο, την οποία οφείλουμε να ακούσουμε, αφήνοντας πίσω τις προκαταλήψεις περί «ανάλαφρων» θεματικών ή απλοϊκών προσεγγίσεων.»
Και προτείνω να διαβάσουμε, ανάμεσα σε άλλα, και το άρθρο της συγγραφέα, ιστορικού και ακτιβίστριας Rebecca Solnit «80 βιβλία που καμία γυναίκα δεν θα έπρεπε να διαβάσει: μια διαφορετική λίστα.» Όπως και της Τίνας Μανδηλαρά «Μπορούμε, αλήθεια, να μιλάμε σήμερα για ελληνική γυναικεία λογοτεχνία;»
- Κάθε μήνα εκδίδονται καινούργια μυθιστορήματα. Πώς θα ξεχωρίσει ο αναγνώστης το λογοτεχνικά άρτιο έργο;
Δύσκολα. Έχουμε επί δεκαετίες «εκπαιδευτεί» σε συγκεκριμένες θεματικές και, κυρίως, σε συγκεκριμένη γλώσσα. Ωστόσο, αρχίζει και μου δημιουργείται η εντύπωση πως κάτι αλλάζει, έστω και με μικρή κλίμακα. Ποιος αλλιώς να εξηγήσω την ύπαρξη τόσων λεσχών ανάγνωσης; Εκεί, το σημαντικό είναι η ανάγνωση του έργου, η πρόσληψή του. Υπάρχουν, βέβαια, και τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, για τη σημασία και την αξία των οποίων γίνονται πολλές συζητήσεις. Πριν όμως από τη γραφή είναι η ανάγνωση. Αυτό επιχειρείται και δοκιμάζεται στις λέσχες ανάγνωσης.
- Ισχύει και σε σας πως προτιμάτε να διαβάζετε ξένους παρά έλληνες συγγραφείς;
Όχι. Ωστόσο, το βιβλίο, τα έργα τέχνης που έρχονται από άλλα πολιτισμικά σύνολα διευρύνουν τη ματιά μας με τρόπο που αυτό δεν θα γινόταν αν μέναμε εγκλωβισμένοι στην εγχώρια παραγωγή. Η ματιά του Βαν Γκογκ άλλαξε βλέποντας έργα της γιαπωνέζικης τέχνης, του Πικάσο με τις αφρικάνικες μάσκες. Γι’ αυτό και θεωρώ πολύτιμους τους μεταφραστές που διαμεσολαβούν.
- Ποιο βιβλίο θεωρείτε πως σας άλλαξε τη ζωή/τον τρόπο που σκέφτεστε;
Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα του Μπορίς Μπουλγκάκοφ, ένα μυθιστόρημα μαγικού ρεαλισμού.
- Ποιον συγγραφέα θαυμάζετε και ποιο βιβλίο του θα θέλατε να είχατε γράψει ο ίδιος;
Έναν μόνο; Μία;
- Είναι αλήθεια ότι σε κάθε βιβλίο συναντούμε βιώματα και μηνύματα του συγγραφέα του;
Σε αυτή την ερώτηση θα αφήσω τη Λιλή Ζωγράφου να απαντήσει: «Είναι ένα μεγάλο μαρτύριο [η γραφή], μόνο που όταν μπαίνεις μέσα του, όταν χώνεσαι ολόκληρος μέσα στο έργο σου, τότε ξεχνάς ότι είναι μαρτύριο κι είναι μια πολύ ωραία αίσθηση, κάτι… σαν ψευδαίσθηση, σα να κλέβεις μερτικά ζωής από άλλους ανθρώπους, σα να δοκιμάζεσαι για το πώς θ’ αντιμετωπίσεις εσύ, τούτη ή εκείνη την περίπτωση. Γιατί στα πρόσωπά σου, παρά το ότι αποτελούν άλλη ζωή, δανείζεις πάρα πολλά από τον εαυτό σου, γιατί τα πονάς.»
- Μια φράση που σας αντιπροσώπευε κατά το παρελθόν και πλέον δε σας αντιπροσωπεύει.
Δεν μπορώ να θυμηθώ. Ωστόσο, τριγυρνά στο κεφάλι μου η φράση: «Απαισιόδοξη στη σκέψη, ορμητική στη δράση». Γιατί όσο απογοητευμένοι κι αν είμαστε, δεν επιθυμώ την αμαχητί παράδοση και την απραξία. Προς τα εκεί ωθούν τα συστήματα εξουσίας και δεν επιθυμώ να τους κάνω τη χάρη.
- Πιστεύετε στα happy end; Τα συναντούμε στα βιβλία σας;
Ευτυχώς που υπάρχουν αρκετές παλιές κωμωδίες που έχουν happy end. Happy end σε δικά μου κείμενα δεν θυμάμαι. Γιατί αυτό που περισσότερο με απασχολεί είναι η σκοτεινιά του ανθρώπου, εκεί προσπαθώ να ρίξω λίγο φως, να τη δω, να την κατανοήσω, να αποδεχτώ ότι όλα είναι πιθανά, ότι ο καθένας, εγώ, μπορεί ανά πάσα στιγμή να προβεί στο αδιανόητο. Και αυτό είναι τρομακτικό. Οπότε για ποιο happy end μιλούμε;
- Πώς νιώσατε όταν εκδόθηκε το πρώτο σας βιβλίο;
Σαν μαθήτρια που ο δάσκαλος θα της έκαμνε παρατήρηση. Και δεν μπορώ, δεν μου επιτρέπεται να ξεχάσω το ενθαρρυντικό βλέμμα του Πρόδρομου Χ. Μάρκογλου και του Μάρκου Μέσκου.
- Όταν γράφετε έχετε στο μυαλό σας τους αναγνώστες;
Όταν γράφω, το κάνω γιατί κάτι μ’ έχει ενοχλήσει –το βλέμμα ενός ανθρώπου, μια κίνησή του, μια κάρτα τσαλακωμένη, μπορεί πεσμένη στον δρόμο, με ροδιές αυτοκινήτων επάνω της. Με ακολουθεί και κάποια στιγμή, επίμονα και καταπιεστικά, διεκδικεί το δικαίωμα να πάρει μορφή. Κι ύστερα ακολουθεί το άλλο βάσανο: να πρέπει να ξαναδώ το κείμενο, να το εγκρίνω ή να πρέπει να το αλλάξω (αυτό κι αν είναι οδύνη). Είσαι εσύ, ο γραφιάς, και το κείμενο, αντιμέτωποι πια. Μόνο όταν είναι έτοιμο, τότε σκέφτομαι τον αναγνώστη, ότι του παραδίδω κάτι που θα ήθελα να δει, να μοιραστούμε τη ματιά που έριξα στον κόσμο.
- Τι σκέπτεστε όταν σας ασκούν κριτική για κάποιο έργο σας με την οποία δεν συμφωνείτε;
Με ενοχλεί η κριτική που διαβάζει τα έργα με βάση την προσωπική ζωή του συγγραφέα, σαν το ζητούμενο να είναι ο συγγραφέας και όχι το κείμενο.
- Πώς γεννήθηκε η ιδέα για το παρόν βιβλίο σας;
Τα δύο τελευταία έργα (βγήκαν ταυτόχρονα) είναι δύο θεατρικά, το Φαίδρα (Ά)τοπος και Η επάνοδος με κύριο πρόσωπο την Άλκηστη του μύθου, και τα δύο από τις εκδόσεις Σοκόλη. Και οι δύο ηρωίδες είναι γυναίκες του πάθους και της οδύνης. Η πρώτη διαπράττει «αδικήματα»: α) ερωτεύεται, β) ερωτεύεται έναν άνδρα παρά τους κανόνες της ηθικής και της κοινωνικής ευπρέπειας, γ) εκδικείται για την περιφρόνηση που βιώνει και μετατρέπει τον έρωτα σε εκδικητή, δ) διεκδικεί το δικαίωμα να μιλήσει η ίδια για την ιστορία της. Η Άλκηστη, στο δεύτερο έργο, ωθείται στον θάνατο, για να σωθεί ο άνδρας της. Δεν το επιλέγει. Αναλογίζεται πάνω στο θέμα της αγάπης, όχι του έρωτα, και αν η αγάπη των γονιών είναι πράγματι πιο ισχυρή από την επιθυμία για ζωή. Επιστρέφει τελικά στον πάνω κόσμο, όχι για να ζήσει αλλά για να λειτουργήσει σαν οίστρος, σαν ενοχλητική μύγα, και να εκδικηθεί. Μόνο που εγκλωβίζεται στην εκδίκησή της. Αγάπη, λοιπόν, έρωτας, εκδίκηση. Μεγαλύτερη αποδοχή είχε η Φαίδρα παρά η Άλκηστη. Είναι άραγε θέμα γραφής μόνο; Ή μήπως και το γεγονός ότι η δεύτερη δεν κρατιέται στο «ύψος» της; «Α τι σιχαμένη», μου είπε φίλη όταν το διάβασε. Σημειωτέον ότι η Φαίδρα προέκυψε ύστερα από πρόσκληση του μουσικού Μιχάλη Χατζηαναστασίου. Στο μεταξύ, χάρη σε σχόλιο της ομότιμης καθηγήτριας Θεατρικών Σπουδών κ. Έλσης Σακελλαρίδου (Τομέας Αγγλικής Λογοτεχνίας, Τμήμα Αγγλικής ΑΠΘ), συνειδητοποίησα ότι στο έργο μου γενικά έχω ασχοληθεί με πολλές μυθικές φιγούρες. Ο μύθος παραμένει δεξαμενή ιδεών.
- Τι ελπίζετε να αποκομίσει ο αναγνώστης διαβάζοντας το βιβλίο σας;
Έκπληξη. Ανησυχία.