Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα

Facebook – Instagram
Όταν το 1957 ο Ιάκωβος Καμπανέλλης παρέδιδε την Αυλή των Θαυμάτων στον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης δε φανταζόταν ποτέ πως 65 χρόνια μετά το έργο του θα γινόταν μιούζικαλ. Και θα μου πείτε «που είναι το κακό;». Όταν κάτι κλασικό προσεγγίζεται με σεβασμό και η όποια διασκευή έχει κάτι καινούριο να προσφέρει στο κοινό τότε πουθενά. Δεν μιλάμε όμως για μια τέτοια περίπτωση. Η παράσταση που παρακολουθήσαμε στο Μέγαρο Μουσικής πρόσφερε απλόχερα στους θεατές ανία.
Η αυλή των θαυμάτων ανήκει στα πιο σπουδαία μεταπολεμικά έργα της ελληνικής δραματουργίας. Τέλη της δεκαετίας του 1950. Σε μια αυλή, σε μια λαϊκή γειτονιά της Αθήνας, διασταυρώνονται οι ζωές ετερόκλητων ανθρώπων που όμως βιώνουν μια κοινή πραγματικότητα, αυτήν της φτώχιας, της αβεβαιότητας, της ματαίωσης των ονείρων κι ενός θαύματος που όλοι περιμένουν να συμβεί. Για κάποιον είναι η αμοιβαιότητα στον έρωτα, για κάποιον άλλον ένα ταξίδι στην Αυστραλία για έναν τρίτο να πιάσει την καλή παίζοντας στον Ιππόδρομο. Μέσα από τις ιστορίες των ανθρώπων αυτών γνωρίζουμε το χθες των Ελλήνων για να διαπιστώσουμε πως στο σήμερα ελάχιστα έχουν αλλάξει. Αυτός είναι κι ο λόγος που διαφωνώ κάθε φορά που ακούω ότι το έργο είναι παλιακό ή παρωχημένο. Πως δεν έχει φρεσκάδα και δεν είναι επίκαιρο. Ποιο είναι παρωχημένο; Η μετανάστευση για ένα καλύτερο αύριο; Εκατοντάδες, αν όχι χιλιάδες, νέοι άνθρωποι εγκατέλειψαν τα τελευταία χρόνια την Ελλάδα, καθώς η χώρα τους ελάχιστες ευκαιρίες τους προσφέρει. Η ανθρώπινη μοναξιά; Η ερωτική απογοήτευση; Οι συμβατικοί, βαλτωμένοι γάμοι; Η απιστία; Ο, τι πραγματεύεται ο Καμπανέλλης στο έργο αυτό έχει διαχρονικότητα.
«Η αυλή των θαυμάτων», μέσα από τα λόγια του ίδιου του Καμπανέλλη, «βασίζεται στην έλλειψη σταθερότητας και σιγουριάς, που χαρακτηρίζει τη ζωή του Έλληνα. Η αστάθεια αυτή, όσο γνώριμη σε όλους μας, αρχίζει από το αλλοπρόσαλλο κλίμα μας, τη “στρατηγική” γεωγραφική μας θέση, τη φτώχεια του τόπου μας, και τελειώνει στην ιδιωτική μας οικονομία. Όλα στην Ελλάδα ανεβοκατεβαίνουν πολύ εύκολα, κυλούν, φεύγουν, κι η συνηθισμένη λαχτάρα του Ρωμιού είναι να στεριώσει κάπου, να σιγουρέψει κάτι». Τι από όλα αυτά που λέει δεν είναι απόλυτα σημερινό;
Οπότε καλώς είναι από τα πιο πολυπαιγμένα ελληνικά κείμενα και θα συνεχίζει ν ανεβαίνει όσο θα έχει κάτι να πει στον θεατή.

Ας πάμε τώρα σ’ αυτό που είδαμε στο Μέγαρο. Με αφορμή τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο πολιτιστικός οργανισμός Λυκόφως σε συμπαραγωγή με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών διασκεύασε το έργο και το παρουσιάσει με τη μορφή μιούζικαλ σε δραματουργία της Μαρίσσας Τριανταφυλλίδου, πρωτότυπη μουσική του Στέφανου Κορκολή και σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη.
Θα ξεκινήσω από τα αρνητικά (-) με μια απορία πριν συνεχίσω με τη γενική θεώρηση του όλου εγχειρήματος. Γιατί στο μιούζικαλ για να δοθεί έμφαση στο μουσικό κομμάτι υποτιμάται πάντα η πρόζα; Σχεδόν «εξαφανίζεται» κάτω από το βάρος της προώθησης των τραγουδιών. Κι όταν πρόκειται για το «Mama mia» δε σε πολυνοιάζει κιόλας, αλλά εδώ υπάρχουν ολοκληρωμένοι χαρακτήρες, με βάθος, που παρουσιάστηκαν τόσο επιφανειακά που έγιναν αχνοί στη σκηνή για τους θεατές οι οποίοι δεν κατάφεραν να ταυτιστούν, να προβληματιστούν, να συγκινηθούν και γενικά να βιώσουν οποιοδήποτε συναίσθημα. Πλατεία, θεωρία και εξώστης ήταν παγωμένα με ένα αμήχανο κοινό, αδύναμο να συμμετάσχει στα πάθη των ηρώων.
Η διασκευή μετέφερε το έργο χρονικά στο σήμερα χωρίς όμως σαφήνεια, διότι το χρονικό πλαίσιο του έργου κάπως χάθηκε στη μετάφραση. Και αυτό γιατί δεν υπήρχε συνέπεια. Μια σημαία του ΠΑΣΟΚ ν΄ ανεμίζει σ’ ένα μπαλκόνι από τη μία, κοστούμια των ηρώων που ήταν ανάμεικτα από διάφορες δεκαετίες από την άλλη. Αναφορά σε μάρκες αυτοκινήτων δεκαετίας ΄90( Yaris)από τη μία, ατάκες του κειμένου που παρέπεμπαν στη δεκαετία του γράφτηκε το έργο, και δεν αφαιρέθηκαν, από την άλλη. Ένα χρονικό αλαλούμ. Εκτός και αν αυτός ήταν ο σκοπός. Να δείξει δηλαδή τη διαχρονικότητα των προσωπικών και κοινωνικών αδιεξόδων του Έλληνα. Το σίγουρο είναι ότι οι θεατές δεν κατανόησαν τον σκοπό της ασυνέπειας και το άχρονο πλαίσιο δράσης.

Προστέθηκαν χαρακτήρες που δεν υπάρχουν στο αρχικό κείμενο. Η Καίτη κι ο Λάσκος δεν πρόσθεσαν κάτι στο έργο, αντιθέτως αποδυνάμωσαν τους ήδη υπάρχοντες χαρακτήρες όπως αυτόν της Μαρίας και του Γιάννη αφού τους αφαιρέθηκαν ατάκες και πέρασαν σχεδόν απαρατήρητοι. Ο ρόλος δε της Καίτης πετούσε τσιτάτες ατάκες που διαβάζει κανείς στο Facebook κι ειλικρινά απορώ για τον λόγο.
Στη σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη οφείλει η παράσταση όλα τα αρνητικά της. Δεν ανέδειξε τους χαρακτήρες των ηρώων κι άφησε να του γλιστρήσουν μέσα από τα χέρια σκηνές σημαντικές. Αντικατέστησε σπουδαίους νοηματικά διαλόγους με τραγούδι, κάτι που «κατέβασε τη δυναμική τους». Ο ρυθμός είχε αστάθεια με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι λεγόμενες «κοιλιές». Μερικές σκηνές ήταν πραγματικά αψυχολόγητες όπως η τελευταία που έδωσε στην παράσταση ένα άβολο και αμήχανο φινάλε. Ως σκηνοθέτης επικεντρώθηκε στη δημιουργία υπερθεάματος κι αποδυνάμωσε την πρόζα. Με τον τρόπο όμως αυτό έχασε την ουσία.

Οι ερμηνείες κυμάνθηκαν, πλην εξαιρέσεων σε πολύ μέτρια επίπεδα. Αδύναμες και άχρωμες η Κατερίνα Παπουτσάκη στον ρόλο της Όλγας κι η Στεφανία Γουλιώτη ως Βούλα. Ξεπέταξαν κυριολεκτικά τις ηρωίδες τους. Δεν αμφισβητούνται βέβαια οι φωνητικές ικανότητες της Κατερίνας Παπουτσάκη. Ο Μάνος Βακούσης κι ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης ως Ιορδάνης και Μπάμπης αντίστοιχα είχαν καλές και κακές στιγμές. Θα μπορούσαν και καλύτερα. Ο Γιάννης του Αλέξανδρου Βάρθη είχε την πρέπουσα ευαισθησία αλλά μέχρι εκεί.
Ο Γιώργος Τσιαντούλας ως ματσό υδραυλικός Στράτος ήταν ωραία παρουσία χωρίς όμως να έχει τις σωστές εντάσεις στην ερμηνεία του. Τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, οι Μαρία Σαββίδου, Αργυρώ Ανανιάδου, Κρίς Ραντάνοφ, Χρήστος Τσούκας Χρήστος Ζαμπάτης, Μαρίζα Τσάρη η Ηλέκτρα Σαρρή και ο Γιώργος Ντάβος στάθηκαν επαρκείς γι’ αυτό που κλήθηκαν να κάνουν. Εδώ θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι όλοι οι ηθοποιοί ακολούθησαν, προφανώς, τη σκηνοθετική γραμμή, που ήθελε τους χαρακτήρες απαλλαγμένους από κάθε βάθος.
Οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού δεν ξέφυγαν από την πεπατημένη κι περιορίστηκαν στα βασικά.
Τέλος ένα τεράστιο πλην για τον απαράδεκτο ήχο. Δε νοείται σ’ ένα Μέγαρο Μουσικής που θα έπρεπε να έχει κρυστάλλινο ήχο, να χρειάζεται να διαβάσεις υπέρτιτλους για να παρακολουθήσεις τους διαλόγους. Εξαιρετικά κακή ακουστική.

Στα θετικά (+) θα αναφέρουμε την έναρξη. Το τραγούδι αρχής, ερμηνευμένο από το σύνολο του θιάσου ήταν πολύ όμορφο σε μουσική και στίχους. Πραγματικά μας προϊδέασε για κάτι άρτιο, κάτι βέβαια που γρήγορα διαψεύστηκε.
Μερικές σκηνές όπως αυτή του Μπάμπη και του Στέλιου πριν την αναχώρηση του πρώτου για την Αυστραλία, αλλά κι η αναμέτρηση Στέλιου- Στράτου ήταν μια όαση στην έρημο της βαρεμάρας καθώς είχαν ρυθμό, ένταση, ζωντάνια κι ήταν γεμάτες συναίσθημα. Όμως δυο σκηνές σε μια σχεδόν τρίωρη παράσταση είναι μια σταγόνα στον ωκεανό.
Η πρώτη αυτή προσπάθεια του Στέφανου Κορκολή σε μιούζικαλ στέφθηκε σίγουρα με επιτυχία. Πολλά και διαφορετικά μοτίβα αλλά και μουσικά ύφη που εκτελέστηκαν υπέροχα από την εννεαμελή ορχήστρα. Επιτυχημένοι οι στίχοι του Γεράσιμου Ευαγγελάτου, που ανταποκρίθηκε με άνεση σ’ αυτό που του ζητήθηκε. Ο σημερινός λόγος των στίχων συμπληρώνει την ποιητική διάθεση του Καμπανέλλη και κάνει πιο σύγχρονο το έργο. Σε ορισμένα βέβαια σημεία παραήταν περιγραφικός θυμίζοντας λίγο διαλόγους σε όπερα.

Το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου ήταν εντυπωσιακό και λειτουργικό, χωρίς να θυμίζει την κλασική αυλή. Αντί οι κατοικίες να είναι περιμετρικά της αυλής δημιουργώντας ένα ημικύκλιο ήταν συγκεντρωμένες σε ένα διώροφο κτίριο με μπαλκόνια και ταράτσα σε μετωπική προς τους θεατές διάταξη. Θύμιζε περισσότερο πολυκατοικία παρά αυλή. Στα κοστούμια της ίδιας αναφερθήκαμε και πιο πάνω. Εξυπηρέτησαν τις σκηνοθετικές επιταγές.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ανήκουν στα θετικά. Πολλές, καίριες κι ενδιαφέρουσες εναλλαγές που στόλισαν την παράσταση.
Ξεχώρισαν με τις ερμηνείες τους και διεσώθησαν του ναυαγίου:
O Γιώργος Γάλλος ως Στέλιος που στάθηκε άξιος των απαιτήσεων του ρόλου.
Η Ρούλα Πατεράκη ως Ανεττώ που ενώ ξεκίνησε άτονα και με κάποιες αδυναμίες, γρήγορα βρήκε το ρυθμό της και απέδωσε όλες τις διακυμάνσεις της ηρωίδας της.
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου ως Ντόρα ήταν απολαυστική. Πέρα από τις επαρκέστατες φωνητικές τις δυνατότητες παρουσίασε από τους πιο ολοκληρωμένους χαρακτήρες της παράστασης.
Η Φιλαρέτη Κομνηνού και ο Δημήτρης Πιατάς δε χρειάζονται συστάσεις. Απέδωσαν τους δυο χαρακτήρες-σφήνα με σαφήνεια, ικανοποιητικά σκιαγραφημένους.
Τέλος η σοπράνο Ειρήνη Καραγιάννη στο ρόλο της Αστά ήταν άρτια στα λυρικά κομμάτια, άλλωστε ως προς την πρόζα δεν είχε και πολλά να κάνει.
Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια παράσταση με ωραία μουσική που επικεντρώθηκε στο κομμάτι του θεάματος κι έχασε όλα τα νοήματα του έργου. Άχρωμοι, άτονοι χαρακτήρες, κακός ήχος κι αδιάφορες ερμηνείες είχαν σαν αποτέλεσμα ένα αμήχανο κοινό και μια πλατεία βυθισμένη στην ανία.
Βαθμολογία:
2,4/10
.
Δείτε και αυτό
Δείτε και αυτά:
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2023 στην Θεσσαλονίκη, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 12α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2023
.
Δείτε & αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Οι νέες ταινίες της εβδομάδας και σε ποιες αίθουσες προβάλλονται, κλικ εδώ.
.
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.