Είδε και σχολιάζει η Νάντια Νικολού.
To έργο της Λιλής Ζωγράφου, “Η αγάπη άργησε μια μέρα” σε σκηνοθεσία Ένκε Φεζολλάρι, παρουσιάστηκε για ένα διήμερο παραστάσεων στο θέατρο Ράδιο Σίτυ, συνεχίζοντας και φέτος την περσινή του πορεία στην πρωτεύουσα και στο θέατρο Αργώ.
Το Δελτίο Tύπου αναφέρει: Σε μια αγροτική περιοχή της Κρήτης τέσσερις γενιές γυναικών της οικογένειας Φτενούδου, ζουν κάτω από την σκιά της πατριαρχικής καταπίεσης. Ξεχνούν τα όνειρά τους, καταπνίγουν τα συναισθήματά τους, υποτάσσονται στην επιταγή του πατέρα. Αλλά και υποτάσσουν… Η μεγαλύτερη κόρη, έπειτα από το θάνατο του πατέρα και της μητέρας της, αναλαμβάνει τον ρόλο του εξουσιαστή, προσπαθώντας να ελέγξει τις ζωές και την τύχη όλων των αδερφών της. Κάποιοι θα υποχωρήσουν, άλλοι θα προσπαθήσουν να ξεφύγουν. Ανάμεσα τους η Ερατώ, θα είναι αυτή που θα τολμήσει, με μια τεράστια δύναμη ψυχής, θα επιλέξει τον δρόμο της ελευθερίας, θα αναζητήσει τον έρωτα, την ανεξαρτησία, την λύτρωση.
Το 1994 κυκλοφορεί για πρώτη φορά το βιβλίο της Λιλής Ζωγράφου, “Η αγάπη άργησε μια μέρα”. Η συγγραφέας δημιουργεί ουσιαστικά ένα βιβλίο-μανιφέστο ενάντια στον φασισμό της συντηρητικής μεταπολεμικής Ελλάδας. Η κοινωνική γκιλοτίνα του περασμένου αιώνα αποκεφαλίζει τις γυναίκες-ηρωίδες του βιβλίου μέσα από τους άγραφους νόμους της ελληνικής οικογένειας και του καθωσπρεπισμού της εποχής. Η εκδοχή της ελληνικής Μπερνάντα Άλμπα παρουσιάστηκε και στην μικρή οθόνη μέσα από τη συχνότητα της ΕΡΤ1,το 1997.Η ίδια η συγγραφέας είχε δηλώσει για το βιβλίο της, που συγκαταλέγεται πλέον στα κλασικά βιβλία της ελληνικής πεζογραφίας:
“Από τα 23 βιβλία μου είναι εκείνο που με πόνεσε περισσότερο. Θα το έλεγα ερωτικό αν δεν κυριαρχούσε σε aυτό η απάνθρωπη σκληρότητα της πατριαρχικής οικογένειας. Οι βασικοί χαρακτήρες είναι καθωσπρέπει γυναίκες που σπαταλούν τη ζωή τους στις κοινωνικές συμβάσεις και την ερωτική στέρηση.”

Στα αρνητικά του έργου (-)
Ο Ένκε Φεζολλάρι στην σκηνοθεσία του, εισχώρησε μόνο το γυναικείο φύλο. Δηλαδή διαμόρφωσε έναν αμιγώς γυναικείο επταμελή θίασο με την καθολική ανυπαρξία οποιουδήποτε ανδρικού χαρακτήρα. Αντ’ αυτού οι ανδρικές φιγούρες του έργου αποτυπώνονταν από τις ηθοποιούς. Η έλλειψη του πατριαρχικού μοντέλου δεν κατόρθωσε να δηλώσει το σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στην καταπίεση και υποδούλωση των γυναικών, αντιθέτως προκάλεσε μια σύγχυση στην ήδη υπάρχουσα δυσλειτουργία της παράστασης. Ο Ε. Φεζολλάρι προσπάθησε να δημιουργήσει μια σκηνοθεσία μεταμοντερνισμού σε ένα κείμενο άλλης εποχής. Αν είχες την τύχη να διαβάσεις το βιβλίο η σύγκριση δυστυχώς ήταν αναπόφευκτη. Η ένσταση μας δεν πηγάζει από το γεγονός ότι το κείμενο δεν είναι θεατρικό, καθώς είναι άπειρες οι θεατρικές διασκευές λογοτεχνικών βιβλίων, αλλά στο γεγονός ότι μια τέτοια τολμηρή καλλιτεχνική κίνηση απαιτεί έμπνευση και ταλέντο. Η εναλλαγή της πρόζας με την αφήγηση δεν κατάφερε να “ξεμπουκώσει” το έργο καθώς αυτό διαμόρφωνε μια αργή ροή που πολλές φορές δημιουργούσε σύγχυση νοημάτων άρα και πρόβλημα στην ομαλή θέαση του. Το δεύτερο δε μέρος της παράστασης ήρθε να γιγαντώσει τον ήδη βαρύ ρυθμό του πρώτου, καθώς είχαμε έναν καταιγισμό πράξεων-γεγονότων με έναν άναρχο και άτσαλο τρόπο κάνοντας τον θεατή να χαθεί. Τέλος η εισχώρηση έντονης κινησιολογίας μέσα στο έργο, παρόλο που αποτύπωνε μια ενδιαφέρουσα χοροθεατρική έκφανση, σαν αποτέλεσμα κατέληγε ως παράταιρο.
Στα θετικά του έργου (+)
Παρ’ όλα αυτά τα σκηνογραφικά και ενδυματολογικά στοιχεία της παράστασης διαμόρφωσαν ένα εικαστικό ενδιαφέρον. Το φολκλορικό σκηνικό του Γιώργου Λυντζέρη (αμέτρητα οστεοφυλάκια να δηλώνουν την απουσία-παρουσία των νεκρών) απέδωσε ευθέως το βαρύ κλίμα του έργου. Οι μαυροφορεμένες γυναίκες με την κόκκινη λεπτομέρεια μέσα από το φόρεμα τους, δημιουργούσαν μια ζωτική αντίθεση στο δίπολο ζωή-θάνατος. Αυτές οι γυναίκες διψούσαν για ζωή και όμως τα όνειρα τους στραγγαλίζονταν στον σκοταδισμό των κοινωνικών πρέπει και μη. Αυτό το στοιχείο αποτυπώθηκε αρκετά εμπνευσμένα και από το σκηνοθετικό τέχνασμα της έναρξης της παράστασης, όπου οι ερμηνεύτριες καλύπτονταν από πλαστικές σακούλες, μια αλληγορία στον υπαρξιακό εγκλωβισμό που βίωναν.
΄΄Ζήλευαν τη μάνα τους την Εριφύλη που αποδέχτηκε νηφάλια το θάνατό του. Φοβότανε σίγουρα και κείνη τη συνάντησή της με τον Θεό για το μεγάλο της αμάρτημα που δεν εξομολογήθηκε ποτέ. Αλλά πίστευε πως οι νεκροί δεν αισθάνονται σαν τους κακόμοιρους τους ζωντανούς και πως η ίδια δεν θα φοβόταν πια τίποτα και κανέναν όσο τον Μιχαήλο Φτενούδο επί σαράντα τρία τόσα χρόνια αγέλαστα και τρομοκρατημένα, με την ψυχή ωστόσο γεμάτη περιφρόνηση κι αφού του γέννησε εννιά παιδιά, τρεις γιους και έξι θυγατέρες σύμφωνα με τα χαρτιά.”
Eρμηνευτικά το έργο κατόρθωσε να αξιωθεί μέσα από τις αποδόσεις των πρωταγωνιστριών του. Η Ιωάννα Λέκκα στον ρόλο της Ερατούς κατάφερε να δώσει νεύρο και ζωτικότητα, μέσα από την ερμηνεία της, στον χαρακτήρα της μικρότερης αδερφής που θέλησε να διεκδικήσει εν αγνοία της την ελευθερία μέσα από τον έρωτα της για έναν νεαρό Ιταλό. Απέδωσε σχεδόν ολοκληρωτικά το συναισθηματικό τέμπο της ηρωίδας.
Η Αμαλία Υψηλάντη, στον ρόλο της μάνας, απέδειξε για ακόμα μία φορά την ερμηνευτική της στόφα μέσα από την αγέρωχη παρουσία της πάνω στην σκηνή.
Η Αθηνά Τσιλύρα, στον ρόλο της μεγαλύτερης αδελφής, υπέπεσε σε υπερβολές. Της έλειπε η φυσικότητα στον χαρακτήρα της Αμαλίας, όπου εξέπεμπε κυρίως μια μνησικακία και πολλές φορές προσπαθούσε να την δημιουργήσει τοποθετώντας άτεχνα τη φωνή της.
Η ανάλαφρη παρουσία του έργου, η Αμαλία, ερμηνεύτηκε από την Μαρία-Νεφέλη Δούκα με μια επιδερμική, επιφανειακή προσέγγιση στον ρόλο διαμορφώνοντας μια απόσταση μεταξύ του χαρακτήρα όπου υποδυόταν και του θεατή. Σωστές ερμηνείες αποδόθηκαν από τις Μαρία Καρακίτσου, Βασιλική Διαλυνά και Δάφνη Λιανάκη στους ρόλους των υπόλοιπων αδερφών.
Καταλήγοντας,
Ο Ένκε Φεζολλάρι θέλησε να τοποθετήσει το μυθιστόρημα της Λιλής Ζωγράφου στο σήμερα, επιλέγοντας την γυναίκα ως μοναδική και κεντρική ηρωίδα σαν έναν άλλον φόρο τιμής στο θηλυκό σύμβολο. Η πρόθεση του διαφάνηκε και χαρακτηρίστηκε ως πρωτοτυπία, αν κατόρθωνε να ενσωματωθεί πλήρως μέσα στην παράσταση. Αντ΄ αυτού το συγκεκριμένο σκηνοθετικό εγχείρημα δημιουργούσε κόπωση και μοναδική του σωτηρία υπήρξε το κείμενο-διαμάντι όπου διέθετε και κάποιες επιλεγμένες ερμηνείες του…
Όλοι σε λένε κατευθείαν άγαλμα,
εγώ σε λέω γυναίκα αμέσως.
Όχι γιατί γυναίκα σε παρέδωσε
στο μάρμαρο ο γλύπτης
κι υπόσχονται οι γοφοί σου
ευγονία αγαλμάτων,
καλή σοδειά ακινησίας.
Για τα δεμένα χέρια σου, πού έχεις
όσους πολλούς αιώνες σε γνωρίζω,
σε λέω γυναίκα.
Σε λέω γυναίκα
γιατ’ είσ’ αιχμάλωτη.
Κική Δημουλά
Βαθμολογία:
Φωτογραφικό υλικό