Είδε ο Γιάννης Τσιρόγλου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Πρωτοανέβηκε στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου και σε ένα χώρο 70 μόλις καθισμάτων το «Goodbye, Lindita» …άγγιξε την τελειότητα. Αυτό τουλάχιστον μετέφεραν οι περισσότεροι που είχαν δει μιλώντας για το πόσο τους επηρέασε καθώς είχαν την αίσθηση πως βρίσκονταν και οι ίδιοι μέσα στο σπίτι που διαδραματιζόταν ο τελευταίος αποχαιρετισμός.
Τουναντίον σε μας, μεταφέρθηκε στο 600 και βάλε θέσεων Βασιλικό θέατρο προκαλώντας τεράστιο ενδιαφέρον με τις τρεις προγραμματισμένες παραστάσεις να γίνονται με το καλημέρα πέντε, καθώς η ζήτηση για θέσεις χτύπησε ταβάνι και να γίνουν όλες σολντ αουτ, στο πιτς φυτίλι. Με μόνη διαφορά πως εμάς, μας άγγιξε ελάχιστα…
Και με δυο λόγια μεταφερόμαστε στα ενδότερα μιας σάλας (καθιστικό, σαλόνι, κρεβατοκάμαρα, κουζίνα) με τα μέλη μιας οικογένειας να θρηνούν τη νεκρή νεαρή κοπέλα. Θα την γδύσουν, θα την καθαρίσουν, θα την ντύσουν και θα τις φορέσουν μια παραδοσιακή στολή (ίσως και νυφικό, αυτό παίζεται…) για το τελευταίο αντίο… Μόνο που στο δεύτερο μέρος η ιεροτελεστία θα περάσει σε άλλη διάσταση μπλέκοντας τη φαντασίωση με το όνειρο..
Αρχικά να τονίσω πως πρόκειται ξεκάθαρα για εικαστικό δρώμενο καθώς αυτό που παρακολουθήσαμε ουδεμία σχέση έχει με θέατρο και τίποτα δεν παραπέμπει σε θεατρική πράξη. Με το δεδομένο αυτό μας κορόιδεψαν. Γιατί άλλο είναι να πηγαίνεις σε ένα μουσείο που διοργανώνει μια περφόρμανς, άρα ξέρεις τι θα δεις και άλλο σε ένα θέατρο βλέποντας μια εικαστική περφόρμανς που δεν της ταιριάζει αισθητικά. Η κοροϊδία έγκειται στο ότι το πάσαραν ως θεατρική παράσταση, τελεία.
Επιπλέον δεν υπάρχουν ερμηνείες και δεν αξιολογούνται γιατί απλά δεν έπαιζαν, σύμφωνα με τον σκηνοθέτη κινούνταν σαν μαριονέτες, δεύτερη τελεία.
Φτιάχτηκε να παρουσιάζεται σε αντισυμβατικούς μικρούς χώρους και αντιστοίχως απευθύνεται σε μικρό αριθμό θεατών ώστε να τους κάνει κοινωνούς στο δράμα που βιώνει η οικογένεια, άντε τώρα να συναισθανθείς τον πόνο στο αχανές Βασιλικό, τουτέστιν: όλα για την κονόμα, τρίτη τελεία.
Η παράσταση διαρκεί κοντά στη μιά ώρα, παραπάνω δεν ήταν ή αλλιώς δεν αντεχόταν, άσε που δεν είχε καμιά άλλη δυνατότητα να προσφέρει κάτι από την όποια «μαγεία» της. Αυτό το λες και θετικό. Το ιδανικό όμως θα΄ ταν να μην ξεπερνά τα 30 λεπτά και όπως είπα σε άλλο χώρο, τέταρτη τελεία.
Δεν υπήρχε κείμενο, δεν ακούγεται ούτε μια λέξη… Τυχαίο; Όχι! Καθώς ο δημιουργός ευαγγελιζόταν η αίσθηση να αποτυπώνεται με την εικόνα και το θέαμα, ναι, με το θέαμα. Αυτός ήταν ο στόχος του γιατί σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογείται η βούβα, πέμπτη και τελευταία τελεία.
Και αυτό παρουσιάζεται στο ας πούμε δεύτερο μέρος με τα φαντασιακά, που διαρκεί κοντά στα 10 λεπτά της ώρας τα περισσότερα δε, αρκετά εύστοχα…
Προηγουμένως στην μουγκαμάρα θα δούμε μια συρταριέρα να γίνεται καναπές, ένα κρεβάτι σε μπανιέρα με νερό κανονικό όπου λούζουν τη νεαρή κοπέλα, καθαγιάζεται και η μάνα.. Από ένα κάδρο να βγαίνει στο υπέρ πέραν, μια μαύρη αγγελική φιγούρα να καλεί ζώντες και νεκρούς, η εξώπορτα να μεταμορφώνεται σε νεκροκρέβατο, ένα λουσμένο στο φως παραθύρι να μεταφέρει μηνύματα (άγνωστο τι) μάλλον του άλλου κόσμου…
Κοντά σε αυτά ακαθόριστοι ήχοι, φωνές, κραυγές, αφηρημένες γρατζουνιές και πολύ καλές μουσικές τονίζουν εύστοχα τον θρήνο, τον τρόμο αλλά και την κάθαρση, φέρνοντας τούμπα όλο το πρώτο βατό μέρος.
Αλλά έχει και γυμνό, μπόλικο γυμνό που δεν κατανοείται πέρα από τη νεκρή γυναίκα που ετοιμάζεται για τον παράδεισο. Το φινάλε δε με άπαντες να έχουν ξεβρακωθεί και να τριγυρνούν ωσάν ζόμπι λουσμένοι κάτω από προβολείς είναι ένα επιπλέον ερώτημα… Όπως και το άνοιγμα του σκηνικού σε κάτι από Άδη…
Ξέρω γω, μάλλον, ίσως, ότι κατάλαβε κανείς…
Εν ολίγοις (=) θάφτηκε μια ενδιαφέρουσα εικαστική πρόταση που άλλο είναι και αλλιώς την πασάρουν. Πάντως ο Αλβανός σκηνοθέτης Μάριο Μπανούσι έχει μέλλον.
Βαθμολογία: 4,5/10
Χλιαρό και το χειροκρότημα στην παράσταση της Κυριακής, ώρα 5μμ….