.
Η «Ευτυχία» αποτελεί τη νέα πολυδιαδημιζόμενη και πολυσχολιαζόμενη ήδη πριν από την προβολή της βιογραφική ταινία, που αφορά στη ζωή της σπουδαίας στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.
Η προσωπικότητα, η οικογένεια, ο έρωτας, οι σχέσεις, οι επαγγελματικές επιτυχίες, το προσωπικό πάθος της χαρτοπαιξίας, αλλά και οι σημαντικές απώλειες, που τη σημάδεψαν προσπαθούν να αποτυπωθούν στα περιορισμένα χρονικά πλαίσια της ταινίας, σκιαγραφώντας μία φιγούρα δυναμική, αλλά συνάμα εύθραυστη, που βρισκόταν πολύ πιο μπροστά από την εποχή της.
Εκκινώντας από τα θετικά στοιχεία της ταινίας εντάσσουμε αρχικά το σενάριο της Κατερίνας Μπέη, το οποίο ακροβατεί ανάμεσα σε κωμικές και δραματικές σκηνές, δημιουργώντας ένα γλυκόπικρο κείμενο, που τη μία στιγμή σε ψυχαγωγεί και την αμέσως επόμενη σε συγκινεί. Το δίπολο αυτό δίνει μία ωραία νότα στην ταινία, η οποία εναλλάσσει ένα εύρος συναισθημάτων στη διάρκειά της. Το σεναριακό εύρημα της θέσης στο επίκεντρο της αφήγησης μίας βραδιάς βράβευσης της μεγάλης σε ηλικία πρωταγωνίστριας αποτελεί μία περίτεχνη επιλογή, που συνδέει μέσω των εκτενών αναδρομών το παρόν με το παρελθόν και δημιουργεί ένα αδιάσπαστο σύνολο. Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου αποτέλεσε ένα πρόσωπο, που σίγουρα έφερε τα στοιχεία μίας τραγικής ηρωίδας, τα οποία σεναρικά αναδείχθηκαν με εκτενή αναφορά στα πάθη και τις αδυναμίες της, χωρίς να γίνεται καμία προσπάθεια «αγιοποίησης» του προσώπου της, επειδή έφερε τον τίτλο της καλλιτέχνιδος. Ειλικρινής, ανθρώπινη και λαϊκή η αφήγηση.
.

.
Κομβικό ρόλο στην επιτυχή σύνθεση της ταινίας αποτέλεσε και η μουσική, η οποία φαίνεται εξαιρετικά φροντισμένη. Το γεγονός, ότι υπάρχει ένα πλήθος τραγουδιών της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου με αρκετά γνωστά και πολυτραγουδισμένα κομμάτια, δεν οδήγησε σε επανάπαυση τους δημιουργούς της ταινίας, αλλά αντίθετα σε επαγρύπνηση. Συγκεκριμένα, ο Μίνωας Μάτσας δεν κατευθύνθηκε στην πεπατημένη της απλής ένταξης των τραγουδιών στην ταινία, αλλά αντίθετα στην αριστοτεχνική επανεκτέλεση ορισμένων εκ των πιο γνωστών τραγουδιών της, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο μία διαφορετική πτυχή σε αυτά με βαρύνουσα σημασία στον τονισμό του στίχου, που αναδείχθηκε επάξια. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται να γίνει στον συνδυασμό σημαντικών γεγονότων της ζωής της με κάποιο από αυτά τα τραγούδια, που προφανώς αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και δημιουργίας.
Στα θετικά στοιχεία εντάσσεται σε γενικές γραμμές η σκηνοθεσία του Άγγελου Φραντζή, ο οποίος δεν προσπάθησε να τιθασεύσει την έντονη κινησιολογία της πρωταγωνίστριας, αλλά αντίθετα να την τονίσει και να την αναδείξει ακριβώς με την κινησιολογία της κάμερας, που αποφεύγει στο μεγαλύτερο μέρος των σκηνών την στατικότητα, δίνοντας ένταση και παλμό στην αφήγηση. Ιδιαίτερη αναφορά χρειάζεται στην ισορροπημένη αποτύπωση των δύο ηρωίδων και στη δημιουργία ενός ενιαίου χαρακτήρα. Φάνηκε, πως οι δύο πρωταγωνίστριες είχαν δημιουργήσει μία συντονισμένη μορφή στην ηρωίδα, ώστε οι μεταβάσεις της αφήγησης και οι εναλλαγές των χρόνων να είναι ομαλές και δομημένες με ελάχιστες αποκλίσεις. Οι δύο κομβικές σκηνές, που η ηρωίδα βιώνει την απώλεια, είναι φροντισμένες με ιδιαίτερα περίτεχνο τρόπο, αποσπώντας μία ειλικρινή συγκίνηση και προσφέροντας απλόχερα μία ατόφια συναισθηματική φόρτιση.
,

,
Το πολυπληθές καστ της ταινίας με αρκετούς ταλαντούχους ηθοποιούς αποτελεί έναν ακόμη δυνατό πόλο αυτής. Εξέχουσα όλων η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, η οποία μαγνητίζει τα βλέμματα στο ρόλο της Ευτυχίας σε μεγαλύτερη ηλικία. Η πρωταγωνίστρια συνθέτει έναν ρόλο χωρίς υπερβολές και εξάρσεις, που ισορροπεί στις κωμικές και στις δραματικές στιγμές της ζωής της ηρωίδας, με τα δραματικά ξεσπάσματά της να αφήνουν ένα σημαντικό στίγμα και να εντυπωσιάζουν.
.
Εξαιρετικός ο Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, ο οποίος στο ρόλο του δεύτερου συζύγου της Ευτυχίας του Γιώργου Παπαγιαννόπουλου προσφέρει μία τρυφερή ερμηνεία, με τις ευαίσθητες πτυχές του ρόλου του να δίνουν ένα ρομαντικό και στοργικό πρόσημο στην ταινία. Η Κάτια Γκουλιώνη στο ρόλο της νεαρότερης Ευτυχίας καταφέρνει να εκφράσει το νεανικό πάθος και την όρεξη για ζωή με αποτελεσματικό τρόπο, που όμως σε μερικά σημεία καταλήγει σε υπερβολή. Ο Θάνος Τοκάκης στο ρόλο του γκέι επιστήθιου φίλου της Ευτυχίας αποτέλεσε την κωμικότερη φιγούρα της ταινίας, που ελάφρυνε κάπως τις πιο «βαριές» συγκινησιακά σκηνές και διαπέρασε με επιτυχία όλες τις παρουσιαζόμενες φάσεις της ζωής της. Αξιοπρεπείς και μετρημένες η Ντίνα Μιχαηλίδου στο ρόλο της μητέρας της Ευτυχίας, η Ευαγγελία Συριοπούλου στο ρόλο της μεγάλης κόρης της και η Λίλα Μπακλέση στο ρόλο της μικρότερης κόρης της. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν οι επιπρόσθετοι ηθοποιοί, οι οποίοι αναπαρέστησαν μεγάλες προσωπικότητες της εποχής, όχι μιμούμενοι αυτούς, αλλά προσεγγίζοντάς τους υποκριτικά στις περισσότερες περιπτώσεις. Αναλυτικότερα, ο Κρατερός Κατσούλης τον Χιώτη, ο Αντώνης Λουδάρος τον Χατζιδάκι, ο Χάρης Μαυρουδής τον Καλδάρα, η Ματθίλδη Μαγγίρα την Βλαχοπούλου και η Χρύσα Ρώπα την Μπέλλου.
Παρακάτω καταγράφονται ορισμένες ενστάσεις ως προς αυτό το σημείο.
.

.
Από την ταινία, ωστόσο, δεν έλειψαν και ορισμένα αρνητικά στοιχεία, τα οποία υποβάθμισαν το θετικό αποτέλεσμα, που περιγράφηκε μόλις παραπάνω. Συγκεκριμένα, σεναριακά έλειπε η εμβάθυνση στους ήρωες, αλλά και στα ιστορικά γεγονότα της εποχής. Ως προς του ήρωες, και ειδικότερα ως προς την αφορώσα την ταινία φιγούρα της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου δεν διαπιστώνεται ένας ευκρινής προσδιορισμός των κινήτρων της, που την οδήγησαν σε συγκεκριμένες επαγγελματικές επιλογές, όπως η ανάγκη της να γίνει ηθοποιός ή να ακολουθήσει θιάσους στις περιοδείες τους ή να συνεργαστεί με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, και σε συγκεκριμένες προσωπικές επιλογές, όπως να εγκαταλείψει τον πρώτο της σύζυγο ή η ένταση του έρωτά της για τον δεύτερό της σύζυγο ή ακόμη η σχέση της με τα τρίτα άτομα της οικογενείας της, όπως οι γαμπροί ή τα εγγόνια της. Στις παραπάνω ελλείψεις σε πρωταρχική θέση τίθεται η απουσία στην αφήγηση μίας πιο εκτενής περιγραφής της στροφής της στον τζόγο, καθώς ήδη από την αρχή της ταινίας και την ίδια σε μικρή ηλικία παρουσιάζεται ως ένα στοιχείο άρρηκτα συνδεδεμένο με αυτήν, χωρίς να ξετυλίγεται ο μίτος στο πως γεννήθηκε το πάθος της αυτό. Παράλληλα, το θετικό στοιχείο της εναλλαγής κωμικών και δραματικών συναισθημάτων νοθεύτηκε από την άκρατη εφαρμογή αυτού του διπόλου σε σημείο, που κατέληξε να γίνει κάποια στιγμή μανιέρα και να προκαλέσει μία δυσχέρεια στην εμβάθυνση στους ήρωες.
.

.
Ως προς τα ιστορικά γεγονότα εντύπωση προκάλεσε η επιδερμική τους σύλληψη, καθώς η ζωή της ηρωίδας διαπερνά ένα τεράστιο χρονολογικό εύρος σημαντικών γεγονότων για την ιστορία της Ελλάδος σε πολιτικό, αλλά και σε κοινωνικό επίπεδο. Η ταινία ξεκινά με πρώτο σημείο αναδρομής την μικρασιατική καταστροφή, η οποία σημάδεψε την ηρωίδα και σίγουρα έδωσε έναυσμα στην τέχνη της, χωρίς όμως να προχωρά παρακάτω. Το αποσπασματικό της αφήγησης, που έχει λογική στα πλαίσια περιγραφής μέσα σε δύο ώρες πολλών χρόνων της ζωής της, μοιάζει αποκομμένο από την κοινωνία και στο πως οι υπάρχουσες συνθήκες της εποχής την επηρέασαν. Συνέπεια αυτού είναι να παρουσιάζεται εντελώς πρόχειρα η Αθήνα εκείνης της εποχής και το πως αυτή εξελίχθηκε στην πορεία των χρόνων, με ελάχιστα σκηνικά να παραπέμπουν σε αυτήν την εποχή. Η όλη αυτή αποσπασματικότητα στέρησε μία περαιτέρω ανάπτυξη στα προσωπικά γεγονότα, ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε από σκηνή σε σκηνή πόσα χρόνια πέρασαν, ποια γεγονότα συνέβησαν, αλλά και τι αντίκτυπο είχαν στις ζωές των ηρώων. Καταλήγει η ταινία σε ορισμένα σημεία να αποτελεί απλώς και μόνο μία σύνοψη στιγμών, που δεν επεξηγούνται και δεν αναπτύσσονται, αλλά απλώς παρατίθενται.
.

.
Σκηνοθετικά παρουσιάζονται ορισμένες εμφανείς αδυναμίες. Για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, η απόδοση των γνωστών προσωπικοτήτων υποκριτικά, με την απομάκρυνση από στοιχεία μίμησης είναι σχετικά επιτυχημένη με μία σημαντική απόκλιση, που καταλήγει να γίνεται καρικατούρα και αφορά στο πρόσωπο του Τσιτσάνη, τον οποίον υποδύεται ο Λεωνίδας Κακούρης με μία σκηνοθετική κατεύθυνση ανεπιτυχούς μίμησης της φωνής του, που καταλήγει σε βαθμό γελιοποίησης του ίδιου του χαρακτήρα. Συνάμα κάποιες υπερβολές, που επιζητούσαν διακαώς να εκμαιεύσουν συγκίνηση, έπρεπε να απέχουν, καθώς στερούνταν αληθοφάνειας και πλησίαζαν τον χαρακτηρισμό του μελοδράματος με την άκρως αρνητική πτυχή του. Τέλος, η «τραβηγμένη» σύλληψη της νεαρής Ευτυχίας ως ένα μαγκάκι σε σημείο αναπαράστασής της ως αγοροκόριτσου προκάλεσε αντίφαση στις δραματικές εξάρσεις και μία δυσχέρεια στη μετάβαση στην πιο ώριμη ηλικιακή της φάση, η οποία αυτοτελώς παρουσιάζεται πιο ισορροπημένα.
.

.
Συνολικά θα λέγαμε, ότι πρόκειται για μία αξιέπαινη προσπάθεια, που κερδίζει τις εντυπώσεις τόσο σεναριακά, όσο και υποκριτικά με την παρουσίαση πολλαπλών πτυχών μίας σπουδαίας προσωπικότητας. Η ερμηνεία της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτηεπισφράγισε την εικόνα της ηρωίδας, την οποία συντρόφευσαν οι εξαιρετικές μουσικές επιλογές και ένα ταλαντούχο cast με στίγμα. Εάν είχαν προσεχθεί ορισμένες λεπτομέρειες, με σπουδαιότερες την εμβάθυνση στους χαρακτήρες και στην εποχή, που διαδραματίζονται τα γεγονότα και την αποφυγή ορισμένων κλισέ, τότε σίγουρα θα μιλούσαμε για μία από τις πιο αξιόλογες προσπάθειες της τελευταίας δεκαετίας στον ελληνικό κινηματογράφο.
.

.
Βαθμολογία:
6,4/10
Φωτογραφικό υλικό