Είδε η Αννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Αναμφίβολα επίκαιρη, η «Σύλβια» του Άλμπερτ Ρ. Γκέρνυ, που παρακολουθήσαμε στο θέατρο Τ, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι, τελευταία, επιλέγουν να ανοίξουν το σπιτικό τους σε ένα αδεσποτάκι και να μοιραστούν μαζί του την καθημερινότητά τους. Είναι μόδα; Φαινόμενο της εποχής; Ένδειξη της διαρκώς αυξανόμενης ανάγκης του ανθρώπου για στοργή; Όλα αυτά και άλλα τόσα;
Η εταιρεία θεάτρου Monks μας δίνει τη δική της απάντηση, μέσα από την πραγματικά διασκεδαστική παράστασή της, σε σκηνοθεσία Γιώργου Μιχαλάκου. Και για να το ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής: Η Σύλβια του Γκέρνυ είναι σκύλος, όχι γίδα και… όχι, δεν έχει ερωτική σχέση με το αφεντικό της.
ΥΠΟΘΕΣΗ
Νέα Υόρκη. Ο Γκρεγκκαι η Κέιτ ζουν μια ήρεμη, ισορροπημένη ζωή, απασχολημένοι με τη δουλειά και τα ενδιαφέροντά τους. Μια μέρα, μετά από ένα δυσάρεστο περιστατικό στην δουλειά του, ο Γκρεγκ επιστρέφει στο σπίτι με… τη Σύλβια, μια αδέσποτη σκυλίτσα που συνάντησε στο πάρκο. Η Κέιτ, αν και του δηλώνει κατηγορηματικά ότι δεν θέλει σκύλο στο σπίτι, δέχεται να την κρατήσουν για λίγες μέρες, μέχρι να της βρουν ένα άλλο μέρος να μείνει. Μέρα με τη μέρα, ο Γκρεγκ δένεται όλο και περισσότερο με τη νέα του φίλη, απολαμβάνει πραγματικά την κάθε στιγμή που περνά μαζί της και δεν δέχεται, επ’ ουδενί, να την αποχωριστεί. Σύντομα η κατάσταση περιπλέκεται, καθώς η Σύλβια γίνεται, άθελά της, το «τρίτο πρόσωπο» στη σχέση του ζευγαριού και η βασική αιτία των συνεχών διαπληκτισμών τους. Η μικρή άτακτη σκυλίτσα,αν και διαταράσσει τις ισορροπίες του ζευγαριούκαι φέρνει στο φως καταπιεσμένα συναισθήματα χρόνων, τελικά τους βοηθάνα επαναπροσδιορίσουν τη σχέση τους με τον δικό της ιδιαίτερα χαριτωμένο τρόπο…
Στα θετικά (+) της παράστασης
συγκαταλέγεται καταρχάς το κείμενο του Ά.Ρ. Γκέρνυ, σε μετάφραση των Ιωάννη Καμπούρη και Γιώργου Μιχαλάκου, ένα πρωτότυπο έργο, γεμάτο ζωηρούς, πνευματώδεις διαλόγους, με έξυπνο χιούμορ και ξεκαρδιστικές σκηνές. Το έργο πραγματεύεται, παρά τον φαινομενικά ανάλαφρο χαρακτήρα του, σοβαρά ζητήματα της σύγχρονης αστικής ζωής, όπως τη μοναξιά της πόλης, τη ρουτίνα της καθημερινότητας που οδηγεί στην αποξένωση, την ανάγκη του σύγχρονου ανθρώπου για στοργή και συντροφιά. Ο συγγραφέας επιλέγει, πράγμα που αποτελεί και την σημαντικότερη ιδιαιτερότητα του έργου, να παρουσιάσει τη Σύλβια να μιλά σαν άνθρωπος. Την εμφανίζει να συνομιλεί με τον Γκρεγκ και την Κέιτ και να εκθέτει τη δική της «σκυλίσια» άποψη σε όσα της λένε, κάτι που καθιστά την όλη ιστορία απίστευτα ενδιαφέρουσα. Μέσα από τους διαλόγους τους καταδεικνύεται με έναν χαριτωμένο και χιουμοριστικό τρόπο, ηέμφυτη τάση των ανθρώπων για επικοινωνία, η ανάγκη να συνδεθούν με τη φύση μέσω της ανιδιοτελούς αγάπης ενός αθώου και άδολου πλάσματος, να νιώσουν γαλήνη, ηρεμία και να αποφορτιστούν από την ένταση της ασφυκτικής καθημερινότητας.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιώργου Μιχαλάκου υπήρξε αποτελεσματική καθώς η παράσταση που έστησε είχε ζωντάνια, γέλιο, ρυθμό και κράτησε αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών σε όλη τη διάρκειά της. Σκιαγράφησε επιτυχημένα τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων τονίζοντας την χιουμοριστική τους πλευρά και επικοινώνησε μέσα από το κωμικό στοιχείο τα βασικά ζητήματα που θέτει ο συγγραφέας σχετικά με την σύγχρονη αστική ζωή. Η όλη προσέγγιση, μάλιστα, μέσα στη λιτότητά της, έδωσε μια αληθοφάνεια και μια φυσικότητα που βοήθησε τους θεατές να ταυτιστούν με τους ήρωες και να απολαύσουν ακόμη περισσότερο την παράσταση. Δεν έλειψαν κάποια ιδιαιτέρως πετυχημένα στιγμιότυπα που ανέδειξαν την κωμικότητα του κειμένου προκαλώντας άφθονο γέλιο, όπως η στιγμή που η Σύλβια βλέπει μια γάτα στο δρόμο και από ένα γλυκό πλασματάκι, μεταμορφώνεται σε ένα μαινόμενο, αθυρόστομο νταή που μέσα σε δυο λεπτά εκστομίζειό,τι βρισιά θα μπορούσε κανείς να φανταστεί.
Το λιτό σκηνικό που επιλέχθηκε ήταν αρκετό για να αποδώσει την αίσθηση ενός απλού μικρού διαμερίσματος, ενώ για τις σκηνές στο πάρκο οι ηθοποιοί απλά μεταφέρονταν μπροστά, προς το μέρος των θεατών. Η δε Σύλβια, έκανε τις βόλτες της, ελεύθερα και εκτός σκηνής.
Τα κοστούμια της Ανδρομάχης Μπάρδη υπήρξαν συμβατά με την προσωπικότητα του κάθε ήρωα, ενώ ξεχώριζαν οι πιο «παιχνιδιάρικες» ενδυματολογικές επιλογές που προορίζονταν για την Σύλβια.
Σχολιάζοντας τις ερμηνείες θα πρέπει να πούμε πως οι τέσσερις ταλαντούχοι, νέοι ηθοποιοί, με έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ τους, υπήρξαν επαρκέστατοι στους ρόλους τους και κέρδισαν επάξια το χειροκρότημα του κοινού.
Η Σπυρέλα Γενιτσαρίδου στον πιο χαριτωμένο ρόλο της παράστασης, αυτόν της Σύλβιας, είχε μια ενδιαφέρουσα ερμηνευτικά παρουσία, όλο νάζι και «κουνήματα», την οποία υπηρέτησε με φυσικότητα τόσο από άποψη λόγου, όσο και κίνησης.
Ο Ιωάννης Καμπούρης απέδωσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον ρόλο του Γκρεγκ, έναν χαρακτήρα με πολλά χιουμοριστικά στοιχεία τον οποίο ερμήνευσε με άνεση και φυσικότητα. Υπήρξε ομολογουμένως ο πιο συμπαθητικός χαρακτήρας όλων και κατάφερε να επικοινωνήσει με επιτυχία την χαρά και την ηρεμία που ένιωθε μέσα από τις απλές στιγμές που περνούσε με τη Σύλβια.
Ως Κέιτ, η Ανδρομάχη Μπάρδη είχε μια επίσης καλή παρουσία, αποδεικνύοντας το υποκριτικό της ταλέντο. Υπηρέτησε το ρόλο της συζύγου που νιώθει πως απειλείται από την εισβολή της μικρής σκυλίτσας, με σκηνική άνεση, μέτρο, αμεσότητα καιεξαιρετική αίσθηση του χιούμορ.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου, τέλος, σε διπλό ρόλο, ο ένας μάλιστα εκ των οποίων γυναικείος, είχε μια πολύ καλή εμφάνιση, με πολλή ενέργεια, αφοσίωση και εύστοχη σωματικότητα, εκμεταλλευόμενος τις κωμικές του ιδιαιτερότητες. Κατόρθωσε να αποδώσει και τους δύο χαρακτήρες που υποδύθηκε, έναν «σκυλομπαμπά» στο πάρκο και μια φίλη της Κέιτ που δεν συμπαθεί τα σκυλιά, με την ορθή δόση υπερβολής, χαρίζοντας άφθονο γέλιο στο κοινό.
Γενικά με τις ερμηνείες τους οι πρωταγωνιστές βοήθησαν το κοινό να ταυτιστεί με τους ήρωες, κάτι που, βέβαια, δεν ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, τουλάχιστον για όσους από εμάς έχουμε την τύχη να συμβιώνουμε με ένα σκύλο. Τις περισσότερες σκέψεις, αντιδράσεις, ενδοιασμούς, φοβίες που εκφράζονται επί σκηνής τις έχουμε ήδη βιώσει στην καθημερινότητά μας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.
Τέλος, αν και θα μπορούσαμε να κάνουμε διάφορες παρατηρήσεις (-)
τόσο ως προς τη σκηνοθεσία της παράστασης που θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με διάφορα σκηνοθετικά ευρήματα, όσο και ως προς τις ερμηνείες, εντούτοις θα επιλέξουμε να κρατήσουμε το σημαντικότερο στοιχείο της, που δεν είναι άλλο από την ευχάριστη διάθεση με την οποία φύγαμε από το θέατρο και το γέλιο που μας χάρισε, το οποίου υπερκαλύπτει τις όποιες αδυναμίες.
Συμπερασματικά (=)
παρακολουθήσαμε μια ευχάριστη, ανάλαφρη και διασκεδαστική παράσταση, με καλές ερμηνείες, έξυπνους διαλόγους και άφθονο γέλιο. Μια παράσταση για την κάθε μικρή Σύλβια που, περιμένει εκεί έξω, να την βρούμε και να την βάλουμε στη ζωή μας για να μας χαρίσει, με τη σειρά της, αυτήν την απόλυτη αγάπη που μόνο οι σκύλοι μπορούν να μας προσφέρουν…
Βαθμολογία: 6/10