Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Εν Συντομία Εισαγωγή:
Κατά τις πρόσφατες περασμένες δεκαετίες παρατηρείται η κατεύθυνση της αναπαραγωγής ιστοριών που έχουν ήδη ειπωθεί και πετύχει, με μία νέα ματιά και προσέγγιση. Το φαινόμενο είναι εξαιρετικά έντονο στη βιομηχανία του κινηματογράφου με την εταιρεία παραγωγής «Disney» να πρωτοστατεί. Η συγκεκριμένη εταιρεία είναι υπεύθυνη για μία σειρά αριστουργηματικών κινηματογραφικών κινουμένων σχεδίων, εκδοχών κλασικών ιστοριών για μικρούς και μεγάλους. Η δεκαετία του ’10 βρίσκει την εν λόγω εταιρεία να αρχίζει μία απόπειρα να μεταφέρει αυτές τις ιστορίες από το κινούμενο σχέδιο στη «ζωντανή δράση» (live action). Η επιχείρηση ξεκινάει με μεράκι και μετριοπάθεια, δίχως αυστηρό πλαίσιο και με ελευθερία για τους δημιουργούς, για να καταλήξει σε ένα καθεστώς πλήρους ελέγχου, περιορισμένης δημιουργικής αποφασιστικότητας και στείρας αναπαραγωγής, αντιγραφής.
Η ταινία, για την οποία θα μιλήσουμε σήμερα, ανήκει σε αυτή τη φόρμα παραγωγής, και αποτελεί συνέχεια προηγούμενης ταινίας, προϋπάρχουσας ιστορίας. Αυτή δεν είναι άλλη στη νέα προσθήκη της σειράς με τίτλο: «Μουφάσα:Ο Βασιλιάς Των Λιονταριών» (Mufasa: The Lion King, 2024).
Πάμε να δούμε, αν η ταινία έχει λόγο ύπαρξης και με ποιον τρόπο αυτός υφίσταται.
Πλοκή;
Στην Αφρικάνικη σαβάνα, μία οικογένεια λιονταριών φθάνει στο μυθικό μέρος της «Μιλέλε». Η ευτυχία τους δε διαρκεί για πολύ λόγω μίας ξαφνικής πλημμύρας, η οποία αναγκάζει την οικογένεια να διασπαστεί και να χωριστεί. Το λιονταράκι Μουφάσα θα παρασυρθεί από τα ορμητικά νερά και θα βρεθεί σε μακρινό μέρος. Θα διασωθεί από ένα εξίσου νεαρό λιοντάρι, τον Τάκα και θα γίνουν αχώριστοι φίλοι, σαν αδέλφια. Οι ήρεμες ημέρες δε θα διαρκέσουν, καθώς μία φυλή άγριων λευκών λιονταριών θέλουν να επιβληθούν σε κάθε άλλη αγέλη του είδους τους. Τα δύο λιοντάρια θα δραπετεύσουν και θα αναζητήσουν την «Μιλέλε». Ο δρόμος τους δε θα είναι εύκολος και δίχως κίνδυνο, αλλά στην πορεία με τους νέους τους συμμάχους θα καταφέρουν να διαμορφώσουν μία ετερόκλητη ομάδα που ακολουθεί το δόγμα του «Κύκλου Της Ζωής». Σε ένα κλίμα καταδίωξης λευκών θηρευτών, συναισθημάτων, απογοητεύσεων, προδοσιών, ο Μουφάσα θα κληθεί να αναλάβει τον ρόλο του ηγέτη και να γίνει ο Βασιλιάς!
Πίσω από τις κάμερες:
Το έτος 1994 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά «Ο Βασιλιάς Των Λιονταριών» και οι χαρακτήρες των Σίμπα, Μουφάσα, Σκάρ, Τιμόν, Πούμπα, Ραφίκι, Ζάζου, Νάλα αντιμετωπίστηκαν με καθολική αποδοχή και επιτυχία. Πρόκειται για ένα κινούμενο σχέδιο με αληθινά και βαθιά νοήματα, με απτούς και φορτισμένους συμβολισμούς, οι οποίοι μιλούν σε κάθε ηλικία ξεχωριστά και αποκαλύπτουν με κάθε θέαση όλο και περισσότερα. Ένα αριστούργημα στην ολότητα του, από τον σχεδιασμό των δισδιάστατων κινούμενων γραφικών, των αποχρώσεων των χαρακτήρων και των φωτογραφικών χρωμάτων, μέχρι την ιστορία και τις επιρροές του από το σαιξπηρικό έργο του «Άμλετ», και το βραβευμένο με όσκαρ μουσικής θέμα του Χάνς Ζίμμερ.
Η επιτυχία της ταινίας σήμαινε ένα πράγμα στη σύγχρονη εποχή, και αυτό ήταν ότι δε θα αργούσε η στιγμή της μεταφοράς της στη «liveaction» εποχή της «Disney». Πράγματι, ο Τζόν Φάβρο, γνώριμος για τις ταινίες της σειράς «IronMan», αλλά και της επανέκδοσης της ιστορίας του «Μόγλη» με το «Βιβλίο Της Ζούγκλας» (The Jungle Book, 2016) ανέλαβε την σκηνοθεσία. Εκεί που στην προηγούμενη του απόπειρα είχε τουλάχιστον έναν ηθοποιό στα γυρίσματα, τώρα θα βασιζόταν εξολοκλήρου στα ψηφιακά εφέ. Το αποτέλεσμα, αν και κερδοφόρο, δεν ικανοποίησε σε βάθος χρόνου το κοινό και έχασε το στοίχημα με τον χρόνο, ενώ η προσέγγιση του αψεγάδιαστου ψηφιακού μέσου δε διατήρησε τη δυναμική της αφήνοντας την ταινία αβοήθητη και κενή.
Η εταιρεία παραγωγής, δεδομένων των υπέρογκων εισπράξεων, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στη γενική δυσαρέσκεια του κόσμου και συνέχισε με τα λεγόμενα «remake». Δεν άργησε ο καιρός για τη συνέχεια της επιτυχημένης στην επιφάνεια, αλλά αποτυχημένης στον πυρήνα συνταγής. Ο Φάβρο εντούτοις δεν επέστρεψε, καθώς είναι απασχολημένος με την τηλεοπτική πτυχή του «Πολέμου Των Άστρων». Η ανάληψη της σκηνοθεσίας γίνεται από τον Μπάρι Τζέκινς, βραβευμένο με όσκαρ σεναρίου για την ταινία «Moonlight» (2016). Ο Τζέκινς αρχικά δεν φάνηκε να αποδέχεται αυτό τον ρόλο, όταν του έγινε η πρόταση. Έπειτα, διάβασε το σενάριο και πείστηκε, αφού αντιλήφθηκε την δυνατότητα του για μία ικανοποιητική ιστορία.
Ο νέος δημιουργός δεν προβαίνει σε μεγάλες αλλαγές όσον αφορά την σκηνοθετική του προσέγγιση. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορεί στην πραγματικότητα να διαφοροποιηθεί από αυτό που η εταιρεία πίσω από αυτόν του έχει «επιβάλλει». Αρκείται στο να μεταβάλλει την ταχύτητα της κίνησης των ψηφιακών μοντέλων με απώτερο σκοπό να είναι πιο «ζωντανά», μιλώντας με κινηματογραφικούς όρους. Ακόμα, εστιάζει στα στόματα των ψηφιακών χαρακτήρων και τους δίνει μία πιο «ανθρώπινη» νότα, καθώς η προηγούμενη ταινία δεν είχε καταφέρει μία ισορροπία ανάμεσα στις φωνές των ηθοποιών και την ρεαλιστική προσέγγιση των ειδικών εφέ. Σε αυτή την ταινία, τα πράγματα είναι κάπως βελτιωμένα, αλλά η προσέγγιση που επιλέχθηκε εξαρχής είναι καταδικασμένη να αποτύχει, αν όχι τώρα, αναμφίβολα στο διάστημα που θα ακολουθήσει.
Μπροστά από τις κάμερες:
Στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει τίποτα απολύτως μπροστά από τις κάμερες, εξαιτίας της απροκάλυπτης χρήσης ψηφιακών μέσων. Οι ηθοποιοί που αναλαμβάνουν να φέρουν τις νεότερες εκδοχές των χαρακτήρων, κάνουν αυτό που τους ζητείται, αλλά οποιαδήποτε προσπάθεια δεν γνωρίζει την ανάλογη επιτυχία. Δοκιμάζεται μία αφρικάνικη προφορά της αγγλικής, αλλά οι ηθοποιοί είναι αμερικανοί. Οι παραγωγοί προσλαμβάνουν τον Μάντς Μίκελσεν για να δώσει τη φωνή του στον ανταγωνιστή της ταινίας, αλλά έχουμε δει και ακούσει τον κατά τ’ άλλα απολαυστικό ηθοποιό πολλές φορές σε αυτό τον ρόλο. Θέλουν να επαναφέρουν αυτό που αριστοτεχνικά σε δραματικό επίπεδο απέδωσε ο Τζέρεμι Άϊρονς, αλλά δεν γνωρίζουν τον τρόπο. Δε θα μιλήσουμε για την απουσία του αείμνηστου Τζέϊμς Έρλ Τζόουνς, κανείς δε θα μπορέσει να αντικαταστήσει το βάθος της φωνής του.
Τα τραγούδια των χαρακτήρων από την άλλη ακούγονται πανομοιότυπα μεταξύ τους και τίποτα καινούργιο δεν προσθέτουν στο ήδη τέλειο θέμα της αυθεντικής ταινίας. Θα έλεγε κανείς ότι η προσθήκη τους κρίνεται επιτηδευμένη και οι σεκάνς δουλεύουν και χωρίς αυτά.
Καταλυτικός Επίλογος:
Οι αρμόδιοι για αυτή τη ταινία γνωρίζουν και υπολογίζουν τις κινήσεις τους. Βλέποντας πως οι νέοι χαρακτήρες αποτελούν ρίσκο, επιλέγουν να αναδείξουν ιστορίες, όχι πρωτότυπες, ούτε φρέσκιες και σε μεγάλο βαθμό κατώτερες των υπαρχουσών, αλλά με πρωταγωνιστές πολυαγαπημένους χαρακτήρες. Όλα αυτά τα χρόνια, ο αντίστοιχος του Μουφάσα δεν είχε εξεταστεί. Ήταν η πατρική φιγούρα του πρωταγωνιστή, ο ηθικός του μοχλός. Σε αυτή την ταινία δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσει το κοινό την ιστορία του. Μα, δεν χρειάζεται, δεν υπάρχει λόγος για κάτι τέτοιο! Ο χαρακτήρας του είναι αυτός που είναι και κανείς δεν αναρωτήθηκε για «το παρελθόν του, το βασανιστικό». Με αυτή την ιστορία, ο χαρακτήρας του Μουφάσα πέφτει, δεν εξυψώνεται, καθώς καλύπτεται ατυχώς το κενό του μυστηρίου του. Δεν έχει να προσφέρει κάτι καινούργιο στο σύμπαν των «Λιονταριών», αλλά ούτε στον «Κύκλο Της Ζωής».
Θα έβαζα με αδιάφορο εκνευρισμό ένα 4,5/10 για την κατεύθυνση δίχως νόημα.
Διάρκεια: 1 ώρα και 58 λεπτά
Είδος: Περιπέτεια
Σκηνοθεσία: Μπάρι Τζέκινς
Πρωταγωνιστές: Άαρον Πιέρ, Κέλβιν Χάρισον Τζούνιορ, ΜάντςΜίκελσεν