Είδε ο Γιώργος Μπαστουνάς και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το The Play That Goes Wrong ελληνιστή… «Όλα… Λάθος!» των Henry Lewis, Jonathan Sayer και Henry Shields είναι μια πολυβραβευμένη βρετανική φάρσα, που εδώ και χρόνια διασκεδάζει κοινά σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Η γοητεία της έγκειται στην απόλυτη καταστροφή ενός θεατρικού έργου: σκηνικά που πέφτουν, αντικείμενα που χαλάνε, ηθοποιοί που ξεχνούν ρόλους — και μέσα από το χάος, το κοινό γελά με την αποτυχία.
Η ελληνική της εκδοχή, σε σκηνοθεσία και απόδοση της Θέμιδος Μαρσέλλου, έρχεται μετά την επιτυχία της Αθήνας για να κατακτήσει και το κοινό της Θεσσαλονίκης στο Κινηματοθέατρο Κολοσσαίον. Όμως, παρά την πλούσια παραγωγή και τη φιλότιμη σκηνοθετική πρόθεση, το τελικό αποτέλεσμα απογοητεύει.
Εκκινώντας από τα αρνητικά (-) στοιχεία της παράστασης, το βασικότερο μειονέκτημά παράστασης είναι το ίδιο το κείμενο — τουλάχιστον όπως παρουσιάζεται εδώ. Δεν διαθέτει νόημα, δραματουργική πορεία ή ουσία. Δεν σε «πηγαίνει» παραπέρα, δεν σε προβληματίζει, δεν σου προκαλεί καμία έκπληξη. Μετά τα πρώτα λεπτά, ο θεατής αντιλαμβάνεται το μοτίβο των επαναλαμβανόμενων λαθών, και από εκεί και πέρα όλα μοιάζουν αναμενόμενα. Το γέλιο εξαντλείται γρήγορα και η φάρσα βυθίζεται σε ένα συνεχές, θορυβώδες déjàvu. Η απόδοση δεν καταφέρνει να διατηρήσει το αγγλικό φλέγμα, ενώ οι προσθήκες λαϊκότροπων ατακών και εκφράσεων δεν ενσωματώνονται οργανικά, με το κείμενο να μοιάζει επιτηδευμένο, φλύαρο και χωρίς στόχο.
Η σκηνοθεσία της Θέμιδος Μαρσέλλου, αν και τεχνικά οργανωμένη, ενισχύει το πρόβλημα αντί να το μετριάσει. Στηρίζεται υπερβολικά σε φωνές, σωματικές και μιμητικές υπερβολές, μετατρέποντας τη λεπτή ειρωνεία του πρωτότυπου σε εξωστρεφή φασαρία. Οι ρυθμοί είναι ασύμμετροι, η σκηνική δράση πλατειάζει, και η διάρκεια της παράστασης — ξεπερνά τις δύο ώρες — καθιστά το εγχείρημα κουραστικό. Το δεύτερο μέρος, μετά το διάλειμμα, είναι εμφανώς πιο αδύναμο: οι ίδιες φάρσες επαναλαμβάνονται χωρίς ένταση ή κλιμάκωση, με αποτέλεσμα ένα βαρετό και εξαντλητικό δεύτερο ημίχρονο.
Οι ερμηνείες των ηθοποιών κυμαίνονται σε άνισα επίπεδα. Δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι το σύνολο των ηθοποιών έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, καθώς η γενικότερη σκηνοθετική κατεύθυνση δεν το ευνοεί. Ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης διατηρεί μετρημένο ύφος και καθαρό ρυθμό, προσφέροντας στιγμές πραγματικής ισορροπίας μέσα στην υπερβολή. Ο Θανάσης Τσαλταμπάσης, αν και εκρηκτικός και τεχνικά ευέλικτος, εγκλωβίζεται σε έναν υπερφορτωμένο, μονοδιάστατο ρόλο, επαναλαμβάνοντας γνώριμες εκφραστικές συνταγές.
Η Μαρία Ανδρούτσου φέρνει φρεσκάδα και σωστό σκηνικό timing, ενώ ο Βαγγέλης Πιτσιλός, σε ρόλο με εμφανή υπερβολή, αποδίδει πειστικά την καρικατούρα, κρατώντας ωστόσο τον έλεγχο και τη σκηνική ισορροπία. Οι Πρόδρομος Τοσουνίδης, Γιώργος Χατζής, Ελευθερία Κοντογεώργη και Γεράσιμος Παπικινός στέκονται αξιοπρεπώς, αν και περιορίζονται από το αδύναμο σενάριο.
Τα θετικά (+) σημεία της παράστασης είναι κυρίως δευτερεύοντα, αφορούν την παραγωγική και τεχνική πλευρά της δουλειάς, και δεν αρκούν για να αντιστρέψουν τη συνολική αίσθηση.
Τα σκηνικά της Μαρίας Φιλίππου είναι πολυεπίπεδα, λειτουργικά και με φαντασία, υπηρετούν με επιτυχία τη δομή του έργου και αποτελούν, ουσιαστικά, τον βασικό «πρωταγωνιστή» της παράστασης. Σε ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερη πλοκή ή δραματουργικό ενδιαφέρον, το σκηνικό καλείται να «παίξει» κυριολεκτικά τον ρόλο της δράσης· να καταρρεύσει, να αιφνιδιάσει, να υποκαταστήσει το χιούμορ που λείπει από τον λόγο. Η Φιλίππου καταφέρνει να δημιουργήσει έναν ζωντανό, ευρηματικό σκηνικό μηχανισμό, που προσφέρει τις λίγες αληθινά απολαυστικές στιγμές της παράστασης.
Τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού είναι επιμελημένα, τα φώτα της Μελίνας Μάσχα ζεστά και ευρηματικά, ενώ η μουσική επιμέλεια του Ιάσονα Γουάστωρ δίνει ωραίες μεταβάσεις. Η επιμέλεια κίνησης του Θοδωρή Γιαννόπουλου προσδίδει σκηνική ακρίβεια, ιδιαίτερα στα πιο χαοτικά σημεία.
Όλα αυτά συνθέτουν μια παραγωγή καλαίσθητη και επαγγελματική — αλλά, δυστυχώς, όχι ψυχαγωγική.
Το Όλα… Λάθος! είναι μια παράσταση που ξεκινά με υποσχέσεις για ξέγνοιαστο γέλιο, αλλά χάνει τον στόχο της μέσα σε φασαρία, επανάληψη και έλλειψη νοήματος. Παρά την τεχνική αρτιότητα ορισμένων σημείων, τη φροντίδα των σκηνικών και τη συνοχή της παραγωγής, το έργο δεν έχει ψυχή, δεν συγκινεί και δεν προκαλεί καμία πραγματική αντίδραση πέρα από κόπωση.Η παράσταση κλείνει αφήνοντας διχασμένες εντυπώσεις: άλλοι διασκεδάζουν, άλλοι μένουν αμήχανοι, όμως δύσκολα κανείς φεύγει με την αίσθηση ότι είδε μια ολοκληρωμένη κωμωδία με βάθος και ρυθμό.
Βαθμολογία: 3,2/10
Η κωμωδία «Όλα…λάθος» με τον Θανάση Τσαλταμπάση στο θέατρο Κολοσσαίον
Θανάσης Τσαλταμπάσης: «Ο κωμικός ηθοποιός είναι μια κατηγορία από μόνος του» | Interview











