.
Οι «τηλεκριτικές» που εγκαινίασε η Κουλτουρόσουπα, ένεκα ανυπαρξίας κάθε θεατρικής δραστηριότητας λόγω πανδημίας, σαφώς και δεν αποτελούν «φυσιολογικές» κριτικές (πως θα γινόταν άλλωστε καθώς το θέατρο αποτελεί ένα ζωντανό πυρήνα αλληλεπίδρασης), αλλά μια διαφορετική θεατρική οπτική. Με αυτά τα κριτήρια κρίνουμε και τις παραστάσεις που παρακολουθούμε από τον καναπέ όσο #Μένουμε_σπίτι
“Κ”
.
Το «Γλέντι στον καιρό της πανούκλας» αποτελεί μία παράσταση της ομάδας «Πυρ», η οποία παρουσιάζει μία ομάδα ανθρώπων σε μία εντελώς αφανισμένη πόλη από την πανούκλα να προσπαθούν να στήσουν ένα γλέντι για να ξορκίσουν τον θάνατο.
Αρχικά, η παράσταση παρουσιάζει ορισμένα θετικά στοιχεία. Όσον αφορά στο κείμενο, η παράσταση αποτελεί μεταφορά του ομώνυμου έργου του Ρώσου ποιητή Αλεξάντρ Πούσκιν σε μετάφραση του Λεωνίδα Καρατζά. Αν θέλαμε κάπως να χαρακτηρίσουμε το κείμενο θα λέγαμε, πως πρόκειται για μία μικρή τραγωδία, η οποία περιγράφει με έντονο τρόπο την αντίθεση ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο, αλλά και πως ένας άνθρωπος μετά από μία μεγάλη καταστροφή καταφέρνει να χτίσει από το μηδέν τη ζωή του και να νικήσει το θάνατο και την παρακμή, που αυτός επιφέρει. Το άκρως αυτό επίκαιρο κείμενο από άποψη περιεχομένου κινείται σε καθαρά ποιητικά πλαίσια με την γλώσσα του σε πολλά σημεία να είναι κοφτή με την παράλληλη υπερίσχυση πολλών παύσεων ανάμεσα στα μέρη του κειμένου. Είναι χαρακτηριστικό, πως το κείμενο μεταφέρθηκε αυτούσιο σε μία προσπάθεια να διατηρηθεί η δυναμικότητά του πρωτότυπου και να μην νοθευτεί από κάποια πιο ιδιόμορφη διασκευή. Το χαρακτηριστικό αυτό παρά την θετική ως προς τις προθέσεις επιλογή τελικώς δεν φάνηκε να ευνοεί την παράσταση, για το οποίο όμως θα γίνει σχετική αναφορά παρακάτω.
Η σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη είχε διττά στοιχεία. Ως προς τα θετικά (+) της χαρακτηριστικά αξίζει να σημειώσουμε, πως ιδιαίτερη εντύπωση από άποψηατμοσφαιρικότητας προκάλεσαν οι εξής σκηνές: η εναρκτήρια σκηνή εισόδου των ηρώων και η σκηνή, που οι ίδιοι παρακολουθούν έξω από τα παράθυρα την περισυλλογή των πτωμάτων. Οι σκηνές αυτές έχουν μεστή δραματικότητα, χωρίς υπερβολές και φαμφάρες, και καταφέρνουν να καλύψουν ορισμένες ερμηνευτικές ελλείψεις της πλοκής.
Τέλος, η σκηνική διαμόρφωσητης Άννας Φιοντόροβα ήταν ένα εξίσου πετυχημένο και ιδιαίτερα φροντισμένο στοιχείο της παράστασης. Συγκεκριμένα, ο μεγάλος χώρος της σκηνής δημιουργούσε ένα απλωμένο σκηνικό με άνετη αποτύπωση των κινήσεων των ηρώων. Παράλληλα, η τοποθέτηση φελιζόλ με κόκκινο χρώμα στο πάτωμα φάνηκε να παραπέμπει στο αίμα των ανθρώπων, που χάθηκαν, στην θλίψη, που γέμισε τις ψυχές των ηρώων, αλλά και στην επανάσταση, που οι ίδιοι κηρύσσουν έναντι του θανάτου. Ακόμη, τα παράθυρα χωρίς τζάμια από τα οποία οι ήρωες παρατηρούσαν τον έξω κατεστραμμένο κόσμο συνέβαλε καίρια στον συμβολισμό του κειμένου.
Από την παράσταση, όμως, δεν έλειψαν τα αρνητικά (–), τα οποία δυστυχώς επισκίασαν το κείμενο και απέρρεαν κυρίως από την αδυναμία μίας επιτυχούς προσέγγισής αυτού. Συγκεκριμένα, το δυσπρόσιτο κείμενο με έντονα τα ποιητικά στοιχεία θα έπρεπε να οδηγήσει την παράσταση στον δρόμο της αποσαφήνισης του και της φιλτραρισμένης παρουσίασης στους θεατές μέσα από μία πιο προσιτή αποτύπωση. Αντίθετα, οι αέναες παύσεις, η μη ευκρινής εισαγωγή στο θέμα, καθώς και η μη εκτενής ανάλυση των ηρώων και της ψυχοσύνθεσής τους μέσα από το κεντρικό θέμα του τρόπου διαχείρισης της απώλειας, οδήγησε στην δημιουργία επίπλαστων χαρακτήρων, χωρίς ιδιαίτερη εμβάθυνση. Το γεγονός αυτό προκαλεί στους θεατές απορία και μία διαρκή προσμονή για την πορεία των ηρώων, οι οποίες μέχρι το τέλος ούτε λύνονται, ούτε εκπληρώνονται αντίστοιχα.
Αρνητικό ρόλο διαδραματίζει και η τραχύτητα της σκηνοθεσίας σε ορισμένες σκηνές, οι οποίες γεμάτες άκρατη και ανούσια υπερβολή, όπως η σκηνή, που οι ήρωες χορεύουν και τραγουδούν με τρόπο, που δεν δημιουργεί συγκίνηση ή αισιοδοξία, ή με μη ρεαλιστικά δραματικά ξεσπάσματα (με εξαίρεση την τελική σκηνή με τον Ξάφη, που κινείται σε ικανοποιητικούς ρυθμούς), δημιουργούν ένα μικτό αποτέλεσμα, που δεν έχει σαφή κατεύθυνση. Δεν είναι άλλωστε αμελητέα και μία ακόμα σκηνοθετική αδυναμία, που παρατηρείται, με τους ήρωες να μην αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, αλλά να παραμένουν αμέτοχοι και στατικοί σε στιγμές μονολόγων των συμπρωταγωνιστών τους. Η επιλογή αυτή φάνηκε να μην δίνει στην παράσταση την απαραίτητη συνεκτικότητα, που χρειαζόταν, ώστε να μην υπάρχει κοινή ροή, αλλά μία ατελής συρραφή των τεσσάρων ηρώων μεταξύ τους. Η κοινή συνισταμένη των παθών τους (η απώλεια και η μάχη τους να κρατηθούν με αισιοδοξία στη ζωή) δίνει τη θέση της στην αυτοτέλεια του καθενός.
Ακόμη, η μουσική και φωτιστική διαμόρφωση δεν ενθουσίασε. Σε μία τόσο ελλειπτική από άποψη εύρους κειμένου και διαλόγων παράσταση αναμένει κανείς την κάλυψη των κενών από αυτά τα δύο κρίσιμα στοιχεία. Αντ’ αυτού η μουσική φάνηκε να επαναλαμβάνεται και παρά το μικρό της παράστασης μετά από κάποια σημεία ήταν μονότονη. Τα φώτα (με μία μικρή επιφύλαξη λόγω της μαγνητοσκοπημένης προβολής) κινήθηκαν σε ψυχρούς τόνος, χωρίς να αποτυπώνουν τις εσωτερικές εναλλαγές των ηρώων και τις συναισθηματικές απολήξεις τους.
Όσον αφορά τους πρωταγωνιστές στην πλειοψηφία τους δεν εξέπληξαν, αποτελώντας ένα σύνολο χωρίς ιδιαίτερη χημεία. Αναλυτικότερα, η Δέσποινα Κούρτη φάνηκε σε άλλες στιγμές να ισορροπεί ικανοποιητικά και σε άλλες να υιοθετεί υπερβολικά χαρακτηριστικά. Η Αμαλία Καβάλη πλην ορισμένων ωραίων υφολογικών σημείων είχε την λιγότερη αλληλεπίδραση (ίσως λόγω του μικρού του ρόλου της). Ο Γιώργος Παπαγεωργίου παρά την προσπάθεια φάνηκε να εγκλωβίζεται στον μονότονο ρόλο, που του ανατέθηκε. Ο ΔημήτρηςΑγαρτζίδης παρά την επιτυχή έναρξη με τον πρώτο ρόλο, φάνηκε να υπερβάλλει στον δεύτερο ρόλο λίγο πριν το φινάλε. Τέλος, ο Αργύρης Ξάφης είχε μία επιτυχή απόδοση σε ένα ρόλο, που χτιζόταν στην πορεία της παράστασης και που φάνηκε να έχει πιο πολλές πτυχές και αποχρώσεις σε σχέση με τους υπόλοιπους.
Συνολικά (=), θα λέγαμε, πως πρόκειται για μία παράσταση, όπου αδυνατεί να κάνει προσιτό το διαχρονικό κείμενο του Πούσκιν στους θεατές, με επιλογές, που δυστυχώς προκαλούν σύγχυση, με σημεία, που η περιττή υπερβολή είναι εμφανής και με ένα νόημα, που προκαλεί απορία, χωρίς να προσφέρει συγκίνηση ή έστω κάποια έκπληξη. Για να φανεί η διαχρονικότητα ενός κειμένου γραμμένου πριν από περίπου διακόσια χρόνια πρέπει να συνδεθεί έστω και συμβολικά με στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας, κάτι που εδώ δεν συνέβη.
Τηλε-Βαθμολογία:
4,9/10
.
.
Ιδού και η παράσταση
Φωτογραφικό υλικό