Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα

Facebook – Instagram
Ξεκινώντας πρέπει να ειπωθεί πως για τη γράφουσα ο Σαίξπηρ δεν αποτελεί ιδιαίτερη αδυναμία. Με κίνδυνο να λιθοβοληθώ από τους απανταχού «Σαιξπηρολάτρεις» θα τολμήσω να πω πως τον βαριέμαι, ακόμα και στις κωμωδίες του. Καταλαβαίνετε λοιπόν την έκπληξή μου, όταν βγαίνοντας από το Θέατρο Κήπου ένιωθα κατευχαριστημένη και με μια ανάλαφρη διάθεση, έχοντας γελάσει και διασκεδάσει με την καρδιά μου.
Η «Δωδέκατη νύχτα» που παρακολουθήσαμε, λοιπόν, είναι µία από τις δημοφιλέστερες κωμωδίες του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Υπολογίζεται ότι γράφτηκε ανάµεσα στο 1600 µε 1601 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1623, εφτά χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα. Η πρώτη καταγεγραμμένη παρουσίαση του έργου στη θεατρική σκηνή είναι στις 2 Φεβρουαρίου του 1602, στο Middle Temple Hall του Λονδίνου, χωρίς όμως να αναφέρεται αν επρόκειτο για την πρεμιέρα του. Ο πλήρης τίτλος του έργου είναι «Δωδέκατη νύχτα ή ό, τι θέλετε».

Και μπορεί η κωμωδία για να γεννήσει το γέλιο να περιφρονεί συνήθως τη λογική και να βασίζεται στην παραβίαση των κανόνων ο Σαίξπηρ όμως δεν αρκείται σε αυτό. Η τρέλα στις κωμωδίες του χτίζεται μεθοδικά. Στη «Δωδέκατη νύχτα» το παράλογο της επιθυμίας καθοδηγεί τους ήρωες και τους κάνει να φέρονται σχεδόν εξωφρενικά, ειδικά αν αναλογιστούμε την εποχή που γράφεται το έργο. Όμως δεν το κάνει ο Σαίξπηρ αυτό για τις ανάγκες του έργου. Η επιθυμία είναι από τη φύση της παράλογη. Εμφανίζεται απρόσκλητη, αναπάντεχη, στο πιο ακατάλληλο μέρος, την πιο ακατάλληλη στιγμή, στοχεύοντας τους πιο ακατάλληλους ανθρώπους. Αφού καταλάβει το θυμικό είναι αδύνατον κάποιος να της αντισταθεί. Σαρώνει κάθε εμπόδιο και ανατρέπει κάθε δεδομένο.
Πέρα όμως από τον έρωτα ο Σαίξπηρ δίνει βαρύτητα στη γυναίκα. Της δίνει πρωτοβουλία. Τη μετατρέπει σε κυνηγό από θήραμα. Της προσδίδει μια δυναμικότητα. Δεν θεωρείται διόλου εύκολο και πόσο μάλλον και σε εκείνη την εποχή (περίπου 1600 μ. Χ.) να αναλαμβάνει τα ηνία της ερωτικής πρωτοβουλίας μια γυναίκα.
Έτσι λοιπόν η «Δωδέκατη νύχτα» γίνεται μια τολμηρή για την εποχή της μελέτη του κοινωνικού φύλου και της σεξουαλικής ταυτότητας. Ερωτικά τρίγωνα, μεταμφιέσεις, φαρσικές ανατροπές, ευφυολογήματα και εξομολογήσεις περιγράφουν ένα θεατρικό σύμπαν, διονυσιακό όπου βασιλεύει ο πόθος.
Τέλος να αναφέρουμε πως αν και ο Σαίξπηρ δημιουργεί μια έξυπνη κωμωδία, η τραγικότητα που διέπει τους χαρακτήρες των έργων του είναι παρούσα και στους συγκεκριμένους ήρωες, όπως στην περίπτωση του Μαλβόλιο που έχοντας πέσει θύμα φάρσας γελοιοποιείται μπροστά στο αντικείμενο του πόθου του, την Ολίβια.

Η υπόθεση ξεκινάει µε τη Βιόλα, η οποία έχει ναυαγήσει στις ακτές της Ιλλυρίας. Καθώς δεν μπορεί να βρει τον δίδυμο αδερφό της, Σεµπάστιαν, µε τον οποίο ταξίδευαν μαζί, πιστεύει ότι έχει πνιγεί. Η Βιόλα μεταμφιέζεται σε άνδρα µε το όνομα Σεζάριο και ο καπετάνιος που την έσωσε τη βοηθάει να δουλέψει ως ακόλουθος στο παλάτι του δούκα Ορσίνο. Ο δούκας Ορσίνο είναι ερωτευμένος µε την Ολίβια, η οποία, όμως λόγω πένθους αρνείται τις ρομαντικές του προτάσεις. Όταν ο Ορσίνο στέλνει τον υπήκοό του Σεζάριο να μεταφέρει στην Ολίβια τα συναισθήματά του, εκείνη παρά τη θλίψη της, νιώθει έλξη για τον Σεζάριο και τον ερωτεύεται. Έτσι δημιουργείται ένα ερωτικό τρίγωνο µεταξύ Ορσίνο, Ολίβιας και Βιόλας/Σεζάριο, η οποία έχει ερωτευτεί τον δούκα. Πέρα από το βασικό τρίγωνο όμως έχουμε και τον έρωτα του Μαλβόλιο και του σερ Άντριου για την Ολίβια, της Μαρίας για τον σερ Τομπι. Κι ο καπετάνιος όμως που σώζει τον Αντόνιο έχει ιδιαιτέρως τρυφερά αισθήματα προς τον Αντόνιο. Όλο αυτό το ερωτικό γαϊτανάκι οδηγεί σε παρεξηγήσεις που καταλήγουν βέβαια σε ένα αίσιο τέλος.

Ως προς την παράσταση που είδαμε ξεκινώντας από τα θετικά (+) πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στον Γιώργο Κιμούλη τόσο για τη μετάφραση και την προσαρμογή του κειμένου όσο και για τη σκηνοθεσία. Ευφάνταστος και με όρεξη έκανε άρτια δουλειά δίνοντας στην παράσταση μια φρέσκια πνοή καταφέρνοντας όμως παράλληλα να μεταφέρει τους θεατές στην Ελισαβετιανή εποχή. Ένα κείμενο απαλλαγμένο από βάρη, με λόγο που είχε πονηρά υπονοούμενα και αμφιλεγόμενες εκφράσεις, χωρίς να χάσει κάτι από την ποιότητα του, ακριβώς επειδή δεν κούρασε, μίλησε στον θεατή για πολλά και επίκαιρα θέματα. Ο Κιμούλης τόσο ως μεταφραστής όσο και ως σκηνοθέτης επικεντρώθηκε στο να προβάλλει την κωμικότητα του έργου και αντιμετώπισε την όποια τραγικότητα των ηρώων με σατυρική διάθεση. Έχοντας ως όπλο τη δύναμη της απλότητας δίνει μια παράσταση διασκεδαστική με ωραίο ρυθμό, με εξαίρεση λίγο τις πρώτες σκηνές. Ωραίο το εύρημα να προβληθεί σε οθόνη η θαλασσοταραχή πριν εμφανιστεί στη σκηνή η ναυαγισμένη Βιόλα.
Ως προς τις ερμηνείες οι δευτερεύοντες ρόλοι πραγματικά έκλεψαν την παράσταση ενώ οι κεντρικοί ήρωες ήταν λιγότερο επιδραστικοί στο κοινό.
Ο ίδιος ο Γιώργος Κιμούλης κρατά τον ρόλο του σερ Τόμπι. Ο θείος της Ολίβιας είναι έξυπνος, καλοπερασάκιας, καλαμπουρτζής και κατεργάρης. Εκμεταλλεύεται την αφέλεια και τον έρωτα του σερ Άντριου προς την Ολίβια διασκεδάζοντας εις βάρος του, ενώ δε διστάζει να σκαρώσει μαζί με τη Μαρία κακόγουστη φάρσα εις βάρος του επίσης ερωτοχτυπημένου με την Ολίβια Μαλβόλιο. Ο Κιμούλης ήταν πραγματικά απολαυστικός. Σε μια σκηνή απαντώντας στις ερωτήσεις του σερ Άντριου με ένα απλό «ναι» με διαφορετικό ύφος κάθε φορά και με σωστές παύσεις σκόρπισε το γέλιο στην πλατεία. Θα μπορούσε να είναι μάθημα υποκριτικής το αβίαστο και φυσικό παίξιμό του.

Ο Γιώργος Ζιόβας έχει τον ρόλο του σερ Άντριου ο οποίος είναι ευκατάστατος οικονομικά, παρουσιάζεται ως ο ανόητος και οξύθυμος φίλος του σερ Τόμπι. Είναι αφελής καθώς δεν αντιλαμβάνεται την οικονομική και ηθική εκμετάλλευση που υφίσταται από το φίλο του. Συμπεριφέρεται σαν παιδί που επηρεάζεται από τα πάντα γύρω του, αγαπά τη μουσική έχει πάντα όρεξη για διασκέδαση και περνάει τον περισσότερο χρόνο του πίνοντας, τραγουδώντας και χορεύοντας, στοιχεία που συνεισφέρουν στη γιορτινή ατμόσφαιρα του έργου. Ο ηθοποιός κατανόησε και απέδωσε τον ρόλο άριστα. Μαζί με τον Κιμούλη ήταν το κωμικό δίδυμο της παράστασης.
Ο Μαλβόλιο του Άρη Τρουπάκη είχε όλη τη μεγαλομανία και την αυτολατρεία του ήρωα. Αστεία άκαμπτος με μια υπερηφάνεια που δεν ταιριάζει στη θέση του υπηρέτη και δασκαλίστικο, απαξιωτικό τρόπο συμπεριφοράς προς τους άλλους που τους οδηγεί να του σκαρώσουν μια ταπεινωτική φάρσα. Στάση σώματος, εκφορά λόγου, παύσεις, φωνητικές εντάσεις, όλα άριστα.Πολύ καλή δουλειά.

Ο καλλίφωνος Χρήστος Μουστάκας ως τρελός/γελωτοποιός παίζει και ερμηνεύει τα υπέροχα τραγούδια του Διονύση Τσακνή έχοντας κατά κάποιο τρόπο τον ρόλο του χορού στην τραγωδία. Επαρκέστατος και ως προς την υποκριτική κι ως προς το τραγούδι.
Η Σοφία Βογιατζάκη στο ρόλο της υπηρέτριας Μαρίας είχε μπρίο, τσαχπινιά κι άνεση, ενώ κάθε φορά που έβγαινε στην σκηνή τη γέμιζε με ενέργεια σαρώνοντάς την. Προσέδωσε στην ηρωίδα της και μια λεπτή ειρωνεία που ενίσχυσε την κωμικότητα της.

Και πάμε στην Άννα Μονογιού. Στον διπλό ρόλο της Βιόλας/Σεζάριο και του Σεμπάστιαν έδειξε πως σίγουρα διαθέτει ταλέντο και υποκριτικές δυνατότητες. Όμως δεν είχε ευκρινή διαφοροποίηση μεταξύ των δύο ρόλων κάτι που προφανώς οφείλεται στις επιταγές της σκηνοθεσίας που ήθελε τα δύο πρόσωπα να είναι σχεδόν ταυτόσημα και να τείνουν προς το «άφυλο».
Οι υπόλοιπο ηθοποιοί, η Λίλη Τσεζματζόγλου (Ολίβια), Σταύρος Καραγιάννης (δούκας Ορσίνο), Κώστας Κοράκης (Αντόνιο), Τζώρτζης Παπαδόπουλος και Γιώργος Τσουρουνάκης ερμήνευσαν τους ρόλους τους με σαφήνεια και κέφι παραδίδοντας στους θεατές διακριτούς χαρακτήρες.

Μεγάλο μέρος της επιτυχίας της παράστασης οφείλεται στη μουσική και τα τραγούδια του Διονύση Τσακνή σε υπέροχους στίχους του ίδιου. Ο αναγεννησιακός ρυθμός με ροκ πινελιές σε συνδυασμό με τα κοστούμια ήταν τα στοιχεία που απέδωσαν την ατμόσφαιρα της ελισσαβετιανής εποχής.
Τα κοστούμια της Μαρίας Νικολαϊδου είχαν ωραία αισθητική με το μαύρο χρώμα να επικρατεί, ενώ με τα κατάλληλα στοιχεία, όπως τα χαρακτηριστικά κολάρα παρέπεμπαν στην εποχή του έργου. Ο Θανάσης Ντέμκο στους φωτισμούς δεν είχε και πολλά να κάνει. Ελάχιστες οι εναλλαγές.

Τα σκηνικά της Φαίης Παπαδοπούλου κυριολεκτικά ήταν μετρημένα. Ένα τραπέζι, ένα παγκάκι και μια καρέκλα. Πιο μίνιμαλ πεθαίνεις. Το μπαγκράουντ ήταν μια οθόνη στην οποία εναλλάσσονταν οι εικόνες ανάλογα με το αν η σκηνή εξελισσόταν στην οικία του Ορσίνο ή της Ολίβιας. Ο λόγος που δεν κατατάσσουμε τα σκηνικά στα αρνητικά στοιχεία είναι ότι λειτούργησαν και δεν υπήρξε η αίσθηση της έλλειψης τους.
Στις μικρές παρατηρήσεις (-) θα αναφέρουμε τη σκηνοθετική προσέγγιση ως προς τον διπλό ρόλο της Βιολέτας/Σεζάριο και του Σεμπάστιαν. Όπως γράψαμε και πιο πάνω δεν υπήρχε σαφής διαφοροποίηση μεταξύ των δύο προσώπων, γεγονός που αρκετούς θεατές τους μπέρδεψε. Ακόμα κι αν ο στόχος ήταν να μη διαφέρουν πολύ ούτως ή άλλως μπορούσε να γίνει πιο ξεκάθαρη διάκριση ως προς το κοστούμι ή κάποιο πιο έντονο αξεσουάρ.
Στα αρνητικά και η έντονη αμήχανη παύση των ηθοποιών λίγο πριν το τέλος που έδωσε την εντύπωση πως ξεχάστηκαν κάποια λόγια, ίσως και ολόκληρη σκηνή και οδήγησε σε κάπως απότομο «κλείσιμο». Αλλά αυτό υποθέτουμε ήταν λάθος που έγινε στη συγκεκριμένη παράσταση κι όχι δομικό στοιχείο του έργου.
Κλείνοντας οφείλουμε να πούμε ένα τεράστιο μπράβο στους ηθοποιούς όχι μόνο της συγκεκριμένης παράστασης αλλά και όλων των παραστάσεων του καλοκαιριού που με 40ο C έχουν το κουράγιο να φορούν βαριά, ζεστά κοστούμια και να παίζουν με όλους τους προβολείς πάνω τους βρισκόμενοι στα όρια της θερμοπληξίας. Άξιοι θαυμασμού και σεβασμού!!
Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια παράσταση στρωτή, διασκεδαστική, ανάλαφρη, αστεία με δουλεμένο κείμενο, άρτιες ερμηνείες και όμορφα τραγούδια που ανέδειξε και επικοινώνησε στους θεατές με επιτυχία τον ποιητικό λόγο του Σαίξπηρ και τον έκανε προσιτό, καταφέρνοντας να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον ακόμα και 13χρονων θεατών.
Βαθμολογία:
7,1/10
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:
ΘΕΑΤΡΟ:
ΜΟΥΣΙΚΗ:
ΣΙΝΕΜΑ:
Φωτογραφικό υλικό