(1η κριτική, (2020) δείτε εδώ)
Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Η τραγωδία «Αίας» του Σοφοκλή είναι ένα από τα έργα του ποιητή που εξετάζουν με έναν πρωτότυπο τρόπο το σχήμα της τιμωρίας των αρχαίων Ελλήνων, «ύβρις-άτη-νέμεσις-τίσις». Όλα αυτά τα στάδια διαπράττονται τόσο από τον ήρωα, αλλά και από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές του έργου, με το ηθικό χρέος του εκάστοτε χαρακτήρα να τον ακολουθεί και να τον βαραίνει. Το έργο πρωτοπαρουσιάστηκε το 442 π.Χ. και αποτελεί ένα από τα δημοφιλέστερα έργα του αρχαίου τραγικού. Είναι κομμάτι μίας τριλογίας, αλλά μονάχα αυτό επιβίωσε της παλίρροιας του χρόνου. Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο παρουσιάστηκε με τόση μεγάλη επιτυχία από το 2019 μέχρι και σήμερα, κατά την καλοκαιρινή περίοδο του 2024.
Πρόκειται για την παραπλάνηση, το πλάνεμα του ήρωα των Αχαιών και άρχοντα της Σαλαμίνας, Αία, από την Αθηνά, ως σύμμαχο του Οδυσσέα και των υπολοίπων βασιλέων. Μετά το χαμό του Αχιλλέα, η παράδοση προστάζει τα όπλα του θανούντος ήρωα να κληροδοτούνται στον αμέσως επόμενο άξιο πολεμιστή. Σε ανδρεία, γενναιότητα και μαχητικότητα πέρα από τον Αχιλλέα, διακρίθηκε και ο Αίαντας. Ο Αγαμέμνονας, ο Μενέλαος και ο Οδυσσέας δεν ήθελαν να φθάσει η εξάρτυση του Αχιλλέα στον νόμιμο δικαιούχο Αίαντα. Προσυμφώνησαν το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας και η πανοπλία βρέθηκε στα χέρια του Οδυσσέα.
Ο Αίαντας γνωρίζοντας την αδικία και την ατιμία που διαπράχθηκαν εναντίον του και μανιασμένος από εκδίκηση εισέρχεται στον ευρύτερο χώρο των βασιλικών σκηνών. Η Αθηνά αναλαμβάνει δράση για να διασώσει τις ηγετικές φιγούρες της ελληνικής εκστρατείας. Θολώνει το μυαλό του Αίαντα και τον στέλνει στο βοσκοτόπι του στρατοπέδου. Ο Αίαντας περνώντας τα αιγοπρόβατα για τους Αχαιούς, παραδίδεται σε ένα ανεπανάληπτο και απροκάλυπτο μακελειό σφάζοντας τα ζωντανά. Όταν ο θυμός του και η θεϊκή μαγεία της Αθηνάς παρέλθουν, θα αντιληφθεί την ευτελή του πράξη και θα πάρει μία τελεσίδικη για τον ίδιο απόφαση για να ξεπλύνει την ντροπή του σφαγείου που προκάλεσε.
Επί τω έργω:
Η σκηνοθεσία του έργου παραδίδεται στα ικανότατα χέρια του Γιώργου Νανούρη. Αυτός ο σκηνοθέτης έχει ένα μοναδικό χάρισμα αντίληψης του θεατρικού χώρου. Οι παραστάσεις του δεν περιλαμβάνουν μεγάλα και πομπώδη σκηνικά και θεωρούνται μινιμαλιστικές. Καταφέρνει ωστόσο να παραδίδει έργα γεμάτα με εικόνα και συναίσθημα, καθώς γνωρίζει τη χρυσή τομή της ορθής καθοδήγησης των ηθοποιών του. Η σκηνοθετική του κατεύθυνση έχει ως κεντρικό σημείο της φιλοσοφίας της την απόδοση εκείνης της ερμηνείας, που θα ξεχειλίσει μέσα από τον/την εκάστοτε ερμηνευτή/ερμηνεύτρια και θα «πλημμυρίσει» την σκηνή. Μέσα στην εν λόγω παράσταση ωστόσο δεν αναλαμβάνει μονάχα χρέη σκηνοθέτη. Οι οφειλές του προχωρούν και σε άλλα πόστα και ρόλους.
Η σκηνική επιμέλεια και οι φωτισμοί αποδίδονται από κοινού μέσα από το δικό του όραμα για τη μεταφορά του έργου.Η σκηνή της παράστασης κοσμείται με μία σειρά από τρίποδα, πάνω στα οποία έχουν στηθεί αστραφτεροί καμβάδες, αρκετά φωτεινοί ώστε το φως τους να ξεπροβάλλει μέσα από τις επιφάνειες των σχεδιασμένων προσώπων. Η ζωγραφική αυτών αποδίδεται στον ταλαντούχο, μοναδικό και αμίλητο συμπρωταγωνιστή του Μιχάλη Σαράντη, Απόστολο Χαντζαρά. Ο σχεδιασμός τους γίνεται σε ζωντανό χρόνο, με τον καλλιτέχνη να τα ζωγραφίζει χρησιμοποιώντας τα δάχτυλα των χεριών του. Τα πρόσωπα και οι φιγούρες που απεικονίζονται είναι τα αντίστοιχα του έργου. Κάθε φορά που αλλάζει το πρόσωπο που μιλάει, φωτίζεται το κάδρο με το πρόσωπο που λαμβάνει τον λόγο. Όλοι οι χαρακτήρες ερμηνεύονται από την υποκριτική τέχνη του κυρίου Σαράντη.
Έχοντας δει την παράσταση δύο φορές, τόσο σε κλειστή θεατρική αίθουσα, όσο και σε υπαίθριο θέατρο, μπορώ με βεβαιότητα να ομολογήσω τις διαφορές που διακρίνονται κυρίως στη χρήση των φωτισμών. Στην πρώτη περίπτωση ο σκηνοθέτης εκμεταλλεύεται το σκοτάδι που προσφέρει η κλειστή αίθουσα και φωτίζει με κόκκινο χρώμα τις στιγμές της έντασης και κλιμάκωσης. Χρησιμοποιεί και το σύνηθες πρακτικό εφέ των καπνών διαμορφώνοντας νεφελώδεις εικόνες, κρυμμένες και μπερδεμένες στον βαθμό που απαιτούν οι συνθήκες, αλλά και η εύθραυστη ψυχοσύνθεση του ετοιμόρροπου ήρωα. Στο ανοιχτό θέατρο από την άλλη, η απόχρωση μεταβάλλεται σε γαλάζιο, μπλε φως που απλώνεται κατά μήκος της σκηνής και φθάνει μέχρι και τα μπροστινά καθίσματα. Μία κρύα και παγερή στυλιστική επιλογή για να αναδείξει το επακόλουθο της τραγικής επιλογής του Αίαντα. Η χρωματική διάσταση ανανεώνει την παράσταση και δίνει την εντύπωση μίας ενδιαφέρουσας αλλαγής, ακόμα και για εκείνους που έχουν παρακολουθήσει ξανά το έργο.
Ο Γιώργος Νανούρης όμως δε σταματάει την δράση του στην παράσταση εκεί. Αναλαμβάνει από εκεί που αφήνει ο Νίκος A. Παναγιωτόπουλος, υπεύθυνος για τη μετάφραση του έργου, και διασκευάζει μαζί με τον μοναδικό και πολυδιάστατο πρωταγωνιστή του, Μιχάλη Σαράντη, το τελικό κείμενο. Γυρίζοντας στο κομμάτι της μετάφρασης, ο κύριος Παναγιωτόπουλος προβαίνει σε μία τολμηρή επιλογή. Σε σημεία διατηρεί τους στίχους του αυθεντικού κειμένου, με τα λόγια να ηχούν με αμέριστη βαρύτητα και σοβαρότητα λίγο πριν την εκτόνωση της σκηνικής στιγμής. Η διασκευή από την άλλη ταιριάζει σαν κουστούμι, κομμένο και ραμμένο για τον πρωταγωνιστή της, με τον κύριο Σαράντη να δείχνει σε όλους ότι πρόκειται για έναν ηθοποιό,«πολυμορφικό», που αν και ένας μονάχα επί της σκηνής, μετράει για δέκα, αν όχι για παραπάνω!
Επί τη σκηνή:
Πριν ακόμα αρχίσει το έργο, ο Μιχάλης Σαράντης, όπως ακριβώς ένας αφηγητής κάνει μία εισαγωγή για να εντάξει τους/τις θεατές στο πλαίσιο της ιστορίας. Έπειτα, τα φώτα αργοσβήνουν, οι πρώτες μουσικές νότες κάνουν την εμφάνιση τους και ο ηθοποιός αναλαμβάνει την πρώτη δυάδα ρόλων. Ερμηνεύει τον «Οδυσσέα» που εξετάζει την ειδεχθή σφαγή των κοπαδιών και την «Αθηνά» που εμφανίζεται για να του μιλήσει για όσα έχουν συμβεί. Ο κύριος Σαράντης φροντίζει οι δύο χαρακτήρες να είναι τελείως διακριτοί μεταξύ τους και δίνει ένα ζωτικής σημασίας στοιχείο για το τρόπο με τον οποίο θα παρουσιαστεί το έργο. Ο «Οδυσσέας» του παρουσιάζεται ως άνθρωπος του παρασκηνίου. Η φωνή του είναι χαμηλή, οι κινήσεις του κατευνασμένες και ρυθμικές. Κρατάει χαμηλό προφίλ εμπρός της ανυπέρβλητης ντροπής με την οποία έρχεται αντιμέτωπος. Η «Αθηνά» του είναι πιο απελευθερωμένη. Ξεχωρίζει τους ήρωες των Αχαιών και συμπεριφέρεται διαφορετικά σε αυτούς. Ο κύριος Σαράντης ακολουθεί μία θηλυπρεπή προσέγγιση για να φέρει την Αθηνά στην σκηνή, αλλά η γυναίκα αυτή είναι μία θέα και η φωνή του, αν και εκφέρεται σε άλλον τόνο, διατηρεί την ισχύ της. Φωνάζει τον Αίαντα να βγει από την σκηνή με τον Οδυσσέα να τρομοκρατείται μπροστά στο άκουσμα και τον ηθοποιό να κινείται στον χώρο με ταχύτητα, δίνοντας τις κινήσεις και τα συναισθήματα σε άψογο συγχρονισμό.
Ο Αίας βγαίνει από την σκηνή του και όλοι οι θεατές βλέπουν έναν μικρό «δαίμονα» να έχει συνεπάρει τον Μιχάλη Σαράντη, οποίος αφηνιασμένος πλέον κινείται νευρικά, ουρλιάζει από την ένταση, φωνάζει από τη μανία του στην «Αθηνά» που τον ενοχλεί, καθώς επιτελεί το κατά τα άλλα δίκαιο έργο του. Ο χαρακτήρας του Αίαντα σε αυτό το σημείο πιστεύει ότι έχει εξολοθρεύσει του δόλιους Αχαιούς. Εκεί λοιπόν που θαρρεί κανείς ότι ο χαρακτήρας του Αίαντα θα διατηρηθεί, δεδομένης της ερμηνευτικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται ο ηθοποιός, αρχίζει έναν διάλογο ανάμεσα στους δύο χαρακτήρες, αλλάζοντας τον τόνο της φωνής του προκαλώντας δέος με το εύρος των υποκριτικών του δυνατοτήτων. Είναι ολομόναχος και όμως, η σκηνή έχει ήδη τρεις χαρακτήρες που παίζονται ταυτόχρονα και έναν ζωγράφο που ετοιμάζει τα υπόλοιπα πρόσωπα.
Ο Αίας θα επιστρέψει στην σκηνή του και ο ηθοποιός θα εξέλθει ως «Τέκμησσα», γυναίκα του Αίαντα, αλλά και ως άνδρες ναύτες του βασιλιά της Σαλαμίνας. Αν και αναλαμβάνει ξανά γυναικείο ρόλο μέσα στο έργο, η λάμψη στις κινήσεις και τη φωνή του έχει πλέον εκλείψει και ερμηνεύει την Τέκμησσα με αδυναμία και ευαλωτότητα. Ο ρόλος της χρησιμεύει για να μιλήσει στο κοινό και να το πληροφορήσει για την επιστροφή της λογικής στο μυαλό του Αίαντα. Το αποτρόπαιο έργο του είναι πλέον ορατό και από τον ίδιο, με τον ήρωα να στέκεται συντετριμμένος. Οι «ναύτες» ακολουθούν τον ερμηνευτικό τόνο, με τον πρωταγωνιστή να παίρνει ανάσες για αυτό που θα ακολουθήσει.
Πράγματι, κανείς δεν είναι προετοιμασμένος για τον σπαραγμό του Αίαντα που έχει κατανοήσει το έγκλημα του, με την ντροπή και το όνειδος να τον πνίγει σε κάθε του λόγο. Αν το κοινό δεν είχε εντυπωσιαστεί μέχρι τότε, με τον «νέο», μεταμελημένο και ντροπιασμένο Αίαντα που πενθεί για τη χαμένη του τιμή, θα συγκινηθεί. Η δυναμική εμπεριέχεται στην κινησιολογία, την χορογραφία του ηθοποιού που δείχνει να εκρήγνυται πολλαπλώς μέσα στον κορμί του. Τα λόγια μετατρέπονται σε κατάρες και αλλόγιστες φωνές, ενώ κάθε του εκπνοή είναι θηριώδης και κτηνώδης από τον πόνο του. Οηθοποιός δίνει κυριολεκτικά σώμα και ψυχή στο κομμάτι αυτό, που κλιμακώνει την τραγωδία του χαρακτήρα του με τη μουσική να βοηθάει στο συναισθηματικό κομμάτι. Οι σκηνοθετικοί ελιγμοί χρησιμοποιούνται όλοι μαζί και η εκτόνωση του ηθοποιού έρχεται με τον πιο απόλυτο δραματικά τρόπο. Ένα τελευταίο βλέμμα και χαμόγελο λύτρωσης από μέρους του ηθοποιού προς το απρόσωπο κοινό ανεβάζει την ήδη υψηλή ποιότητα της σκηνής.
Και όμως το έργο δεν σταματάει εκεί, ο Μιχάλης Σαράντης έχει να μας δώσει άλλους τρεις χαρακτήρες και μία ολόκληρη πράξη ερμηνειών που αναμειγνύονται μεταξύ τους γεμίζοντας περαιτέρω την σκηνή του κατάμεστου θεάτρου. Επόμενος ρόλος είναι αυτός του χαρακτήρα του «Τεύκρου», ετεροθαλή αδελφού του Αίαντα. Αυτός ο ρόλος πηγαίνει, ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του ηθοποιού. Μέσα από αυτό τον χαρακτήρα μπορούμε να δούμε τον Μιχάλη πίσω από τον Σαράντη, τον ευγενή πολεμιστή, που αν και ιεραρχικά κατώτερος θα ορθώσει με επιχειρήματα τον λόγο του εναντίον σε εγωπαθείς βασιλιάδες. Στα πλαίσια του τελευταίου, πρώτος «εμφανίζεται» ο «Μενέλαος». Ο ηθοποιός φροντίζει να διαφοροποιήσει τους δύο αδελφούς βασιλιάδες εισάγοντας στην αρχή έναν «Μενέλαο» με ψηλή φωνή και νεύρα που τον ξεπερνούν. Η ερμηνεία παραπέμπει σε κακομαθημένο παιδί που δεν είναι πια παιδί, από το οποίο πήραν το παιχνίδι του, στην προκειμένη περίπτωση την «Ωραία Ελένη». Ο χαρακτήρας βγαίνει αδύναμος όχι προφανώς ερμηνευτικά, αλλά από κύρος σε σχέση με τη δυναμική του «Τεύκρου», με αποτέλεσμα ο «Αγαμέμνονας» να κάνει την «εμφάνιση» του. Ο Μιχάλης Σαράντης φέρνει στην σκηνή την έννοια της υπεροψίας, ενσαρκωμένηςμέσα στον ρόλο του Αγαμέμνονος. Ο λόγος του είναι άμεσος και κοφτός, ο τόνος του σταθερός και οριακά ειρωνικός σε σχέση με τον αντίστοιχο του Μενέλαου που ήταν εν βρασμώ. Τρεις ρόλοι ταυτόχρονα για να προστεθεί και ο τέταρτος, αυτός του Οδυσσέα με τον ηθοποιό να μπαίνει ξανά στο καλούπι του υποχθόνιου ρήτορα και να δίνει τη λύση στην εκ νέου τραγωδία που ξεκινάει. Το έργο κλείνει με τον κύριο Σαράντη να διατηρεί τον «Τεύκρο» του και τη μουσική να καθοδηγεί την ταφή του αδικοχαμένου ήρωα.
Θετικά: (+): Πρόκειται για ένα αριστούργημα από ερμηνευτικής άποψης. Κανείς δεν έχει καταφέρει να φέρει στο φως τον ήρωα του Σοφοκλή με τέτοιο πάθος. Ο τραγικός ποιητής θα ήταν κάτι παραπάνω από ευχαριστημένος αν βρισκόταν ανάμεσα στο κοινό. Η σκηνοθεσία είναι λιτή, αλλά κάθε άλλο από φτωχή. Ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του πρωταγωνιστή της και υποβοηθώντας τον συμβάλλει στο αψεγάδιαστο και λακωνικό αποτέλεσμα.
Αρνητικά (-): Υπάρχουν; Ποιος θα μπορούσε να πει κάτι αρνητικό για αυτό το έργο;Μονάχα, κάποιος που θα ήθελε έναν μεγάλο θίασο και τα πρόσωπα να έχουν ερμηνευθεί από διαφορετικούς ηθοποιούς. Δεν είμαστε αυτός ο άνθρωπος!
Συμπέρασμα: (=): Αυτή η παράσταση είναι χάρμα οφθαλμών και πολλά συγχαρητήρια στους συντελεστές που συνεχίζουν να την ανεβάζουν και να μας θυμίζουν τον θρίαμβο της τριανδρίας των Γιώργο Νανούρη, Μιχάλη Σαράντη, Απόστολο Χαντζαρά.
Βαθμολογία 7,4/10
1η κριτική, έτος 2020, διαβάστε ΕΔΩ
Πληροφορίες για τη παράσταση ΕΔΩ