«Αυτή η νύχτα μένει»: Μια τίμια/φροντισμένη παράσταση που θέλεις να ξαναδείς… Είδαμε & σχολιάζουμε αναλυτικά…
Στο ωραιότερο θέατρο της Θεσσαλονίκης, απ΄ όλες τις απόψεις, το ραντεβού ήταν κλεισμένο από τη προηγουμένη εβδομάδα. Να πάμε στο δημοτικό της Καλαμαριάς να δούμε την τελευταία δουλειά της Κίρκης Καραλή. Αυτής της νεαρής σκηνοθέτιδας που πέρσι λίγο πριν κλείσει η χειμερινή σεζόν συστήθηκε στο θεατρόφιλο κοινό της πόλης, με ίσους όρους, εμπορικά και καλλιτεχνικά δηλαδή, φέρνοντας την «Γκάμπυ». Όπου τότε απολαύσαμε μια ωραιότατη παράσταση (διαβάστε σχετικά εδώ) και παράλληλα πως αυτό το κορίτσι έχει ταλέντο, όραμα και τσαγανό να επιμένει στα δύσκολα και μη συμβατικά. Πιο συγκεκριμένα το διαπιστώσαμε στη νέα της παράσταση που δεν είναι άλλη από το «Αυτή η νύχτα μένει» του Θάνου Αλεξανδρή. Τόσο ως τίτλος, όσο και ως ιστορία έγιναν γνωστά στο πανελλήνιο όταν πρωτοβγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες η ωραία και πολύ επιτυχημένη εμπορικά ταινία του συχωρεμένου Νίκου Παναγιωτόπουλου που βασιζόταν στο βιβλίο του Θ. Αλεξανδρή. Ένας νεαρός, για να βρει τη τραγουδιάρα αγαπητικιά του που ξέπεσε, παίρνει σβάρνα όλα τα σκυλάδικα της επικράτειας και το τι συναντά στο διάβα του, δεν περιγράφεται… Και εδώ βάζουμε τελεία στα μικρά «ιστορικά» γεγονότα διότι η παράσταση που είδαμε δεν είχε καμιά απολύτως σχέση με τα παραπάνω.
Αναφέρεται στις ιστορίες κάποιων ανθρώπων της νύχτας που πρωταγωνιστούσαν στις πίστες των λεγόμενων άγριων σκυλάδικων της επαρχίας που οι θαμώνες αυτών των καταστημάτων ποσώς ενδιέφερε η φωνή ή απόδοση ασμάτων, αλλά η προκλητική εμφάνιση, το μέχρι εσχάτων ξεφάντωμα με πιοτό, λουλουδικό και σπάσιμο πιάτων, έως και τη βέβαιη παράδοση κοριτσιών στα κρεβάτια τους. Αυτά σε «απλά ελληνικά», διότι στην πραγματικότητα μιλούμε για έναν κόσμο της δεκαετίας του 80’ όπου το χρήμα έρρεε άφθονα, το Πασόκ έταζε λαγούς με πετραχήλια – και τα έδινε- οι δουλειές πήγαιναν φορτσάτες, τα ευρωπαϊκά κονδύλια έπεφταν βροχή και η επαρχία ζούσε κι αυτή, μεγάλες δόξες και τιμές. Επακόλουθο αυτών και η δημιουργία νυχτερινών κέντρων χαμένα στα χωράφια, όπου ο κάθε «πικραμένος» χωριάτης, έβγαζε το ντέρτι του σπαταλώντας από μικρές έως μεγάλες περιουσίες, ενώ αλησμόνητες είναι και οι συμπεριφορές τους στους χώρους αυτούς…
Παράλληλα οι καλλιτέχνες που δεν πρόκοψαν ή δεν υπήρξαν τυχεροί να διακριθούν στο «νορμάλ» μουσικό στερέωμα, βρεθήκαν μπροστά σε μια άλλη, σκληρή πραγματικότητα. Και εκεί που όταν «Η νύχτα προχωρά σε συλλογίζομαι», χουφτώματα και λουλούδια συνδυάζονταν στο ρεφρέν του μεροκάματου του τρόμου. Όσοι συμβιβάστηκαν σε τούτο το καθεστώς, προσαρμόστηκαν στο περιβάλλον και ήταν δεκάδες, έγιναν μεγάλες βεντέτες, απέκτησαν φήμη σε κάθε χωριό, μπόλικο χρήμα και αρκετοί μάγκες σφάζονταν στα πόδια τους. Κοντά σε αυτές τις τραγουδιάρες ψυχές και μια άλλη πάστα όμορφων κοριτσιών που γυρόφερναν λουλούδια και πονηρά χαμόγελα στα τραπέζια, με το βυζί έξω και τον μισό κώλο φόρα παρτίδα για πολλές υποσχέσεις… όταν η νύχτα θα γίνει μέρα… Εν ολίγοις, ανθρώπινες ιστορίες στα θρυλικά σκυλάδικα της επαρχίας που αποτελεί ως και σήμερα αντικείμενο συζήτησης.
Το οδοιπορικό αυτό στη μακριά νύχτα, της άσωτης δεκαετίας του ’80, επεχείρησε να κάνει θεατρική παράσταση η ούτε 30 χρόνων, Κίρκη Καραλή. Και στα περισσότερα σημεία [+] το πέτυχε.
Όπου παρέταξε τους χαρακτήρες ως σαν θαμώνες ενός κέντρου συμβάλλοντας όλοι μαζί στις ιστορίες του καθενός και κατόπιν έναν – έναν ξεχωριστά. Δημιούργησε ένα ανοιχτό πεδίο για κάθε πρωταγωνιστή της νύχτας τραγουδώντας κάποιο άσμα σε πραγματικό/ζωντανό χρόνο και δραματοποίησε αφηγώντας την ιστορία τους μα και την εξέλιξη τους, παγώνοντας τον χρόνο. Με τον τρόπο αυτό, μέσα από το πέρας των εμφανίσεων τους σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, γνωρίζαμε και βιώναμε όλα τα πρόσωπα του έργου. Και δεν ήταν εύκολες ιστορίες. Ίντριγκες, συγκρούσεις, έρωτες, πάθη, πειρασμοί, κίνδυνοι, μυστικά, φιλοδοξίες, δόξες, χαρές και λύπες. Όσες και όσοι το κατάπιναν χαίρονταν την επιτυχία τους, με την ευχή κάποια στιγμή να ξεφύγουν οι υπόλοιποι, προσωρινά συμβιβάζονταν.
.
Στη διαχείριση τόσων προσώπων/χαρακτήρων, 11 τον αριθμό πάνω στη σκηνή, μα και πολλών κωμικοτραγικών καταστάσεων, αλλά και η μακρά περιοδεία ανά την Ελλάδα, Τρίπολη, Πύργος, Σπάρτη, Καλαμάτα, Πάτρα, Άργος, Καστοριά, Αλεξανδρούπολη, Βέροια, Ορεστιάδα, Λαμία, Τρίκαλα, Βόλος, Λάρισα, Θεσσαλονίκη, Αθήνα και άλλες πόλεις, η σκηνοθετική ματιά ορθώς υπήρξε άναρχη και όχι δομημένη. Απελευθέρωσε τους ηθοποιούς ωσάν να βρίσκονται σε έναν αλλόκοτο κόσμο, σε ένα περιβάλλον με τους δικούς του αυστηρούς νόμους, αληθοφανές όμως πέρα ως πέρα. Και η θέαση σαφώς δεν υπήρξε ομαλή στο σύνολο της, ωστόσο ο τρόπος της προσέγγισης, δεδομένου και του πυκνού κειμένου [θα έγιναν και προσθήκες], θεωρούμε πως υπήρξε η πλέον ενδεδειγμένη ώστε να φωτίσει – και να μη φορτώσει- ένα ήδη βεβαρημένο περιβάλλον. Στο πλαίσιο αυτό γέμισε με δεκάδες άσματα, δεν τα λες και όλα σκυλοτράγουδα, όπου ζωντανά ερμηνεύονται επί σκηνής, με τον τρόπο τους φυσικά, μετατρέποντας τη σκηνή σε ένα απέραντο νυχτομάγαζο, φουλ στο λουλουδικό και το πιατικό… Καταλήγοντας το επιχείρημα της πέτυχε σημειώνοντας πως δεν πρόκειται για μια βατή, εύκολη παράσταση.
Ερμηνευτικά η παράσταση «Αυτή η νύχτα μένει» ευτύχησε στο σύνολο της. 11 σπουδαίοι ηθοποιοί ερμήνευσαν 11 πρόσωπα, συν τα παρελκόμενα… Αν και δεν συναντήσαμε ολοκληρωμένους χαρακτήρες, μικρά η μεγάλα αποσπάσματα από τη ζωή τους, όλοι τους προσπάθησαν για το καλύτερο και δεν ήταν εύκολο το τσαλάκωμα που τους ανατέθηκε.
.
Ωστόσο ο Όμηρος Πουλάκης, ως ο Μάριος αγάπες μου… ήταν εκπληκτικός, ήταν να τον πιεις στο ποτήρι… ήταν να τον έχεις στην πίστα να σου τραγουδάει και να του αδειάζεις όλα τα πανέρια του μαγαζιού. Άνετος, απελευθερωμένος, ακομπλεξάριστος, τολμηρός. Αφέθηκε κυριολεκτικά στο ρόλο του ομοφυλόφιλου γιατί όπως λέει: «μου αρέσει πολύ η κονσομασιόν αγάπη μου γιατί θέλω να έρχομαι σε επαφή με τον κόσμο, τους προλαβαίνω όλους πραγματικά, δεν αφήνω παραπονεμένο κανέναν, αγαπιέμαι πολύ, με σερβίρουνε, μου ανάβουνε το τσιγάρο, μου φέρνουν λουλούδια, μου ανοίγουν σαμπάνιες…». Και αν δεν καταλάβατε δεν είναι δημιούργημα των πλουσίων και των δισκογραφικών εταιριών, είναι δημιούργημα του λαού…
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου ως φιζίκ ήταν η προσωποποίηση του βιβλίου του Αλεξανδρή. Εξαίρετη επιλογή μιας γυναίκας που έχει πάει με πάνω από 3 χιλιάδες άνδρες!!! και έχει φάει τη νύχτα με το κουτάλι. Τσαμπουκαλεμένη, με άγριο βλέμμα, άνετη να γυμνώσει τη ψυχή της και με το σπαθί της να κατακτήσει τα πρώτα τραπέζια. Είχε μετρό, αυτοπεποίθηση και αύρα. Σαρωτική.
Μεγάλη έκπληξη η σπουδαία ηθοποιός και σοβαρή… Μυρτώ Γκόνη που πρώτη φορά γνωρίζει η Θεσσαλονίκη σε θεατρική σκηνή. Δεν χαρίστηκε, δεν κόμπλαρε, δεν χαραμίστηκε. Ισα – ίσα που με την ωραία παρουσία της, ανέβασε υποκριτικά το σύνολο της παράστασης.
Η αγαπημένη –λεπτοκαμωμένη- Λίλα Μπακλέση, φασκιωμένη με περιττά κιλά απέδειξε για άλλη μια φορά πώς πρόκειται για μια από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς της. Αν και το νεανικό προσωπάκι της δεν ταίριαζε απόλυτα στο ρόλο (ένα πιο σκληρό μακιγιάζ θα βοηθούσε), τόσο τραγουδιστικά όσο και στα δραματικά της μας εξέπληξε για άλλη μια φορά. Κυρίως το «σπάσιμο» του σώματος της… Σπουδαία τελεία και παύλα.
Ο Νικόλας Μακρής, θυμίζουμε πως πρωτογνωρίσαμε και θαυμάσαμε σε μια παράσταση σωματικού θεάτρου που λεγόταν «Η Απόδραση» -εξέπληξε τους πάντες τότε- πριν χρόνια (2010) στο θέατρο «Αριστοτέλειον», (μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις που έδωσε διαβάστε εδώ), είχε επιβλητικό ύφος και πονεμένη κορμοστασιά. Στάθηκε στη σκηνή ως αγαπητικός που δεν αντέχει να βλέπει την καλή του να χαραμίζεται και αγωνίστηκε με πείθω να την κερδίσει. Ωραίος ηθοποιός που επιβάλλεται στη σκηνή μα δεν βλέπουμε συχνά.
Και ο συγγραφέας Θάνος Αλεξανδρής συμμετείχε στο έργο του, χωρίς όμως πολλά, πολλά, άφησε έδαφος περισσότερο να απολαμβάνει παρά να ερμηνεύει. Σχεδόν στα ίδια επίπεδα και ο Νίκος Λεκάκης, αλλά με περισσότερο χώρο έκφρασης και δημιουργίας. Είναι πάντως ιδιαίτερος και μια απόλυτα κινηματογραφική φάτσα που πρέπει να εκμεταλλευτεί. Ο Νίκος Μαγδαληνός, με το «βάρος» του ξεχώρισε από την αρχή μη αφήνοντας αμφιβολία για τις ικανότητες του δίνοντας και αυτός πόντους στην παράσταση, ενώ αρκετά ενδιαφέρον υπήρξε ο ακριβοθώρητος Ιωσήφ Πολυζωίδης. Εξαίρετη η Μάγδα Πένσου, σαφώς φωνητικά, υπεροχή φωνή, αλλά και υποκριτικά μας ξάφνιασε με την άνεση της να στραπατσάρει την καθωσπρέπει φυσιογνωμία της, ενώ σπάνιος, ο Αλέξανδρος Τσιούκας. Μεγάλο –απολαυστικό- ταλέντο αυτό το παιδί.
Στα θετικά επίσης: Φωτισμοί αλλοπρόσαλλοι της τρελής εποχής, ρούχα άστα να πάνε… της τρελής εποχής και τούτα καθώς και οι χορογραφίες. Δεν ξεχνούμε τα αθάνατα άσματα που όλοι τελικά το ποδαράκι το κουνήσαμε… και απο μέσα μας… σιγοτραγουδήσαμε, αλλά μη μας καταλάβει κανένας…
.
Στα πλην [–]
-Παρόλο που δεν μας κούρασε η διάρκεια, 2,5+ ώρες είναι ένα θεματάκι, βέβαιο όμως είναι πως η συνέχεια των παραστάσεων σε Αθήνα και άλλες πόλεις, θα μαζευτεί κι΄ άλλο, όπως μας είπαν.
-Οι συνδέσεις από τη μια πόλη στην άλλη προκαλεί ένα μικρό χάσμα/κενό, όπως και οι συνδέσεις κάποιων πράξεων.
-Το σκηνικό σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπτει σε σκυλάδικο, (έχω πάει και ξέρω!!!), όπως απουσιάζει αρκετά κλίμα και ατμόσφαιρα περιθωρίου στο σύνολο της παράστασης.
-Την γλώσσα την θέλαμε πιο σκληρή, περισσότερο ωμή. Να σοκάρει.
Εν ολίγοις[=]
Μια παράσταση που ατυχώς «καταδικάστηκε» από συγκεκριμένο δημόσιο πρόσωπο πριν την ώρα της και που ευτύχησε να δοκιμαστεί πανελλαδικά στη Θεσσαλονίκη και να αγαπηθεί, ανοίγεται τώρα σε όλη την Ελλάδα. Μια τίμια/φροντισμένη παράσταση που ναι, θέλεις να ξαναδείς.
Βαθμολογία:
7 στα 10
–Αποκλειστικές φωτογραφίες της Ευτυχίας Πλαζουμίτη για την «Κ» -Περισσότερες δείτε εδώ.
–Τελευταίες παραστάσεις σήμερα Κυριακή 20/11 στο δημοτικό της Καλαμαριάς. Πληροφορίες θα βρείτε εδω
Φωτογραφικό υλικό