Ο αδιάφορος «Μανώλης» της Άννα Φόνσου και η υποτίμηση του κοινού. Πήγαμε, είδαμε, σχολιάζουμε…
Μιλάμε για το μονόπρακτο του Γιώργου Νεοφύτου που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Βεργίνα από την Άννα Φόνσου, σε σκηνοθεσία Κώστα Βαγιάνου. Ένα μονόπρακτο 40 μόλις λεπτών, το οποίο χαρακτηρίζεται σε αφίσα και δελτίο τύπου ως «αριστούργημα», «πολυβραβευμένο», «παιγμένο με μεγάλη επιτυχία σε Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο και Ελλάδα». Αναφέρεται σε μια υπερήλικη ηρωίδα που αντιμετωπίζει δύο μεγάλους αποχωρισμούς: του αδικοχαμένου γιού της που δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια της και του συγχωρεμένου άνδρα της, με μοναδική συντροφιά στα γεράματά της ένα γάτο, στον οποίο έδωσε το όνομα του γιού της, «Μανώλης». Ο δε γιός της, δολοφονήθηκε από χουντικούς στη διάρκεια του πραξικοπήματος και η μάνα ζει με την ελπίδα της καταδίκης των ενόχων.

Διαβάζοντας για μια τόσο δυνατή δραματική ιστορία, περιμένεις ότι στην παράσταση το συναίσθημα τουλάχιστον θα κυριαρχήσει καταλυτικά και η έμπειρη, καταξιωμένη Φόνσου σε ένα ρόλο- έκπληξη, θα σε… πάρουν και θα φύγουν! Προς μεγάλη απογοήτευση όμως του κοινού, το οποίο γέμισε το χώρο κατά τα 3/4 αφήνοντας αρκετές κενές θέσεις, τίποτα από τα αναμενόμενα δεν συνέβη! Αντίθετα το συναίσθημα που κυριάρχησε ήταν η πλήξη, συνοδευόμενο από πολλά ερωτηματικά:
Για ποιον ακριβώς λόγο γράφτηκε ακόμα ένα τέτοιο έργο;
Με ποια άραγε κριτήρια επιλέχθηκε;
Γιατί αποδόθηκε από μια άξια ηθοποιό τόσο ισοπεδωμένα κι αδιάφορα;
Τι θα μπορούσε να αφήσει ως ουσιαστική κατάθεση στο μέσο θεατή;
Ίσως τα ερωτήματα να είναι και ρητορικά….
Το σίγουρο όμως ήταν ότι στη σκηνή βλέπαμε μια Φόνσου, πειστική μεν εξωτερικά ως υπερήλικη, αλλά δυστυχώς, πέραν της εμφάνισης, παρέμειναν «εξωτερικά» και όλα τα υπόλοιπα… ερμηνεία, δράμα, συγκίνηση, οργή, μοναξιά… Είναι αλήθεια βέβαια ότι το κείμενο ήταν πολύ χαμηλών τόνων και κοινότυπο στο σύνολό του, με μια επίπεδη αφηγηματική μορφή, πλην ελαχίστων εκλάμψεων έμπνευσης ή κάποιων σημείων με «μήνυμα», που όμως αποδυναμώθηκε από την απλοϊκότητα και τον διδακτισμό. Η δε συνύπαρξη με τον (αθέατο) γάτο – Μανώλη, πέραν του συμβολισμού, στον οποίο ο συγγραφέας θα μπορούσε να επενδύσει πραγματικά εμπνευσμένα, λειτούργησε επιπλέον και ως έξυπνο σκηνικό εύρημα, με την έννοια ότι έδωσε «διαλόγους» με κάποια ρεαλιστική ζωντάνια και μια υποτυπώδη μορφή δραματοποίησης, «κυνηγώντας» -υποτίθεται- η ηρωίδα τον άτακτο γάτο της. Αξίζει επίσης να επισημάνουμε την αποφυγή της παγίδας του μελοδραματισμού. Τρυφερή νότα και η εμβόλιμη ερμηνεία ενός τραγουδιού του Χατζηδάκη από κιθάρα και φωνή, συμβατή με την ατμόσφαιρα, έστω και ασύνδετη με τα δρώμενα. Όμως μέχρι εκεί… Τα υπόλοιπα βαρύγδουπα του δελτίου τύπου « ένας δραματικός μονόλογος που εξυψώνει τις πανανθρώπινες και διαχρονικές αξίες της ζωής, που συγκινεί και προβληματίζει, δίνοντας ένα ηχηρό χαστούκι στην ηθελημένη ιστορική αμνησία και τον εφησυχασμό των ανθρώπων», απλά… πέρασαν και δεν άγγιξαν ούτε ακρούλα! Βγαίνοντας δε από την παράσταση και ξαναδιαβάζοντάς τα, τα βρίσκεις μέχρι και προκλητικά, νιώθοντας σαν κάποιος να σε υποτιμά συνειδητά ή να σε κοροϊδεύει!
Οι «πανανθρώπινες αξίες», η «εξύψωση», ο «προβληματισμός», η «συγκίνηση», το «χαστούκι» παρέμειναν απλές τυπωμένες λέξεις, ενώ στο κείμενο του συγγραφέα, παρά τις ευγενείς προθέσεις του, εκφράστηκαν μέσα από μια κοινή ιστορία χωρίς προεκτάσεις, τόσο απλοϊκά και στεγνά που δεν ακούμπησαν ούτε άνθρωπο… ούτε γάτο! Κάτι που δεν κατάφερε ούτε η τελευταία σκηνή της κορύφωσης, με την ηρωίδα να ζητά από τους φανταστικούς «δικαστές» του φόνου του γιού της, «όχι οίκτο, αλλά δικαιοσύνη. Δικαιοσύνη για να μην ξανάρθουν…». Κάποιος θα πρέπει να πει στους συγγραφείς με τις… μεγάλες προσδοκίες, ότι ο μέσος θεατής (τουλάχιστον), ακόμη κι αν είναι «εφησυχασμένος» ή πάσχει από «ιστορική αμνησία», είναι σίγουρα πιο «υποψιασμένος» από όσο νομίζουν… Και οι «μασημένες τροφές» του πέφτουν βαριές στο στομάχι. Όσο για την Άννα Φόνσου, η οποία με τη μακριά της πορεία έχει αποδείξει τόσο το ταλέντο και σκηνικό της εκτόπισμα, όσο και την κοινωνική-πολιτική της ευαισθησία, θεωρούμε ότι αδίκησε καταφανώς τον εαυτό της. Κατ’ αρχήν επιλέγοντας ένα τόσο μέτριο και ανούσιο έργο και κατά δεύτερον, ερμηνεύοντας μια τόσο δραματική ηρωίδα, χωρίς καθόλου εσωτερικότητα και συναίσθημα, ικανό να αγγίξει στο ελάχιστο το κοινό, παραπέμποντας σε βιαστική διεκπεραίωση κουρασμένου υπαλλήλου, διάρκειας 40 λεπτών… Παρόλο που τα στοιχεία του ταλέντου και της εμπειρίας ενός άξιου ηθοποιού ήταν εμφανή, στην εκφορά του λόγου, στην κίνηση, στον τονισμό των λέξεων, στις παύσεις…
ΓΙΑΤΙ, αγαπητή κ. Φόνσου;
Επί της ουσίας όμως, πρόκειται για την υποτίμηση του κοινού. Που παραπλανημένο από «αριστουργήματα», «πολυβραβευμένα», «σούπερ επιτυχημένα», «sold out», γνωστούς ηθοποιούς κλπ., προσέρχεται ανυποψίαστο, καταθέτει από το υστέρημά του και εισπράττει… μεγαλοπρεπείς φούσκες! Χάνοντας χρόνο, χρήμα, διάθεση και κυρίως εμπιστοσύνη! Και η εμπιστοσύνη, όταν έχει προδοθεί κατ’ επανάληψη, δεν ξανα-κερδίζεται εύκολα… ΚΡΙΜΑ!
Βαθμολογία
4,5 στα 10
Φωτογραφικό υλικό