Πρόκειται για έναν δημιουργό που έχει αφιερώσει δεκαετίες στο θέατρο και την τηλεόραση, υπηρετώντας τη σκηνοθεσία με συνέπεια, στοχαστικότητα και έντονη πολιτική ματιά. Το όνομά του είναι συνυφασμένο με παραστάσεις που εξερευνούν τα όρια της κοινωνικής πραγματικότητας, μεταφέροντας στο κοινό έργα με αιχμές, νοήματα και δραματουργική ένταση.Με αφορμή τη νέα του σκηνοθετική δουλειά, «Η Τελευταία Απολογία του Νίκου Κοεμτζή», ένα έργο που ζωντανεύει μια εμβληματική και τραγική φιγούρα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, για τη σκηνοθετική προσέγγιση, τις ηθικές αποχρώσεις του θεάτρου και τη διαχρονική δύναμη της αληθινής αφήγησης.
Ο Κώστας Κιμούλης μιλά στον Γιώργο Μπαστουνά για την Κουλτουρόσουπα
- Τι σας ώθησε να σκηνοθετήσετε την «Τελευταία Απολογία του Νίκου Κοεμτζή»;
Ήμουν μικρός όταν έγινε αυτό το γεγονός, αλλά από τότε θυμάμαι ότι όλους τους δολοφόνους για πολλά χρόνια μετά τους έλεγαν “Κοεμτζήδες”. Θεωρήθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της τότε εποχής. Μετά είδα και την ταινία “Παραγγελιά” καθώς είχα ακούσει και το μακρύ ζεϊμπέκικο του Διονύση Σαββόπουλου. Πάντα είχα και έχω την απορία πως ένας άνθρωπος φτάνει σε ένα φόνο και πόσο μακριά είναι αυτό το κλικ από τον καθένα μας να γίνει φονιάς;
- Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε κατά τη μεταφορά αυτής της αληθινής ιστορίας στη σκηνή;
Το θεατρικό έργο είναι πρώτα απ’ όλα μυθοπλασία. Μπορεί να βασίζεται σε υπαρκτό πρόσωπο και σε αληθινή ιστορία, αλλά δεν έχει να κάνει με το γεγονός καθ’ αυτό. “Η τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή” είναι ένα έργο που γράφτηκε από τον Βαγγέλη Γέττο και βασίστηκε στο βιβλίο που είχε γράψει ο Κοεμτζής και το οποίο πουλούσε μετά την αποφυλάκισή του για να ζήσει, καθώς και στο φάκελο της δίκης του. Είναι αυτά που ήθελε να πει μπροστά σε ανθρώπους και όχι σε δικαστές. Προσπαθεί να πει τα όσα είχε περάσει στη ζωή του και αφήνει στο τέλος να τον κρίνουν οι θεατές.
- Τι συναισθήματα σας γεννήθηκαν γνωρίζοντας τον πραγματικό φάκελο της υπόθεσης Κοεμτζή;
Τι συναισθήματα μπορώ να έχω για κάποιον που σκότωσε τρείς ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους επτά; Εγώ προσπάθησα να καταλάβω μέσα από το θεατρικό κείμενο τι τον έσπρωξε να κάνει αυτούς τους φόνους. Το εύκολο πάντα είναι να καταδικάσουμε κάποιον/α για οτιδήποτε κακό έχει κάνει χωρίς να ψάξουμε τις αιτίες για να μη ξαναγίνει είτε από αυτόν είτε από κάποιον άλλον. Φταίει ο χαρακτήρας του? Φταίει η οικογένεια του? Φταίει η κοινωνία; Φταίει η εποχή που ζει;
- Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να ισορροπήσετε ανάμεσα στην καλλιτεχνική ελευθερία και την κοινωνική ευθύνη, ειδικά όταν καταπιάνεστε με ένα τόσο αμφιλεγόμενο πρόσωπο όπως ο Κοεμτζής;
Όλο το έργο είναι ένας μονόλογος που ισορροπεί συνέχεια πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί. Ο θεατής την ώρα της παράστασης δεν παίρνει ανάσα. Είναι σαν να βλέπει μια ταινία δράσης. Τελειώνει η παράσταση και οι θεατές κάθονται μερικά λεπτά ακίνητοι, για να καταλάβουν και να συνειδητοποιήσουν τι είδαν και τι αισθάνονται. Εμείς τους δίνουμε τα δεδομένα και αυτοί στο τέλος κρίνουν. Είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ που δεν υπάρχει περίπτωση να μην αγγίξει όλους τους θεατές, ακόμα και αυτούς που δεν πάνε συχνά στο θέατρο.
- Πώς επηρέασαν οι σπουδές σας στην Αμερική την καλλιτεχνική σας προσέγγιση;
Η προσέγγισή μου στα λίγα θεατρικά που έχω κάνει, δεν έχει να κάνει με τις σπουδές μου στην Αμερική, μιας και εκεί σπούδασα σκηνοθεσία κινηματογράφου και τηλεόρασης. Το θέατρο είναι μια διαφορετική εντελώς τέχνη με πολλά κοινά σημεία όμως. Πρώτα απ όλα η επικοινωνία του καλλιτέχνη με το θεατή είναι μια ζωντανή επικοινωνία, ενώ στη τηλεόραση ή στον κινηματογράφο γίνεται μέσω μιας οθόνης. Τις αντιδράσεις των θεατών στο θέατρο τις αφουγκράζεσαι, ενώ στην τηλεόραση τις φαντάζεσαι. Και τα δύο είναι πολύ δύσκολα πιστέψτε με.
- Ποια είναι η σχέση σας με τον αδερφό σας, Γιώργο Κιμούλη, και γιατί δεν έχετε συνεργαστεί επαγγελματικά;
Η σχέση με τον αδερφό μου είναι σαν δύο αδέρφια από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα. Η μόνη ιδιαιτερότητα είναι ότι δεν έχουμε τσακωθεί μέχρι σήμερα ποτέ και ελπίζω να μη γίνει και στο μέλλον. Υπάρχει μεγάλη αίσθηση του χιούμορ όταν βρισκόμαστε και σεβόμαστε απόλυτα ο ένας τη δουλειά του άλλου. Μπορεί λόγω της έκθεσης και της προσωπικότητας να είναι αυτός ο διάσημος, αλλά ποτέ δεν είχα κάποιο κόμπλεξ και πάντα καμάρωνα που τον θεωρούν σαν έναν από τους μεγαλύτερους ηθοποιούς στη χώρα μας. Φυσικά και έχουμε συνεργαστεί. Στα πρώτα βήματα μου στην ελληνική τηλεόραση όταν κάναμε στον ΑΝΤ1 μια σειρά που λεγόταν “Στον ψυχίατρο”. Απλά ο Γιώργος δεν τον ενδιέφερε ποτέ η τηλεόραση και ο κινηματογράφος, όσο το θέατρο. Στις περισσότερες θεατρικές του παραστάσεις που χρησιμοποιεί βίντεο ή και τα τρέιλερ κοιτάξτε τα προγράμματα να δείτε ποιος τα έχει κάνει…
- Πώς βλέπετε την εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου τα τελευταία χρόνια;
Πάντα θεωρούσα ότι στην Ελλάδα στις περισσότερες μορφές τέχνης οι καλλιτέχνες προσπαθούν να μιμηθούν αυτά που βλέπουν στο εξωτερικό. Δεν προσπαθούν να δημιουργήσουν κάτι δικό τους, κάτι το νεωτεριστικό. Γι αυτό και πολλές φορές αποτυγχάνουν μιμούμενοι πράγματα που δεν μπορούν να τα εφαρμόσουν στη χώρα μας. Φταίει η απειρία; φταίνε οι γνώσεις; Φταίει ο ωχαδερφισμός; Φταίει η τεμπελιά; Φταίει το κλίμα; Η νοοτροπία; Φταίει ότι εγώ τα ξέρω όλα και οι άλλοι τίποτα; Δεν έχω καταλάβει ακόμα. Κρίση πάντα θα υπάρχει και πως να μην υπάρχει όταν ζουν τόσοι χιλιάδες ηθοποιοί ανάμεσα μας, με 130 θέατρα μόνο στην Αθήνα και 400 περίπου παραστάσεις το χρόνο. Εξέλιξη υπάρχει, αλλά πολλές φορές πηγαίνει προς τα κάτω παρά προς τα πάνω.
- Υπάρχει κάποιο θεατρικό έργο που ονειρεύεστε να σκηνοθετήσετε στο μέλλον;
Δεν ονειρεύομαι κάτι προς το παρόν, γιατί ήδη σκηνοθετώ δυο παραστάσεις για το καλοκαίρι που θα πάνε περιοδεία σε Ελλάδα και Κύπρο. Και οι δύο τυχαίνουν να είναι κωμωδίες αυτή τη φορά. Η μία είναι “Ο κατά φαντασίαν ασθενής” του Μολιέρου σε διασκευή της Τάνιας Χαροκόπου και Φώτη Σπύρου και η άλλη “Ο Μανωλάκης ο βομβιστής” του αγαπημένου Αλέκου Σακελλάριου που έκανα εγώ και την ελεύθερη απόδοση. Ταυτόχρονα τρέχω το έργο “Η τελευταία απολογία του Νίκου Κοεμτζή” που τυχαίνει να κάνω και την παραγωγή εκτός από την σκηνοθεσία. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση από γνωστούς και φίλους να το ξανανεβάσουμε το χειμώνα σε θέατρο της Αθήνας, μιάς και το ανεβάσαμε μόνο για 14 παραστάσεις και δεν πρόλαβαν πάρα πολλοί να έρθουν να το δούν. Ελπίζοντας ακόμα να κάνουμε και περιοδεία ανά την Ελλάδα, αλλά μετά το φθινόπωρο.
- Ποια είναι η γνώμη σας για τη σύγχρονη ελληνική τηλεόραση σε σχέση με το θέατρο;
Από τις αρχές της δεκαετίας του 90 που γύρισα από την Αμερική το πρόβλημα που εντόπισα ήταν ότι δεν υπήρχε σχολή σεναρίου. Πέρασαν σχεδόν 40 χρόνια και εκτός από κάποιες μικρές προσπάθειες που γίνονται, σχολή επαγγελματική και σοβαρή δεν υπάρχει. Ενώ στο εξωτερικό διδάσκεται ο Αριστοτέλης και πως από αρχαιοτάτων χρόνων υπάρχει το μυστικό πως να γράψεις μια σκηνή και να ολοκληρώσεις ένα σενάριο, εδώ στη χώρα μας ίσως το αγνοούμε. Βέβαια και η τηλεόραση ανήκει στις τέχνες που είπα και παραπάνω ότι προσπαθεί να μιμηθεί από το εξωτερικό και εδώ φταίνε και τα κανάλια ίσως, γιατί θέλουν τα περισσότερα έργα να είναι διασκευές ξένων σειρών. Πόσα φορμά έρχονται από το εξωτερικό ακόμα και για τηλεπαιχνίδια με τη δικαιολογία ότι είναι δοκιμασμένα;
- Σε τι βαθμό επιτρέπετε στον εαυτό σας να πειραματιστεί όταν καταπιάνεστε με ένα δραματουργικό υλικό;
Ανάλογα τον χρόνο προετοιμασίας που σου δίνει μια παραγωγή. Αν έχω τον χρόνο προσπαθώ να πειραματιστώ, όσο γίνεται περισσότερο. Άλλωστε τώρα πια η εμπειρία μου σε τεχνικά θέματα με έχει βοηθήσει να ξεπερνάω εύκολα τα δεδομένα και τα βασικά και προσπαθώ να κάνω πάντα κάτι μοντέρνο και νεωτεριστικό χωρίς να ξεφεύγω σε υπερβολές.
- Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας σκηνοθέτες ή καλλιτέχνες που σας έχουν επηρεάσει;
Δε μπορώ να πω ονόματα γιατί σίγουρα θα αδικήσω πολλούς. Απ’ ότι βλέπω πάντα κλέβω κάτι που με επηρεάζει και με ενθουσιάζει, αλλά ποτέ δεν προσπαθώ να το μιμηθώ. Αφού το φιλτράρω μέσα από τη δική μου άποψη, προσπαθώ να κάνω κάτι που είναι νέο και ίσως οι περισσότεροι να μην το έχουν δει. Άλλωστε και αυτό το έχει πει ο Αριστοτέλης. Δεν υπάρχει κάτι το γνήσιο, αφού κάθε μας σκέψη ή πράξη από κάπου έχει επηρεαστεί.
- Ποια είναι η άποψή σας για τη χρήση της τεχνολογίας στο σύγχρονο θέατρο;
Φυσικά και πρέπει να υπάρχει και καλά κάνει που υπάρχει. Απλά θα πρέπει να ξέρουμε το πως και πότε να τη χρησιμοποιούμε και όχι αυτή να μας χρησιμοποιεί. Αλλιώς θα χρειαζόταν να παίζαμε τις αρχαίες κωμωδίες ή τραγωδίες την ημέρα, όπως γινόταν τότε. Αλλά ευτυχώς ανακαλύφθηκε ο ηλεκτρισμός και τα φώτα… Σήμερα μη ξεχνάμε άλλωστε ότι όλοι μας εξαρτιόμαστε από ένα κινητό και κάνουμε τα πάντα με αυτό. Άμα το χάνουμε ή το ξεχνάμε, νιώθουμε εντελώς γυμνοί ή και γεμάτοι ενοχές ότι οι άλλοι δεν θα μπορούν να μας βρούν.
- Πιστεύετε ότι το κοινό είναι έτοιμο να δει τον Νίκο Κοεμτζή ως τραγικό πρόσωπο και όχι απλώς ως έναν φονιά;
“Στην τελευταία απολογία του Ν.Κ” δεν παρουσιάζουμε τον Κοεμτζή σαν έναν ήρωα ή σαν κάποιον φιλήσυχο πολίτη που ξαφνικά του “γύρισε το μάτι” που λένε και άρχισε να σκοτώνει ανθρώπους. Αυτή την ερώτηση όμως θα ήθελα να μου την απαντήσετε εσείς, όταν έρθετε να δείτε την παράστασή μας, ακούστε ολόκληρη την απολογία και μετά θα βγάλετε τα δικά σας συμπεράσματα. Δεν θα ήθελα να σας προκαταβάλλω. Το 90% των ανθρώπων που είναι μικρότεροι των 40 ετών, δεν έχουν ακούσει για το γεγονός και δε ξέρουν την ιστορία του και το τι έγινε εκείνη τη νύχτα του 1973. Όπως και εσείς σίγουρα δε ξέρετε πολλά πράγματα από τη ζωή του Νίκου Κοεμτζή. Γι αυτό είναι μεγάλη ευκαιρία για τον θεατή να έρθει να δει την παράσταση, να ακούσει, να μάθει και μετά να κρίνει τον Νίκο Κοεμτζή, τον άνθρωπο που συγκλόνισε για πολλά χρόνια την Ελλάδα.
- Ποια ήταν η πιο δύσκολη στιγμή στην καριέρα σας και πώς την αντιμετωπίσατε;
Όταν θα περάσει αυτή η περίοδος θα σας απαντήσω…
- Τι συμβουλή θα δίνατε σε νέους σκηνοθέτες που ξεκινούν τώρα την πορεία τους;
Ότι πίσω από τα φώτα της μαρκίζας και της δημοσιότητας υπάρχει πολλή μοναξιά, πολλή δουλειά, θέλει θράσος με την καλή έννοια. Όμως η αγαπημένη μου λέξη είναι Ε.Υ.Α. (Επιμονή, Υπομονή, Αναμονή) Πρέπει να περάσει απ όλα τα στάδια και να μάθει σχεδόν τα πάντα για να γίνει κάποιος σκηνοθέτης, γιατί αυτός θα είναι ο μαέστρος της ορχήστρας. Όμως η λέξη ή μάλλον το ρήμα που χρησιμοποιούμε εδώ στην Ελλάδα δεν είναι μ’ αρέσει αυτή η δουλειά, αλλά “γουστάρω” αυτή τη δουλειά. Τότε και μόνο δε θα χρειαστεί να δουλέψει ούτε μια ώρα από τη ζωή του. Α, και κάτι τελευταίο: δεν υπάρχει οκτάωρο, αργία ή Σαββατοκύριακο. 24 ώρες τη μέρα θα ασχολείται. Αν νομίζει ότι θα αντέξει κάποιος είναι καλοδεχούμενος.
ΜΙΚΡΟ ΜΟΝΗΣ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
«Η Τελευταία Απολογία του Νίκου Κοεμτζή» του Βαγγέλη Γέττου.
Πρεμιέρα: Παρασκευή 16|05, 21:00
Τι όπλισε το χέρι του Κοεμτζή; Τι καθόρισε την ψυχή και το μυαλό του μέχρι το μακελειό; Πόσο λεπτή είναι η γραμμή που χωρίζει το καλό από το κακό και τους κανονικούς ανθρώπους από τα τέρατα;
Σκηνοθεσία: Κώστας Κιμούλης. Ερμηνεύουν Μάρκος Γέττος.
Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή 16, Σάββατο 17 και Κυριακή 18 Μαΐου στις 21.15
-Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ