Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Ίσως μία από τις πολυδιαφημιζόμενες ταινίες των τελευταίων ετών είναι η «Φόνισσα», η οποία αποτελεί την απόπειρα της Εύας Νάθενανα φέρει στη μεγάλη οθόνη ένα εμβληματικό έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Η ταινία ήδη σκίζει, οδεύοντας στο να κατακτήσει μία θέση στις πιο προβεβλημένες ελληνικές ταινίες. Μία τέτοια εξέλιξη αποτελεί αδιαμφισβήτητα μία νίκη του ελληνικού κινηματογράφου, ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει αναλωθεί σε ανούσιες και φτηνιάρικες παραγωγές με ευτελή θεάματα.
Ξεκινώντας από τα θετικά (+) στοιχεία της ταινίας, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την εξαιρετική ερμηνεία της σπουδαίας ηθοποιού Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. Η ίδια δεν χρειάζεται συστάσεις, καθώς αποτελεί μία από τις σημαντικότερες ηθοποιούς -ίσως η κορυφαία αυτήν την στιγμή- στην Ελλάδα. Η ερμηνεία της αποτελεί μία πραγματικά δουλεμένη δουλειά, η οποία δεν μένει στην αναπαράσταση της τραγικότητας της ηρωίδας, αλλά αντίθετα ενισχύει μία συνολική καταγραφή του χαρακτήρα της. Είναι χαρακτηριστικό πως από όλους τους άλλους ήρωες της ταινίας, ο ρόλος της Φραγκογιαννούς μοιάζει ο πιο ψυχογραφημένος, με τη δυναμική ερμηνεία να βάζει ισχυρές βάσεις σε αυτόν τον στόχο. Μετρημένη απόδοση με μία ποικιλία εκφράσεων, χωρίς υπερβολές και ακρότητες.
Ένα εξίσου από τα καλύτερα χαρακτηριστικά αποτελεί αδιαμφισβήτητα η φωτογραφία του Παναγιώτη Βασιλάκη. Τα φυσικά τοπία που χρησιμοποιήθηκαν (Μάνη, Κρήτη, Σκιάθος) αναδείχθηκαν με τον καλύτερο τρόπο, δημιουργώντας μία ατμόσφαιρα που ακροβατούσε σε δυστοπία και θρίλερ. Αυτό ενέτεινε στην πλοκή, αποτελώντας έναν ακρογωνιαίο λίθο στην ένταση της δραματικότητας του κειμένου.
Αναφορικά με την σκηνοθεσία της Εύας Νάθενα και παρά τις πολλαπλές παρατηρήσεις που έχουμε να κάνουμε παρακάτω, κατάφερε να αναδείξει τη διαχρονικότητα του κειμένου του Παπαδιαμάντη. Μέσα από τις επιμέρους αυτοτελείς ιστορίες αναδείχθηκαν αρκετές μορφές της έμφυλης βίας, τονίζοντας πως τα φαινόμενα αυτά υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν σε κάθε κοινωνία όσο εξελιγμένη και αν «βαφτίζεται» από την εκάστοτε εποχή.
Αντίστοιχα το σενάριο της Κατερίνας Μπέη σεβάστηκε το πρωτότυπο κείμενο στο μέτρο που ακολουθήθηκε η λακωνικότητα των παπαδιαμαντικών διαλόγων, προσπαθώντας να φωτίσει τον συναισθηματικό κόσμο της Φραγκογιαννούς και να αναδείξει τα κίνητρα των πράξεών της.
Ως προς τους λοιπούς πρωταγωνιστές, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσαν δύο πρόσωπα. Πρώτον, η Μαρία Πρωτόπαππα, η οποία μέσω ενός έξυπνου σκηνοθετικού ευρήματος εμφανιζόταν στην μνήμη της πρωταγωνίστριας, αλληλεπιδρώντας μεταφυσικά σε κομβικά σημεία της πλοκής. Η άξια ηθοποιός κατάφερε να δώσει ένταση στις στιγμές, συμβάλλοντας στη μυστηριακή ατμόσφαιρα της σκηνοθεσίας. Δεύτερον, η Πηνελόπη Τσιλίκα, η οποία αποτέλεσε μία εκ των κορών της Φραγκογιαννούς. Η νεαρή πρωταγωνίστρια κατάφερε να δώσει έναν πιο συναισθηματικό τόνο στην πλοκή, προσπαθώντας να διερευνήσει τη συμπεριφορά της μητέρας της και τα κίνητρα που την οδήγησαν στις πράξεις της.
Ως προς τα αρνητικά (-) στοιχεία της ταινίας αρχικά θα εντάσσαμε την αδυναμία μίας ξεκάθαρης σκηνοθετικής στόχευσης. Εξαιρώντας την Φραγκογιαννού, που ιδίως οι ατομικές της σκηνές ήταν εξαιρετικά δουλεμένες, όλη η υπόλοιπη πλοκή φάνηκε να δημιουργεί ερωτηματικά. Οι περισσότεροι χαρακτήρες του χωριού φάνηκαν σαν καρικατούρες, που δεν αναπτύχθηκαν, αλλά απλώς υποβοήθησαν στο να προβληθεί η κεντρική ηρωίδα. Όλοι οι άνδρες του χωριού παρουσιάστηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: σαν μέθυσοι κακοποιητές, που δεν έκαναν τίποτα άλλο στη ζωή τους, με τους ηθοποιούς να περιφέρονταν στις σκηνές τραυλίζοντας και παραπατώντας. Από την άλλη όλες οι γυναίκες μαυροφορεμένες φάνηκαν σαν να έχουν μία ζωή κοπιαρισμένη, ώστε στο πρόσωπο της μίας να έβλεπες την άλλη. Οι επιμέρους ιστορίες δεν αναπτύχθηκαν, αλλά αντίθετα ξεπετάχτηκαν για να προβληθεί η αντίδραση της ηρωίδας. Πέραν τούτου η ταινία χτίζει σταδιακά στο πρώτο της μισό για να παρουσιάσει κάτι έντονο παρακάτω, αλλά τελικώς καταφέρνει να δημιουργήσει ένα φλατ περιεχόμενο, στο οποίο οι φόνοι της ηρωίδας δεν συγκινούν, αλλά μοιάζουν σαν αναμενόμενες στιγμές της πλοκής. Το βασικότερο πρόβλημα νομίζουμε πως ήταν η πορεία της ταινίας. Συγκεκριμένα, ξεκίνησε σαν ένα δυστοπικό θρίλερ, εξελίχθηκε σε μία αρχαιοελληνική τραγωδία για να καταλήξει σε ένα ψυχολογικό δράμα με λαογραφικές συνιστώσες. Δεν γίνεται να χωρέσουν τόσα είδη σε μία ταινία 1,5 ώρας.
Οι ίδιες παρατηρήσεις χωρούν και στο σενάριο, το οποίο μετά από ένα σημείο κούρασε με τη μονοτονία των διαλόγων και τη συνεχή επανάληψη. Φάνηκε σαν να προσπαθεί να δώσει τα νοήματα με το ζόρι στον θεατή, υποπίπτοντας όμως σε ένα σφάλμα. Ενώ -σωστά- έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στα σημεία της ενδοοικογενειακής βίας, ξεπέταξε το θέμα με την υποχρέωση παροχής προίκας και την οικονομική δυσκολία που είχαν οι οικογένειες με αρκετές κόρες στο να ανταπεξέλθουν. Φτάνοντας, όμως, στο τέλος η ταινία κλείνει αποδίδοντας επιδερμικά (στους τίτλους τέλους) όλο το πρόβλημα της γυναικείας θνησιμότητας στο κομμάτι της προίκας. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που δεν δόθηκε καθόλου βαρύτητα στο παρελθόν της ηρωίδας, με την σχέση με τη μητέρα της να αγγίζεται επιδερμικά χωρίς να εισχωρεί στις δικά της οικογενειακά βιώματα. Πέραν από το επιτυχές σκηνοθετικό εύρημα της μεταφυσικής αλληλεπίδρασης τους δεν αξιοποιείται αλλιώς.
Εκτός αυτών, οι ερμηνείες των λοιπών συμμετεχόντων ηθοποιών μοιάζουν κάπως παράταιρες, με την σκηνοθεσία να τους παγιδεύει σε μία απλώς μηχανιστική αποτύπωση. Δεν είναι τυχαίο πως πλην των παραπάνω αναφορών δεν σου μένει κάποια άλλη ερμηνεία στο μυαλό, φεύγοντας από την αίθουσα.
Συνολικά (=), θα λέγαμε πως η «Φόνισσα» αδιαμφισβήτητα αποτελεί μία ικανή προσπάθεια μεταφοράς στη μεγάλη οθόνη ενός σημαντικού έργου της ελληνικής λογοτεχνίας. Δυστυχώς, όμως, η ταινία έμοιαζε να είναι απόλυτα προσανατολισμένη στο να φωτίσει την κεντρική ηρωίδα, προσφέροντας όμως σκοτάδι στα υπόλοιπα μέρη της ιστορίας. Η αδύναμη σκηνοθεσία και το αφαιρετικό σενάριο αποτελούν τους δύο βασικούς πυλώνες αυτής της κατεύθυνσης. Σε κάθε περίπτωση, όμως, είναι μία σημαντική ελληνική προσπάθεια που τονώνει έμπρακτα τον ελληνικό κινηματογράφο.
Βαθμολογία:
6,3/10