Ο παράξενος τίτλος «Τάο», μπορεί για κάποιους να παραπέμπει στη φιλοσοφία του ταοϊσμού με θρησκευτικές καταβολές αλλά μάλλον θολά χωρίς σαφή γνώση του περιεχομένου και πάντως ως τίτλος παράστασης ωθούσε οπωσδήποτε σε αναζήτηση του ενημερωτικού δελτίου τύπου… προκειμένου να πληροφορηθεί ο υποψήφιος θεατής τί σημαίνει η εν λόγω κινέζικη φιλοσοφία και πώς εμπλέκεται στο συγκεκριμένο έργο, όπου τα λακωνικά διατυπωμένα στοιχεία ελάχιστα τον διαφώτισαν, αντίθετα ενέτειναν την περιέργεια και το ενδιαφέρον του, οδηγώντας τον χωρίς δεύτερη σκέψη στο κατάμεστο θέατρο Αυλαία, ώστε να… διαλευκάνει δια ζώσης την παράσταση «Τάο» σε κείμενο του Γιώργου Καφετζόπουλου και σκηνοθεσία της Δανάης Σπηλιώτη…
Όπου ο πατέρας Ανδρέας Καραμούτσος, ένας διαβόητος νονός της νύχτας με βαρύτατο ποινικό μητρώο φορτωμένο με εμπόριο ναρκωτικών, προστασίες σε μαγαζιά, μαστροπείες κλπ. έχει μόλις αποφυλακιστεί μετά από 9 χρόνια στη στενή και αποφασισμένος πλέον να τα παρατήσει λόγω ηλικίας και κούρασης, αντιμετωπίζει την οργισμένη και συνάμα αλλοπρόσαλλη αντίδραση του νεαρού γιού του που επιθυμεί διακαώς να πάρει την ηγετική του θέση στην πιάτσα της παρανομίας, αλλά δεν τα καταφέρνει… Οι πρώην συνεργάτες του πατέρα του δεν εμπιστεύονται τις ικανότητές του για «μεγάλες δουλειές» και ένας από αυτούς, ο Ιωσήφ Μωυσίδης που διαπρέπει στη «νύχτα» χάρη στον «μέντορά» του, τους επισκέπτεται και ανάμεσα σε αφηγήσεις από τη δράση του, κοινές αναμνήσεις του παρελθόντος, κατάθεση θαυμασμού για το πρότυπό του, τελικά η μία ρήξη διαδέχεται την άλλη μέχρι να επέλθει το μοιραίο και να δικαιωθεί η φιλοσοφία του «τάο» στην οποία μυήθηκε ο πατέρας διαβάζοντας μέσα στη φυλακή, ενώ οι άλλοι δύο χλεύαζαν χωρίς να την καταλαβαίνουν…
Μια αυθεντική, ευφυής κωμωδία (+) γραμμένη από τον Γιώργο Καφετζόπουλο και βασισμένη σε μια ιδιαιτερότητα που ενώ αρχικά μοιάζει ενοχλητική και τραβηγμένη, στη συνέχεια αποδεικνύεται όχι μόνο επιβεβλημένη και απολαυστική, αλλά συνάμα καθοριστική για την κατάληξη: ότι πρόκειται από την αρχή μέχρι το τέλος για ένα ακατάσχετο παραλήρημα… βωμολοχίας με όλων των ειδών τις βρισιές να εκτοξεύονται κατά ριπάς! Ωστόσο πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεται ο θεατής ότι για τους χαρακτήρες του έργου, ήτοι ανθρώπους της νύχτας και της παρανομίας ήταν η μόνη επιβεβλημένη γλώσσα ώστε να καθίσταται πειστική- ρεαλιστική και επιπλέον η μοιραία ανατροπή του φινάλε βασίζεται ακριβώς πάνω σε αυτό το λεκτικό εύρημα όταν ξεφεύγει απρόβλεπτα… που σημαίνει ότι η ακραία επιλογή, αφενός απελευθέρωσε την κωμωδία ως όφειλε από «ορθοπολιτικές» αγκυλώσεις εκπέμποντας αυθεντικότητα και προσφέροντας πολλές στιγμές πηγαίου γέλιου με τις χύμα ατάκες και αφετέρου οδήγησε ως ευφυές κομβικό εύρημα σε ανατρεπτικό στόχο…
Παράλληλα διακρίναμε μια μορφή αλληγορίας με τον ύποπτο κόσμο της νύχτας να παραπέμπει γενικότερα στη σύγχρονη, σκοτεινή, διεφθαρμένη κοινωνία των λογής λαμόγιων, ενώ το πρωταρχικό εύρημα του «τάο» που πρεσβεύει «μην προσπαθείς και μην εκβιάζεις τίποτα, ό,τι είναι να συμβεί θα έρθει να σε βρει μόνο του», έδεσε εξαιρετικά και αληθοφανώς μέσα στην πλοκή, καθορίζοντας την έκβαση… Βρήκαμε άρτια δομημένους στην κωμική υπερβολή τους τρεις χαρακτήρες, που παρότι οι «τσιτωμένοι» γιος και συνεργάτης σε αντίθεση με τον «ζεν» πατέρα, ενίοτε αγγίζουν την απολαυστική καρικατούρα, εντούτοις δεν χάνουν τη ρεαλιστική τους ταυτότητα, συχνά αναγνωρίσιμη στις δεδομένες συνθήκες, ενώ σε σημεία οι «υβριστικοί» διάλογοι γίνονται έως και ξεκαρδιστικοίχωρίς να εκπίπτουν σε χυδαιότητα λόγω του αυθεντικού υπόβαθρου… Όσο για τις τελικές απανωτές ανατροπές, απλά δικαίωσαν τον ουσιαστικό λόγο για τον οποίο γράφηκε η συγκριμένη ευφυής κωμωδία…
Σε σκηνοθετικό επίπεδο η Δανάη Σπηλιώτη εστίασε αποκλειστικά στην καθοδήγηση των ερμηνειών με αξιοθαύμαστα ομολογουμένως αποτελέσματακαι οι τρεις επί σκηνής χωρίς καμιά σκηνική βοήθεια, σήκωσαν όλο το βάρος της θεατρικότητας, κάνοντας να ξεχάσουμε τις ελλείψεις … Καθώς μας παρέσυραν με το καταιγιστικό παραλήρημα, τις εκρήξεις, τις μεταπτώσεις, τη διαρκή κινητικότητα, την έντονη αλληλεπίδραση, την αυθεντικότητα των διαλόγων, τα έξυπνα ερμηνευτικά «ευρήματα», την κλιμάκωση της πλοκής, χαρίζοντας αβίαστο, πολύτιμο γέλιο από μια σκοτεινή συνθήκη «εγκληματικής καριέρας» που αποδομήθηκε περίτεχνα και απολαυστικά… Μια σκηνοθεσία εντελώς απέριττη σε λιτό σκηνικό ενός μίνιμαλ σαλονιού, αλλά μεστή και ουσιαστική που ανέδειξε στο έπακρο την κωμικότητα, την ιδιαιτερότητα και συνέπεια των χαρακτήρων, το πνεύμα του έργου, οδηγούμενη στην μοιραία κορύφωση με τρόπο θεαματικό και εν τέλει ατμοσφαιρικό που συμπύκνωσε όλη την ουσία…
Και ερχόμαστε στις ερμηνείες των τριών ηθοποιών στους οποίους οφείλουμε την ευφορία που εισπράξαμε, θαυμάζοντας τις άψογες επιδόσεις τους…. Ξεκινώντας από τον Αντώνη Καφετζόπουλο, τον «ζεν» της παρέας με την φιλοσοφημένη ηρεμία μέσα στον χαμό παρά τα ελάχιστα ξεσπάσματα, θα πούμε ότι πιο ιδανικό για τον συγκεκριμένο ρόλο που ταίριαζε γάντι πάνω του, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε… Σοφά αποστασιοποιημένος ως χαλαρός «γκουρού- παρατηρητής», με δηκτικό κι ενίοτε κυνικό χιούμορ, με καίριες παρεμβάσεις, ρεαλισμό, φυσικότητα, αυτοπεποίθηση, δωρικότητα, επιβεβαίωσε την καταξιωμένη προσωπική του σφραγίδα…
Ο γιος του (στη ζωή και στο έργο) Γιώργος Καφετζόπουλος, σε έναν ρόλο- ποταμό με ακατάσχετη λογοδιάρροια και φυσικά… βρισίδι, υπήρξε μια αποκάλυψη για τις υποκριτικές του ικανότητες και το πληθωρικό ταπεραμέντο, πείθοντας απόλυτα για τον ατίθασο, εκρηκτικό, αλλοπρόσαλλο, ματαιόδοξο, απερίσκεπτο χαρακτήρα που υποδυόταν, δένοντας με υπέροχη χημεία με τον πατέρα, όπως ήταν αναμενόμενο…
Όσο για τον Θοδωρή Σκυφτούλη, που με τα εντυπωσιακά ερμηνευτικά του «ζογκλερικά» κυριολεκτικά κέντησε τον ρόλο αφήνοντάς μας σε στιγμές με το στόμα ανοιχτό, τί να πούμε… Η απίστευτη χειμαρρώδης ταχυλογία ως απολαυστικό «εφέ», η επιτηδευμένη μαγκιά με έμφαση στις λεπτομέρειες, η μελετημένη κινησιολογία, οι απίθανες εκφράσεις στον λόγο και το σώμα, η ετοιμότητα ανά πάσα στιγμή «ψυχή τε και σώματι» μέσα στον ρόλο, το εκρηκτικό πηγαίο χιούμορ, απογείωσαν την κωμικότητα και βεβαίως τον θαυμασμό για έναν σπουδαίο πολυμορφικό ηθοποιό…
Τα μόνα προβληματικά σημεία (-) που εντοπίσαμε αφορούν καταρχάς στην φλυαρία του κειμένου με την έννοια του πλατειασμού, καθώς αναλώθηκε σε αρκετές επαναλήψεις των ίδιων μοτίβων που ξεχείλωσαν τη διάρκεια χωρίς να προσθέτουν κάτι καινούργιο και ειδικότερα προς το φινάλε αποδυνάμωσαν την κορύφωση, καθώς τουλάχιστον σε τρία σημεία έμοιαζε να τελειώνει η παράσταση και ξανάρχιζε… Στο σκηνοθετικό κομμάτι και παρά τις εξαιρετικές ερμηνείες, είναι αλήθεια ότι θα εκτιμούσαμε περισσότερη σκοτεινή ατμόσφαιρα με συμβολή φωτισμών, ήχων ή μουσικής και περισσότερη έμπνευση- φαντασία στο πρόχειρο, συμβατικό σκηνικό περιβάλλον που δεν διέθετε καμία ταυτότητα και μάλιστα ανάλογη των συνθήκων…
Συνοψίζοντας (=) καταλήγουμε ότι δεν μένεις επουδενί σε λεπτομέρειες όταν έχεις απολαύσει συνολικά ένα ευφυές, πρωτότυπο, ευρηματικό έργο με αξιοθαύμαστες ερμηνείες και επιπλέον της… ακριβοθώρητης κατηγορίας «κωμωδία» στα καλύτερά της!
Βαθμολογία:
7,3/10
ΠΛΗΡΟΦΟΡΊΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΕΔΩ