Και ενώ τα θέατρα εξακολουθούν να είναι κλειστά και απ’ ότι φαίνεται δεν θα ανοίξουν σύντομα, ως μόνη μας επαφή με τις θεατρικές παραστάσεις απέμειναν οι online προβολές. Η τελευταία παράσταση που παρακολουθήσαμε διαδικτυακά από το ιστορικό αρχείο των θεατρικών επιχειρήσεων Λεμπέση, είναι η «Μ. Butterfly» του David Henry Hwang, με τους Αλέκο Αλεξανδράκη και Κώστα Αρζόγλου, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Ελληνικό κοινό το 1990 στο θέατρο Ιλίσια, με τεράστια εμπορική επιτυχία. Μια παράσταση με πολύ καλή εικόνα, η λήψη της οποίας πραγματοποιήθηκε με τρικάμερο από τον Κυριάκο Καλαματιανό. Πρόκειται για μια σπουδαία παραγωγή, με πολύ καλές ερμηνείες που ομολογώ την απόλαυσα.
Το έργο…
Ο Γάλλος διπλωμάτης Ρενέ Γκαλλιμάρ, από τη φυλακή όπου είναι κλεισμένος, διηγείται την ιστορία που έζησε στην Κίνα την δεκαετία του ’60, όταν ερωτεύτηκε παράφορα μια γοητευτική κινέζα σοπράνο την Σονγκ Λι – Λινγκ. Ένας άνδρας όχι ιδιαίτερα έμπειρος στις σχέσεις με το άλλο φύλλο, «πολιούχος των σεξουαλικά απροσάρμοστων» όπως αυτοχαρακτηρίζεται, πέφτει εύκολα θύμα της ανατολίτικης ομορφιάς. Η πειθήνια γυναίκα της ανατολής αποτελεί φαντασίωση για τους άνδρες της Δύσης και η Σονγκ Λι ενσαρκώνει την δική του φαντασίωση. Αινιγματική, τολμηρή, εύθραυστη και απόλυτα υποταγμένη είναι η πεταλούδα του, η «Μπάτερφλάι» του από την ομώνυμη όπερα του Πουτσίνι. Μαζί της για πρώτη φορά στη ζωή του «νιώθει την απόλυτη εξουσία του αρσενικού, για πρώτη φορά απομυθοποιεί το σεξ». Είκοσι χρόνια μετά, το σκάνδαλο τον συνθλίβει. Όχι μόνο καταδικάζεται ως κατάσκοπος και οδηγείται στην φυλακή, αλλά ανακαλύπτει και ότι η γυναίκα που ερωτεύτηκε ήταν άνδρας. Στην δίκη του επιμένει πως όλα αυτά τα χρόνια δεν το γνώριζε. Φωνάζει με όλη τη δύναμη της ψυχής του ότι «αγάπησε και αγαπήθηκε από την τέλεια γυναίκα». Είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο; Όντως δεν το γνώριζε; Μπορεί πράγματι η φαντασία του και η ανάγκη του να πιστέψει ότι βρήκε τον τέλειο έρωτα να του στέρησε την δυνατότητα να δει την αλήθεια;
Καταρχάς το εξαιρετικό κείμενο του David Henry Hwang, σε μετάφραση της Έλενας Ακρίτα συγκαταλέγεται αναμφίβολα στα θετικά της παράστασης (+).
Το έργο κέρδισε το βραβείο Tony καλύτερου θεατρικού έργου και ήταν υποψήφιο για βραβείο Pulitzer, ενώ έχει ανέβει σε σκηνές όλου του κόσμου με μεγάλη επιτυχία. Πρόκειται για μια αληθινή ιστορία που έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της Ευρώπης το 1983. Μια ενδιαφέρουσα και περίεργη κατασκοπική ιστορία αγάπης μεταξύ του γάλλου διπλωμάτη Μπερνάρ Μπουρσικό και της ντίβας της κινέζικης όπερας Σι Πέι Που, η οποία τελικά, μετά από είκοσι χρόνια σχέσης, αποδείχθηκε άνδρας. Το έργο έκανε πρεμιέρα στο Broadway το 1988 και είναι βαθιά συνδεδεμένο με την όπερα του G. Puccini, «Madama Butterfly».
Είναι ένα κείμενο γεμάτο συναίσθημα, μια ανδρική ερωτική εξομολόγηση από ψυχής, γεμάτη πόνο και απελπισία. Πέρα από το κατασκοπικό κομμάτι της υπόθεσης, το έργο επικεντρώνεται στο ανθρώπινο στοιχείο, στο συναισθηματικό, στη δύναμη της φαντασίας και του μυαλού. «Η ευτυχία είναι τόσο εύθραυστη που το μυαλό κάνει ότι μπορεί για να μη τη χάσει» ομολογεί με πόνο ο πρωταγωνιστής. Το κείμενο βασίζεται σε αφήγηση με συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν, οι οποίες παρόλο που δεν ακολουθούν μια τυπική χρονική ακολουθία είναι τόσο περίτεχνα δεμένες που ξεδιπλώνουν αριστοτεχνικά την περίεργη αυτή ιστορία.
Παράλληλα με τη διήγηση και τους διαλόγους των ηρώων, ο δημιουργός θίγει πολιτικά και ιστορικά ζητήματα όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, οι σχέσεις Κίνας – Γαλλίας, οι σκοτεινές συμφωνίες κατασκοπίας, αλλά και θέματα όπως η κοινωνική απόρριψη των ομοφυλόφιλων στην Κίνα και η αντιμετώπιση της ανατολής από τους δυτικούς ως ενός «πολιτισμού μυστικιστικής θηλυκότητας».
Η εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Ανδρέα Βουτσινά, είναι σίγουρα ένα από τα μυστικά της επιτυχίας της παράστασης.
Με βαθιά ανθρώπινη αλλά και ρεαλιστική προσέγγιση του κειμένου, ο σκηνοθέτης παρουσιάζει επί σκηνής το ερωτικό δράμα του ήρωά του αναδεικνύοντας τα συναισθήματά του και τις ιδιαίτερες ψυχολογικές εκφάνσεις τους. Συνδυάζει αρμονικά το πραγματικό κομμάτι της υπόθεσης με τις αναμνήσεις του ήρωα και κατορθώνει μέσω αυτών να παρουσιάσει τόσο απλά και τόσο φυσιολογικά την ιστορία, που δίνει την εντύπωση ότι την παρακολουθεί κανείς ζωντανά την στιγμή που διαδραματίζεται. Χωρίς περιττές λεπτομέρειες, χωρίς να κουράζει, η υπόθεση έχει ροή και συνέχεια.
.
Σύμμαχοι του στο έργο του οι πρωταγωνιστές του που με τις εξαιρετικές ερμηνείες τους απογειώνουν την παράσταση. Ευφυέστατη η τοποθέτηση σε διαφορετικό σκηνικό επίπεδο των δύο εραστών, με μια σκάλα στο ενδιάμεσο, την οποία πολλές φορές προσπαθεί να ανέβει ο Ρενέ χωρίς όμως να καταφέρει ποτέ να φθάσει στην αγαπημένη του. Μια επιλογή που άμεσα παραπέμπει στην ουσιαστική απόσταση μεταξύ των δύο ηρώων παρά την ερωτική τους σχέση. Η επιλογή του γυμνού στην παράσταση, δεν ξενίζει, αντιθέτως συνάδει με την υπόθεση του έργου, με το βαθύ ερωτικό χαρακτήρα του και την σύμφυτη προκλητικότητά του.
Ο Αλέκος Αλεξανδράκης, ερμηνεύει συγκλονιστικά τον ρόλο του Ρενέ Γκαλλιμάρ. Με την ευγενική φυσιογνωμία του χαρίζει στο ήρωα ένα πρόσωπο τόσο ταιριαστό, τόσο πειστικό, τόσο αληθινό. «Ζει» το ρόλο του και επικοινωνεί με επιτυχία τον εσωτερικό ψυχισμό του ήρωα. Είναι μια φιγούρα στη σκηνή που πλημμυρίζεται από συναισθήματα, ένας άνθρωπος πιεσμένος που ανοίγει την καρδιά του και αφήνει τις λέξεις να ξεχειλίσουν από μέσα του. Ένας άνδρας θιγμένος, εξαπατημένος που όμως έχει το σθένος και φωνάζει «Αγάπησα την τέλεια γυναίκα» αν και, ίσως, γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα είχε σχέσεις με άνδρα. Οι προσεγμένες κινήσεις, το ύφος του, οι εκφράσεις του, η απελπισία που εκπέμπει μαγνητίζουν το κοινό. Δεν θέλεις να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του για να μην χάσεις ούτε ένα ψήγμα από το συναίσθημα που εκφράζει, όχι μόνο με τα λόγια αλλά με τη συνολική σκηνική του παρουσία. Ο επαγγελματισμός και το ταλέντο του δεν χρειάζονται περαιτέρω σχολιασμούς. Ένας μεγάλος ηθοποιός σε έναν μεγάλο ρόλο. Ιδιαίτερα συγκινητική η σκηνή όπου στο τέλος διώχνει τον γυμνό εραστή του και παραδέχεται με πόνο «…ξεχώρισα τον μύθο από την πραγματικότητα και διαλέγω τον μύθο. Είμαι ολόκληρος φτιαγμένος από φαντασία, θα μείνω κοντά της, κλεισμένος μέσα της».
Εξαιρετικός στην ερμηνεία του και ο Κώστας Αρζόγλου που είχε αναμφίβολα τον δυσκολότερο ρόλο. Η μεταμόρφωση του σε γκέισα ήταν άκρως επιτυχημένη. Η σκηνική του παρουσία απίστευτη. Απέδωσε με μεγάλη ακρίβεια, με πειστικότητα, με εκφραστικότητα και χωρίς υπερβολές την ιδιαίτερη γυναικεία προσωπικότητα της ανατολής. Προσέγγισε το ρόλο του κυρίως κινητικά και εκφραστικά και κατόρθωσε με το χαμηλωμένο βλέμμα του, την συγκρατημένη και ντροπαλή κίνηση, την αισθαντική ομιλία του να κερδίσει τις εντυπώσεις. Ιδιαίτερη στιγμή της παράστασης όταν βγάζοντας πια το μακιγιάζ παρουσιάζεται ως άνδρας με πιο βαριά φωνή, με ανδρική στάση σώματος και φυσικά απελευθερωμένος από το συνεσταλμένο και ντροπαλό προφίλ της γκέισας. Στα πλαίσια μιας ερμηνείας που «τα είχε όλα» απέδωσε με φυσικότητα και την σκηνή γυμνού στο τέλος της παράστασης. Ένας πολύ απαιτητικός ρόλος στον οποίο ανταποκρίθηκε επάξια, με υψηλό επίπεδο ερμηνείας και τεχνικής.
Πολύ καλές ερμηνείες και από τους λοιπούς ηθοποιούς που πλαισιώνουν την παράσταση: την Μαρία Τζομπανάκη που ξεχώρισε ως η αθυρόστομη νεαρή ερωμένη του Ρενέ με τις προκλητικές εμφανίσεις της, τον Γιώργο Λέφα, την Ελευθερία Σπανού, την Σάσα Κρίτση, τον Γιάννη Ηλιόπουλο, τον Αλέξανδρο Ζαχαρέα, τον Ξενοφώντα Δημητρόπουλο και τον Νίκο Δούλο. Ένα καλοδουλεμένο σύνολο που πρόσφερε ένα εξαίρετο αποτέλεσμα.
Φυσικά από την παράσταση δεν θα μπορούσε να λείπει η μουσική της πολυβραβευμένης όπερας του Τζιάκομο Πουτσίνι «Μαντάμα Μπατερφλάι», με την οποία είναι άλλωστε άρρηκτα δεμένη. Υπό την επιμέλεια του Τόλη Σταματίκου, οι συνθέσεις του Πουτσίνι μεταφέρουν στην θεατρική παράσταση όλο το δράμα, την τραγικότητα, το πάθος και την συγκίνηση του εξαιρετικού αυτού έργου, που προσαρμοσμένο κατάλληλα στο περιεχόμενο της κάθε σκηνής, απογειώνει την δραματικότητα των ηρώων. Για τους λάτρεις της όπερας το αποτέλεσμα είναι απλά εξαιρετικό.
Το σκηνικό, δημιουργία τoυ Νίκου Πετρόπουλου, μέσα στην λιτότητά του είναι ιδιαίτερα λειτουργικό. Χωρισμένο σε επίπεδα δίνει τη δυνατότητα ταυτόχρονης παρουσίασης του σύγχρονου – πραγματικού κόσμου που εκτυλίσσεται σε μια φυλακή και του παρελθοντικού – φανταστικού, του επιπέδου μνήμης και αναπόλησης, όπου ζωντανεύει η ιστορία που αφηγείται ο πρωταγωνιστής. Στο κάτω επίπεδο, όπου κατά βάση εκτυλίσσεται η ιστορία, ξεχωρίζει ένας περιστρεφόμενος τοίχος, ο οποίος εντάσσει στο σκηνικό τους ηθοποιούς, αλλάζοντας «σελίδα» στην εξέλιξη της υπόθεσης. Το πάνω επίπεδο είναι αφιερωμένο στην Μπατερφλάι, είναι ο κόσμος της, γι’ αυτό και πολύ ευρηματικά τοποθετήθηκαν συρόμενες πόρτες που παραπέμπουν στο εσωτερικό ενός παραδοσιακού κινέζικου σπιτιού. Χαρακτηριστική η σκάλα ανάμεσα στα δύο επίπεδα, όπου ανεβαίνει ο Γκαλιμάρ προσπαθώντας να προσεγγίσει την αγαπημένη του.
.
Επιπλέον οι πολλές είσοδοι διευκολύνουν την ανάμιξη χαρακτήρων από διαφορετικές χρονικές στιγμές του παρελθόντος και δίνουν πολύπλευρη κίνηση στην σκηνή. Η δε επιλογή του μαύρου χρώματος που κυριαρχεί στο σκηνικό είναι απόλυτα ταιριαστή, καθώς αφενός συνάδει με την ψυχολογία του ήρωα και αφετέρου αφήνει πολύ εύστοχα την προσοχή του κοινού να επικεντρωθεί στους ήρωες και τους διαλόγους.
Από τα κοστούμια του Γιάννη Μετζικώφ ξεχώρισαν φυσικά τα εντυπωσιακά κιμονό της Μπατερφλάι (δεν ξέρω πόσα άλλαξε καθώς κάποια στιγμή έχασα το μέτρημα), που πραγματικά έδωσαν χρώμα και ατμόσφαιρα ανατολής στην σκηνή. Άλλα μονόχρωμα και απλά, άλλα πολύχρωμα και επιμελώς στολισμένα θεωρώ ότι έκλεψαν την παράσταση. Η δε μαύρη περούκα με τους περίτεχνους παραδοσιακούς ανατολίτικους στολισμούς απογείωνε οπτικά το αποτέλεσμα. Προσεκτικά επιλεγμένα και τα κοστούμια των λοιπών ηρώων. Αξίζει να αναφερθεί το έξτρα προκλητικό φόρεμα της Μαρίας Τζομπανάκη που αναμφίβολα τράβηξε την προσοχή των θεατών. Τέλος η επιλογή ανοιχτόχρωμων και πολύχρωμων κοστουμιών για ορισμένους ρόλους δημιούργησε μια ωραία αντίθεση με το γενικά σκούρο και καταθλιπτικό σκηνικό. Αξιέπαινη δουλειά αντάξια μιας σπουδαίας παράστασης.
Πέρα από τα εξαιρετικά κοστούμια και το μακιγιάζ, αυτό που μεταμόρφωσε τον Κώστα Αρζόγλου σε γκέισα ήταν ο αέρας της ανατολής που απέπνεε η κίνηση του. Η εξαιρετική δουλειά της ‘Ερσης Πήττα στις χορογραφίες χάρισε στον ηθοποιό μια απίστευτη σκηνική παρουσία. Οι αισθαντικές, slowmotion κινήσεις του, το χαμηλωμένο βλέμμα του, η θηλυκότητα της σωματικής έκφρασης του αλλά και οι συγκεκριμένες στάσεις του σώματος του που υποδήλωναν φόβο, ντροπή και υποταγή παρέπεμπαν ξεκάθαρα σε γκέισα ή τουλάχιστον στις εικόνες που οι περισσότεροι έχουμε από τον κινηματογράφο για τις συγκεκριμένες γυναίκες της Κίνας.
Αξίζει να αναφερθούμε και στο ιδιαίτερο μακιγιάζ του Αχιλλέα Χαρίτου που πολύ πετυχημένα χάρισε στον Κώστα Αρζόγλου το πρόσωπο της Μπατερφλάι.
Δεν θα αναφερθώ σε αρνητικά σημεία (-), γιατί ταθεωρώ ασήμαντα, στην ουσία πταίσματα σε μια τόσο πετυχημένη παράσταση, που κρίθηκε άλλωστε όταν παίχτηκε τριάντα χρόνια πριν και κέρδισε την αγάπη του κοινού. Κάποιες ατέλειες που επεσήμανα σχετίζονται κυρίως με θέματα λήψης, όπως πχ ο ήχος που σε κάποια σημεία δεν ακούγονταν καθαρά, που σε καμία περίπτωση δεν επηρεάζουν αρνητικά το αποτέλεσμα. Απλά σημειώνω ότι νιώθω ευγνώμων που μου δόθηκε η ευκαιρία, τόσα χρόνια μετά να παρακολουθήσω την παράσταση αυτή έστω και διαδικτυακά.
Συμπερασματικά (=), το «M.Butterfly» είναι μια έξοχη παράσταση, με εξαιρετική μουσική από την ομώνυμη όπερα, με συγκλονιστικές ερμηνείες, με ένα πολύ ενδιαφέρον σενάριο με συνοχή και ουσία. Μια παράσταση για τον έρωτα και τις αυταπάτες που μας προκαλεί…
Βαθμολογία:
7,4/10
.
Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ
Φωτογραφικό υλικό