Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου για την Κουλτουρόσουπα
Ιδιαίτερα ελκυστικές οι πληροφορίες που συνοδεύουν τη συγκεκριμένη παράσταση και μιλούν για ένα βραβευμένο έργο με περγαμηνές, που γνώρισε μεγάλη αποδοχή, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, σημειώνει εξαιρετική επιτυχία στις παραστάσεις του ανά τον κόσμο και επιλέχθηκε με «καμάρι» από το ΚΘΒΕ για να παρουσιαστεί (και) στο θεσσαλονικιώτικο κοινό…
Άκρως δελεαστικά όλα τούτα προκειμένου να προσέλθουμε με προσμονή στο Φουαγιέ της ΕΜΣ για την παράσταση «Το τέλος του έρωτα» του Πασκάλ Ραμπέρ, σε προσαρμογή- σκηνοθεσία από τον Γρηγόρη Αποστολόπουλο…
Όπως ακριβώς αναφέρει κυριολεκτικά ο τίτλος, πρόκειται για το τελείωμα της ερωτικής σχέσης ανάμεσα σε ένα ζευγάρι καλλιτεχνών, του Σταν και της Όντρει… που στο παρελθόν αγαπήθηκαν παράφορα, ενέμπνευσαν ο ένας τον άλλον, εξιδανίκευσαν τον έρωτά τους, δημιούργησαν οικογένεια, όμως από κάποιο απροσδιόριστο σημείο άρχισε η αντίστροφη μέτρηση, που σημαίνει σταδιακή απομυθοποίηση ενός βιώματος που μάλλον υπερτίμησαν τοποθετώντας το σε ψηλό βάθρο κι όταν επήλθε η συνειδητότητα οδήγησε σε κατάρρευση με ηχηρό πάταγο και υπαρξιακά ερωτήματα… Πόσο στέρεο ήταν αυτό του έζησαν;; Μήπως το πάθος διαστρέβλωσε την αλήθεια;; Μήπως η τέχνη τους εξωράισε τα βιώματα;; Υπήρξαν εραστές του πραγματικού ή του φαντασιακού;; Γιατί ό,τι στο παρελθόν φάνταζε ιδανικό τώρα, σε συνθήκη αδιεξόδου, εκτοξεύεται ως βαριά κατηγορία πληγώνοντας ανελέητα ο ένας τον άλλον κι οδηγώντας σε αναπόδραστη ρήξη;
Παρότι αναγνωρίζουμε κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία στο έργο, ουδόλως συμμεριζόμαστε (-) τις υπερεκτιμημένες «περγαμηνές» του, καθότι αδυνατούμε να αντιληφθούμε τους λόγους που ένα κείμενο βασισμένο σε κοινότυπη, ανέμπνευστη ιδέα περί χωρισμού και δοσμένο συγγραφικά με εντελώς αντιθεατρική φόρμα που εξαντλείται σε μακροσκελείς διαδοχικούς μονολόγους τύπου «μοναχικό παραλήρημα» αντί ζωντανών διαλόγων, είναι δυνατόν να γνωρίζει ευρεία αποδοχή κι επιτυχία ως θεατρική παράσταση… Διότι η δομή των στατικών μονολόγων καθενός, όπου ο ένας σιωπά κι ο άλλος παραληρεί εναλλάξ, με περιεχόμενο λιγότερο προσωπικό- συναισθηματικό και περισσότερο φιλοσοφικό- υπαρξιακό με «σουρεάλ» πινελιές, στερεί εντελώς τη θεατρικότητα αλλά και αληθοφάνεια του εγχειρήματος, καθώς δύο στενά δεμένοι χαρακτήρες σε μια εκρηκτική μεταξύ τους συνθήκη, μοιάζουν να μην αλληλεπιδρούν, περιχαρακωμένοι στις ατομικότητές τους… Περιοριζόμενοι θαρρείς σε μικρές σοφιστικέ «διαλέξεις» περί σχέσεων που απευθύνουν κυρίως σε ακροατήριο παρά μεταξύ τους, εξαιρώντας κάποιες ακαριαίες συγκρούσεις, σχεδόν απογυμνωμένες από συναισθηματισμό, προφανώς ως επιλογή… Σαφώς εκτιμούμε το γεγονός ότιτο κείμενο διαθέτει ποιότητα λόγου και ψαγμένων νοημάτων με γραφή διανοουμενίστικου επιπέδου, όπως επίσης κατανοούμε ότι η ανωτέρω δομή είναι συνειδητή, ιδιαίτερη οπτική του συγγραφέα, που όμως όχι μόνο δεν μας άγγιξε όπως πιθανόν άλλους, αλλά για την ακρίβεια μας κούρασε…
Οπότε σε ένα αντιθεατρικό, «περίεργο» έργο, κλήθηκε ο σκηνοθέτης Γρηγόρης Αποστολόπουλος (+) να εφεύρει το απαραίτητο δομικό στοιχείο που του έλειπε και δεδομένων των δύσκολων συνθηκών τα κατάφερε σε σημαντικό βαθμό… Αρχής γενομένης από το τεράστιο τραπέζι– ως μοναδικό σκηνικό αντικείμενο- του οποίου η διαγώνια τομή επέτρεπε να αποχωρίζονται και να μετακινούνται τα δύο τμήματά του, γεγονός που λειτούργησε ως εμπνευσμένο συμβολικό εύρημα, αναπαριστώντας εύστοχα άλλοτε την προσέγγιση κι άλλοτε την απομάκρυνση, ενώ παράλληλα προσέφερε ένα δεύτερο επίπεδο «δράσης» πάνω στην επιφάνειά του…
Επίσης το κομμάτι των προβολών με γκροτέσκο φιγούρες «σημειολογικές» των έντονων περιγραφών ή η κινησιολογία της Όντρεϊ με επιμελημένα χορογραφημένα αποσπάσματα επαγγελματικού επιπέδου χορεύτριας ή κάποιες στιγμιαίες εκρήξεις ως μάταιη απόπειρα (μη) διαλόγου χαμένη σε ακατάληπτες φωνές ή η επιτυχημένη κλιμάκωση των αντιδράσεων,, προσέδωσαν μια μίνιμουμ θεατρικότητα/ όγκο/ενέργεια στην ακατάσχετη, μοναχική φλυαρία των ηρώων, συν μια πολύτιμη καλλιτεχνική χροιά… Και βέβαια αξίζουν σπουδαία εύσημα στην θαυμάσια, εμπνευσμένη, πρωτότυπη και άκρως δεμένη με το κλίμα μουσική της παράστασης από τον Martyn Jacques/The Tiger Lillies, συμβάλλοντας καθοριστικά – μαζί με τους φροντισμένους φωτισμούς- στην δημιουργία της κατάλληλης «ψυχεδελικής» ατμόσφαιρας κι αποτελώντας ίσως τον ισχυρότερο πόλο έλξης στο συνολικό αποτέλεσμα…
Το οποίο επίσης οφείλει πολλά στους δύο ταλαντούχους ηθοποιούς, που υπηρέτησαν τη δύσκολη συγγραφική συνθήκη με επαγγελματισμό, σκηνική άνεση, δουλεμένα εκφραστικά μέσα, αυτοέλεγχο, απόλυτη αφοσίωση στις σκηνοθετικές οδηγίες, που ενίοτε υπαγόρευαν συνειδητή «αποστασιοποίηση» ή εναλλαγές κυνικής ψυχρότητας και παθιασμένων εντάσεων ή παραληρηματική εκφορά λόγου με ανορθόδοξους τονισμούς χωρίς ανάσες κι ενωμένες λέξεις, έστω κι αν η τελευταία επιλογή έμοιαζε στυλιζαρισμένη και ελάχιστα φυσική, ωστόσο ταιριαστή σκηνοθετικά με την παράδοξη φόρμα της γραφής, που πιθανόν θέλησε να δώσει συμβολικά κάτι από τον παραλογισμό μιας ιδιότυπης συνθήκης χωρισμού, «απομονώνοντας» το σκεπτικό και τον κόσμο καθενός…
Τόσο ο πιο γήινος, ρεαλιστικός, ακριβής Δημήτρης Σιακάρας, όσο και η πιο αέρινη, ευαίσθητη και συνάμα δυναμική Ερατώ Μαρία Μανδαλενάκη με τις επιπλέον χορευτικές ικανότητες, κατέθεσαν το καλύτερο δυνατό για τους χαρακτήρες τους βάσει συγκεκριμένου σκηνοθετικού οράματος και απέδωσαν τους προσωπικούς μονολόγους τους με αξιόλογες δουλεμένες ερμηνείες…
Εν κατακλείδι (=) συνοψίζοντας τα ανωτέρω, ναι μεν εκτιμήσαμε την φιλότιμη σκηνοθετική προσπάθεια καλλιτεχνικού επιπέδου και τις άξιες ερμηνείες, ωστόσο όταν το κείμενο- βάση πάσχει θεατρικά και παρά τη μικρή διάρκεια των 80 λεπτών αδυνατεί να κρατήσει το ενδιαφέρον, μη προσφέροντας κάτι ελκυστικό ή καινούργιο ή ουσιώδες, το εγχείρημα καταλήγει δυστυχώς με στυφή επίγευση… Πολύ δε περισσότερο όταν οι μεγαλόστομες θριαμβολογίες καλλιεργούν υψηλές προσδοκίες για να διαψευστούν «άμα τη εμφανίσει»…
Βαθμολογία: 4,8/10
«Το τέλος του έρωτα» του Πασκάλ Ραμπέρ σε σκηνοθεσία Γρηγόρη Αποστολόπουλου στο Φουαγιέ της ΕΜΣ











