Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Αχ βρε έρμοι ηθοποιοί που παλεύετε με σοβαρές, αξιοπρεπείς, σπουδαίες δουλειές να γεμίσετε με χίλια ζόρια έστω μισή θεατρική αίθουσα, καταλήγοντας να καταθέτετε την ψυχή σας για μια χούφτα νοματαίους… ενώ αν είχατε φροντίσει ακόμα και για ένα μικρό πέρασμα από την τιβί σε οποιοδήποτε πόστο- από σήριαλ της πλάκας μέχρι ριάλιτι ή τάλεντ σώου ή τηλεπαιχνίδι κλπ.- θα είχατε λύσει οριστικά το πρόβλημα των εισιτηρίων, φουλάροντας ασφυκτικά τεράστιες αίθουσες από τηλεκοινό που θα έσπευδε παρακαλώντας για μια θέση!
Δέστε ας πούμε την περίπτωση του άγνωστου μέχρι χθες Τόλη Παπαδημητρίου… που λίγο ο καρτούν ρόλος στην ξεχειλωμένη ανούσια «Μουρμούρα» και λίγο η φετινή εμφάνιση στο τραγουδιστικό κατιναριό «Just…», εκτόξευσαν τη δημοφιλία του με συνέπεια να τιγκάρει μέχρι τέρμα επάνω εξώστη το μεγάλο Αριστοτέλειον με την παράσταση «Μαύρη σαμπούκα» σε κείμενο–σκηνοθεσία-μουσική επιμέλεια του πρωταγωνιστή, ως άλλος Πακακαλιάτης – πολυεργαλείο σε θεατρική εκδοχή, άκρως συμφέρουσα βεβαίως…
Όπου σύμφωνα με την υπόθεση, ένας ταξιτζής στο επάγγελμα που τον ελεύθερο χρόνο του επιδίδεται σε… διαρρήξεις, μπουκάρει κατά λάθος για κλεψιά στο διαμέρισμα ενός πάμπλουτου γκέι μουσικοσυνθέτη με άφθονα σουξέ στο ενεργητικό του, εκ των οποίων η «Μαύρη σαμπούκα» το πλέον διάσημο… Εντός ολίγου όμως εισβάλλει στο διαμέρισμα και ο συνεργός του ταξιτζή- διαρρήκτη και πάνω στον πανικό του ο μουσικοσυνθέτης του ρίχνει μια πιστολιά και τον ξαπλώνει τέζα, ενώ στο μεταξύ καταφτάνουν απέξω μπάτσοι και κανάλια, αρχίζουν οι «ζωντανές συνδέσεις» στα δελτία ειδήσεων και το δίδυμο διαρρήκτη- συνθέτη αναπτύσσει «στενή φιλία» καταστρώνοντας σχέδια διαφυγής με τα λεφτά του πλούσιου σουξεδοπαραγωγού…
Από τη συνοπτική περιγραφή το πράγμα μοιάζει για τον ανίδεο αναγνώστη από ανεκτό έως ευχάριστο για κωμωδία… Ρωτήστε όμως τον δύστυχο, παραπλανημένο θεατή -αυτόν τον ήρωα που σε ανάλογες περιπτώσεις του αξίζει ανδριάντας- καθώς δεν μπορούν να μεταφερθούν στο γραπτό τα επί σκηνής δρώμενα και διάλογοι, βασισμένα όλα σε εκνευριστικές ευκολίες, σε χαρακτήρες- καρικατούρες, σε γελοίες σουρεαλιστικές καταστάσεις, σε φτηνά τσιτάτα του συρμού, σε συνεχή βωμολοχία, όπου το «μαλάκας» και το «γαμήσου» ήταν τα πιο λάιτ συν θριαμβευτική παρέλαση των γεννητικών οργάνων- αρσενικών και θηλυκών, μη μείνει κανένα παραπονεμένο… Σε ένα κατασκεύασμα που στρίμωξε καραντίνες, εμβόλια, συνουσίες στρέιτ και γκέι (αλίμονο), τραγουδο-σουξέ αναλόγου «ποιότητας» με τίτλους από τσόντες, τηλεοπτικό κράξιμο, επίκαιρες σπόντες κλπ. με βασικό κωμικό «εύρημα»- πέραν της αθυροστομίας- την ασυνεννοησία μεταξύ κάφρου αμόρφωτου ταξιτζή και… «κουλτουριάρη» μορφωμένου συνθέτη (αλλά με σουξέ- τσόντες) και εντελώς προβλέψιμες ατάκες…
Το πώς αποδόθηκαν σκηνοθετικά όλα τούτα με έναν καναπέ ως «κέντρο δράσης» να παριστάνει το σκηνικό, προφανώς δεν απαιτείται φαντασία για να προβλέψει κανείς τα σούρτα- φέρτα, τα σήκω- κάτσε, τις ξάπλες, τις πόζες κλπ. εξαντλώντας το σκηνοθετικό… όραμα, ωστόσο με «μιουζικαλέ» στοιχεία χορού και τραγουδιού ενίοτε, για ποικιλία και πιο πιασάρικο χαβαλέ, στον οποίο συμμετείχε επίσης και ο… πυροβολημένος κατάχαμα με παλαμάκια!Το στιγμιαίο σκοτείνιασμα της σκηνής συνοδεία σουξεδιάρικου τραγουδιού οδηγούσε στην επόμενη σκηνή, με εμβόλιμα στιγμιότυπα από ειδήσεις και ρεπορτάζγια τον υποτιθέμενο χαμό έξω από το σπίτι του συνθέτη, άσχετα που στην πορεία ξεχάστηκε σαν να μην υπήρξε ποτέ και κάπου στο τελείωμα τον ξαναθυμήθηκαν… ενώ στο μεταξύ, οι στημένες «κωμικές» πόζες με δήθεν «αστεία» κινησιολογία και οι επί τούτου τεράστιες παύσεις- κοιλιές για να «λειτουργήσει» η σαχλή ατάκα και να εκβιάσει το χαχανητό, έδιναν κι έπαιρναν…
Και είτε το πιστεύετε είτε όχι κατόπιν τούτων, ΝΑΙ, η σαχλαμάρα λειτουργούσε προκαλώντας ασύστολα γέλια στο ενθουσιασμένο πολυπληθές κοινό της πλατείας, ωστόσο σε πλήρη αντίθεση με τον εξώστη που παρέμενε παγωμένος και σιωπηλός, προσφέροντας τουλάχιστον παρηγοριά σε όσους υπό παρόμοιες συνθήκες νιώθουμε απελπιστικά μόνοι στο χάος με τσιμπήματα «αμφιβολίας» μήπως κάτι έπαθε το μυαλό μας και δεν φταίει ο στραβός γιαλός αλλά εμείς που αρμενίζουμε θεόστραβα!
Δόξα τω θεώ όμως η «αλληλεγγύη» του εξώστη μας ησύχασε, έστω κι αν υπομέναμε μαζοχιστικά την άγρια υποτίμηση(πάλι ο ψυχολόγος θα ‘χει δουλίτσα), ακούγοντας κατάπληκτοι μετά από κάθε αηδία το βροντώδες χαχανητό ως επιπλέον βάσανο… από ένα κοινό καθαρά τηλεοπτικό που ήρθε να απολαύσει τη σκηνική εκδοχή του καρτούν- Κανάτη της «Μουρμούρας» κι αυτός δεν είχε φυσικά λόγο να τους κακοκαρδίσει και να χάσει «πελάτες», οπότε τους την τάισε απλόχερα με πιστή αναπαραγωγή… Οι λοιποί θεατρόφιλοι που παραπλανηθήκαμε για την «τρελή κωμωδία μέχρι δακρύων» ας προσέχαμε οι αφελείς (κι άλλη δουλίτσα για τον ψυχολόγο)…
Ωστόσο εν προκειμένω, πίσω από την αγανάκτηση για την προσβλητική υποτίμηση, τον χαμένο χρόνο και το πεταμένο χρήμα, υποβόσκει έντονη θλίψη, καθώς ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι τόσο οι δύο κεντρικοί ηθοποιοί Τόλης Παπαδημητρίου και Αντώνης Στάμος, όσο και οι δύο περιφερειακοί Ανάργυρος Βαζαίος και Γραμματική Γκόρου με μικρές εμφανίσεις, στερούνται υποκριτικού ταλέντου και ειδικότερα ο δημιουργός Παπαδημητρίου… Ένας ηθοποιός με γνήσια κωμική φλέβα, ταπεραμέντο, ενέργεια, άνεση, έντονο προσωπικό στίγμα, που όμως τείνει να τυποποιηθεί εμμονικά σε μια πολύ συγκεκριμένη μανιέρα καρικατούρας, περιορίζοντας ασφυκτικά τις υποκριτικές δυνατότητες που αναμφίβολα έχει, κάτι που επουδενί θα ισχυριζόμασταν για τους τομείς συγγραφής – σκηνοθεσίας κρίνοντας από το εν λόγω δείγμα και καλύτερα να τους αφήσει στην ησυχία τους για το καλό του και το καλό μας…
Ας επικεντρωθεί στην ερμηνεία (όχι βέβαια την τραγουδιστική που έκανε το ψώνιο του για δημοσιότητα), δοκιμάζοντας και μη καρτουνίστικους ρόλους, γιατί όταν «καεί» από την στείρα, κουραστική επανάληψη του ίδιου μοτίβου θα είναι αργά…ΔΕΝ είναι το ταμείο το μόνο κριτήριο καλέ μου, αν θέλεις να λέγεσαι καλλιτέχνης…
Καταλήγοντας (=) είναι αλήθεια ότι όταν διαβάζαμε για «κωμωδία μέχρι δακρύων» ουδόλως φανταζόμασταν ότι όντως θα κλαίγαμε το χρόνο και τα λεφτά μας για μια παράσταση καθαρού χαβαλέ που υποτίμησε άθλια τον νοήμονα θεατή… για τους τηλεθεατές πάλι που λύθηκαν στα γέλια και ξαλάφρωσαν, με τις υγείες τους και μια μικρή δόση… ζήλειας, μέχρι να μάθω πώς διάολο το καταφέρνουν!
Βαθμολογία: ΜΗΔΕΝ στα 10