Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η παράσταση «Το Τραγούδι της Φλέρυς» που ανέβηκε στο θέατρο «Φαργκάνη» είναι μια αναφορά στη ζωή και την καλλιτεχνική πορεία της Φλέρυς Νταντωνάκη, μιας θρυλικής φωνής της ελληνικής μουσικής σκηνής. Μέσα από τη δραματοποιημένη αφήγηση, το κοινό ταξιδεύει στη ζωή της, ανακαλύπτοντας την ευαισθησία, τη μοναχικότητα, αλλά και το πάθος της για τη μουσική σε ένα ενδιαφέροντα μονόλογο. Η ηρωίδα της παράστασης είναι μια γυναίκα που αγωνίζεται με τις εσωτερικές της συγκρούσεις, ενώ την ίδια στιγμή βρίσκει καταφύγιο και δύναμη μέσα από τα τραγούδια της. Αυτή η ψυχολογική ένταση καθορίζει τον τόνο της παράστασης.
Εκκινώντας από τα θετικά (+) σημεία της παράστασης, θα λέγαμε πως η σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη είναι σίγουρα το πιο δυνατό στοιχείο της. Με έξυπνες, συμβολικές επιλογές και αρμονική αλληλεπίδραση με το σκηνικό, καταφέρνει να δημιουργήσει μια υποβλητική ατμόσφαιρα που πλαισιώνει την αφήγηση.O μονόλογος είναι δύσκολο είδος, όμως φαίνεται εδώ ο σκηνοθέτης να αξιοποιεί μεθοδικά όλα τα δυνατά σκηνοθετικά ευρήματα για να δημιουργήσει ενδιαφέρον, προσδοκία και αναμονή, διαβαθμίζοντας σταδιακά την ένταση.
Το σκηνικό της Άσης Δημητρολοπούλου, σε μία αποτύπωση του σπιτιού της ηρωίδας, είναι απλό, αλλά ταυτόχρονα πολυδιάστατο, προσφέροντας αφορμές για δημιουργική κίνηση και δράση πάνω στη σκηνή. Αξιοποιείται στο έπακρο, προσδίδοντας βάθος στην αλληλεπίδραση του χώρου με την ηρωίδα και τους άλλους χαρακτήρες που εμφανίζονται νοητά, μέσα από τις αναμνήσεις της.
Οι φωτισμοί του Άγγελου Παπαδόπουλου, εξίσου απλοϊκοί, κατάφεραν να δώσουν παλμό και ένταση, συνοδεύοντας την ηρωίδα στα μονοπάτια της με επιτυχή τρόπο.
Η μουσική, φυσικά, είναι βασικό στοιχείο της παράστασης, καθώς αντιπροσωπεύει τον πυρήνα της καλλιτεχνικής έκφρασης της Νταντωνάκη. Τα τραγούδια της, που καθορίζουν την πορεία της, εντάσσονται με φυσικό τρόπο στην αφήγηση και καταφέρνουν να προσθέσουν συγκινησιακό βάρος σε αρκετές σκηνές. Ο Αντώνης Παπακωνσταντίνου στο πιάνο λειτουργεί σαν ένας αθέατος ήρωας που συγχρονίζεται απόλυτα με την πρωταγωνίστρια σε έναν εσωτερικό μουσικό διάλογο.
Η ερμηνεία της πρωταγωνίστριας Ελένης Κοκκίδου, κατάφερε να μεταδώσει συναίσθημα και να εντυπωσιάσει. Η ίδια κατάφερε να χρωματίσει τα σημεία του κειμένου, να αποτυπώσει τη ζωή της ηρωίδας και να αποφύγει υπερβολές και πρόσκαιρους εντυπωσιασμούς του θεατή. Ισορρόπησε επιτυχημένα και μεθοδικά.
Στα αρνητικά (-) σημεία, όσο εντυπωσιακή όμως είναι η σκηνοθεσία, τόσο το κείμενο του Δημήτρη Οικονόμου φαίνεται να υστερεί. Συγκεκριμένα, αν και επιχειρεί να αγγίξει τα πιο προσωπικά σημεία της ζωής της Νταντωνάκη, αδυνατεί να κρατήσει συνεκτική γραμμή. Υπάρχουν στιγμές που η σύνδεση μεταξύ των σκηνών μοιάζει αδύναμη, με αποτέλεσμα η συνοχή της παράστασης να διαταράσσεται. Οι αναφορές, παρότι σε κάποιες στιγμές είναι συγκινητικές, σε άλλες χάνουν την απαραίτητη ένταση, ενώ συχνά δημιουργείται η αίσθηση ότι οι σκηνές δεν εξυπηρετούν πλήρως την εξέλιξη της ιστορίας.
Τα αδύναμα σημεία του κειμένου εντείνονται από την έλλειψη σφιχτής δραματουργίας. Αν και η πρόθεση της παράστασης να φωτίσει την ανθρώπινη πλευρά της Φλέρυς είναι σαφής, το κείμενο αδυνατεί να εξισορροπήσει το ψυχολογικό βάρος με την εξέλιξη της δράσης. Οι θεατές παρακολουθούν σκηνές που αν και συναισθηματικά φορτισμένες, δεν καταφέρνουν να δέσουν σε μια συνεκτική, κλιμακωτή αφήγηση, αφήνοντας την αίσθηση ενός αποσπασματικού έργου.
Πέραν αυτού, η Ελένη Κοκκίδου, παρότι φέρνει στο φως την εύθραυστη φύση της Φλέρυς Νταντωνάκη, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα σε επίπεδο εκτέλεσης. Σε αρκετές στιγμές φαίνεται να χάνει τα λόγια της, γεγονός που οδηγεί σε αμηχανία και αποδυναμώνει τη δραματική ένταση.
Σε τελική ανάλυση, η παράσταση «Το Τραγούδι της Φλέρυς» αφήνει ανάμεικτες εντυπώσεις. Η σκηνοθεσία και το σκηνικό προσφέρουν μια αισθητικά άρτια εμπειρία, ενώ η μουσική αναβιώνει τη μαγεία της ΦλέρυςΝταντωνάκη. Ωστόσο, το κείμενο δεν καταφέρνει να στηρίξει την παράσταση στο επίπεδο που της αρμόζει. Οι αδυναμίες στη συνοχή και την εκτέλεση δημιουργούν ένα αποτέλεσμα που, παρότι ενδιαφέρον από σκηνοθετικής άποψης, δεν καταφέρνει να συγκινήσει σε βάθος.
Βαθμολογία: 6,1/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ, ΕΔΩ
Ελένη Κοκκίδου: «Λειτουργώ όπως ο ιερέας στην εκκλησία ερμηνεύοντας τη Φλέρυ Νταντωνάκη» | Interview