Εκούσιες ή ακούσιες πλάνες για το κάπνισμα που μπορούν εύκολα να ανασκευαστούν, προκειμένου να ξεκαθαρίσει το τοπίο που αφορά τις βλάβες που προκαλεί το κάπνισμα στην υγεία τόσο των καπνιστών όσο και των μη καπνιστών
Μεγάλη Σκανδιναβική μελέτη (43.000 συμμετέχοντες, 20 χρόνια παρακολούθηση) έδειξε ότι το καθημερινό κάπνισμα ακόμα και 1-2 μόνο τσιγάρων διπλασιάζει τον κίνδυνο για στεφανιαία νόσο. Όσον αφορά την πιθανότητα για καρκίνο του πνεύμονα, που παρουσιάζει γραμμική συσχέτιση με τον αριθμό των τσιγάρων, βρέθηκε να αυξάνεται κατά 50% ακόμα και με 3-4 τσιγάρα/ημέρα.(4) Από την άλλη πλευρά, μόλις 2% των καπνιστών καπνίζουν μόνο 1-4 τσιγάρα/ημέρα σε όλη τους τη ζωή, ενώ εκείνοι που επιτυγχάνουν μεγάλη ελάττωση (π.χ. από 1 πακέτο σε 3-5 τσιγάρα/ημέρα) και συνεχίζουν μακροχρόνια να καπνίζουν λίγο δεν είναι περισσότεροι από 3/1.000.(3)
Είναι γνωστό από τη δεκαετία του ’80 ότι οι καπνιστές «ελαφρών τσιγάρων» εισπνέουν πιο βαθιά και παρατεταμένα τον καπνό ή καπνίζουν περισσότερα τσιγάρα, με αποτέλεσμα η ποσότητα της προσλαμβανόμενης πίσσας και νικοτίνης να είναι ίδια με εκείνη που προέρχεται από τα «κανονικά» τσιγάρα (εικόνα 1).(3) Ανεξάρτητα από αυτή τη διαπίστωση, καλά σχεδιασμένη Ιαπωνική μελέτη (35.000 καπνιστές, 16 χρόνια παρακολούθηση) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πιθανότητα για καρκίνο του πνεύμονα είναι παρόμοια είτε η περιεκτικότητα σε πίσσα είναι μικρότερη από 7 mg είτε είναι 21 mg.(5)
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας ακόμα Σκανδιναβικής μελέτης (20.000 καπνιστές, 15 χρόνια παρακολούθησης) μετά από τα 20 p/y (π.χ. 20 χρόνια καπνίσματος ενός πακέτου/ημέρα) – ισχύει ο νόμος «όλον ή ουδέν»: o κίνδυνος για συνολική θνητότητα, στεφανιαία νόσο, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και τους καρκίνους που αποδίδονται στο κάπνισμα ελαττώνεται σημαντικά για όσους διακόπτουν εντελώς, ενώ παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητος για εκείνους που μειώνουν το κάπνισμα ακόμα και στα 5 τσιγάρα/ημέρα.(6)
Το κάπνισμα δεν είναι μόνο συνήθεια, αλλά και εξάρτηση παρόμοιας ισχύος με τη χρήση ηρωίνης, κοκαΐνης και αλκοόλ.(3) Ο εθισμός στη νικοτίνη θεωρείται σήμερα χρόνια νόσος με εξάρσεις, υφέσεις και υποτροπές. Περίπου 70% των καπνιστών επιθυμούν να διακόψουν το κάπνισμα, 45% το επιχειρούν κάθε χρόνο, αλλά μόλις 5% επιτυγχάνουν παρατεταμένη αποχή (τουλάχιστον ένα χρόνο) χωρίς ιατρική υποστήριξη.(3) Η πλειονότητα (65%) όσων διακόπτουν το κατορθώνουν οριστικά μετά από τουλάχιστον τρεις απόπειρες, ενώ ορισμένοι γενετικοί πολυμορφισμοί (π.χ. στο γονίδιο DRD2 του υποδοχέα της ντοπαμίνης) έχουν συσχετιστεί με ευκολότερο εθισμό και δυσκολότερη απεξάρτηση.(7)
Τόσο γενετικοί όσο και περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την ανθεκτικότητα κάθε καπνιστή απέναντι στη φθοροποιό επίδραση του καπνίσματος (στο πιο πάνω παράδειγμα, βέβαια, δεν θα ήταν αβάσιμο να υποθέσει κανείς ότι ο παππούς θα ζούσε μέχρι τα 105 αν δεν κάπνιζε…). Ανεξάρτητα, όμως, από εξατομικεύσεις, σχεδόν πάντα είναι ατελέσφορη η επένδυση στην εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα, αφού οι συστηματικοί καπνιστές που δεν θα αντιμετωπίσουν προβλήματα υγείας εξαιτίας του καπνίσματος εκτιμάται ότι δεν υπερβαίνουν τους 2-3/10.000, ποσοστό ανάλογο με την πιθανότητα που έχει κάποιος που ετοιμάζεται να φάει ένα στρείδι να βρει μέσα σε αυτό ένα πολύτιμο μαργαριτάρι.(3) Επιπλέον, το όφελος από την πλήρη και οριστική διακοπή είναι σημαντικό ανεξάρτητα από την ηλικία διακοπής, αλλά η πιθανότητα νοσηρότητας και θνητότητας ενός πρώην καπνιστή θα εξομοιωθεί σχεδόν πλήρως με εκείνη ενός μη καπνιστή με συγκρίσιμα χαρακτηριστικά αν η διακοπή γίνει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των τριάντα.(3)
Η κοτινίνη – ο βασικός μεταβολίτης της νικοτίνης – είναι σημαντικά αυξημένη στο πλάσμα των παθητικών καπνιστών (συχνά περίπου στο μισό της αντίστοιχης τιμής του συντρόφου, συναδέλφου ή γονέα καπνιστή), ενώ ο κίνδυνος από το παθητικό κάπνισμα για καρκίνο του πνεύμονα, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ή στεφανιαία νόσο είναι τουλάχιστο κατά 30% αυξημένος (εικόνα 2).(8)Ακόμα, για κάθε 10 καπνιστές που διακόπτουν θα ελαττωθούν οι σχετικοί κίνδυνοι για 45 άτομα, λόγω της άρσης τόσο των ενεργητικών όσο και των παθητικών επιδράσεων.(8)
Ο κίνδυνος για στεφανιαία νόσο και καρκίνο του πνεύμονα, του οισοφάγου, του παγκρέατος και της κύστης από το κάπνισμα μιας πίπας ή ενός πούρου την ημέρα είναι περίπου ο μισός από εκείνον που προκύπτει από το κάπνισμα 10 τσιγάρων/ημέρα, αλλά παραμένει τουλάχιστον διπλάσιος ως πενταπλάσιος από τον κίνδυνο που διατρέχουν οι μη καπνιστές. Ωστόσο, το κάπνισμα πίπας προκαλεί καρκίνο του στοματοφάρυγγα και του λάρυγγα συχνότερα από ό,τι το κάπνισμα τσιγάρου.(9)
Επειδή η νικοτίνη μειώνει με κεντρικό μηχανισμό την όρεξη και επιβραδύνει την πέψη, στο 80% των καπνιστών που διακόπτουν χωρίς υποστήριξη παρατηρείται αύξηση του βάρους κατά 2-5 kg, ενώ στο υπόλοιπο 20% κατά περισσότερα από 10 kg σε 1 χρόνο.(10) Μολονότι το όφελος από τη διακοπή υπερακοντίζει τα προβλήματα από την αύξηση του βάρους, η τελευταία αφορά τελικά μόλις το 5% των καπνιστών (όσους δηλαδή επιτυγχάνουν παρατεταμένη αποχή χωρίς υποστήριξη). Σε κάθε περίπτωση, ο συνδυασμός αερόβιας ισοτονικής άσκησης, ισορροπημένης διατροφής, υποκατάστατων νικοτίνης ή/και φαρμάκων που βοηθούν στη διακοπή εξαλείφει, σχεδόν, την πιθανότητα αύξησης του βάρους.(10)
Οι συστηματικοί καπνιστές, ακόμα και αν έχουν το καλύτερο δυνατό προφίλ όσον αφορά τους υπόλοιπους παράγοντες κινδύνου, διατρέχουν 3-5 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για έμφραγμα ή εγκεφαλικό επεισόδιο και 10-15 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο για καρκίνο του πνεύμονα από τους μη καπνιστές με τα ίδια χαρακτηριστικά, ενώ το προσδόκιμο επιβίωσής τους είναι κατά 10 περίπου χρόνια μικρότερο.(3) Επιπλέον, αν ο θεράπων γιατρός ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει μια μόνο παρέμβαση σε ορισμένες ειδικές ομάδες καπνιστών, όπως οι στεφανιαίοι ασθενείς και οι διαβητικοί, θα έπρεπε να στοχεύσει στη διακοπή του καπνίσματος, λόγω του σημαντικά μεγαλύτερου σχετικού οφέλους που προκύπτει από αυτή.(3)
Περίπου τα 2/3 των καπνιστών δοκιμάζουν την απότομη διακοπή με ποσοστό επιτυχίας μόλις 12%. Έχει δειχθεί ότι και οι δύο μέθοδοι διακοπής (σταδιακή ή απότομη) είναι το ίδιο αποτελεσματικές αν υποστηριχθούν σωστά, ενώ δεν υπάρχουν προγνωστικά κριτήρια για την ανταπόκριση σε καθεμιά από αυτές.(3) Με φάρμακα πρώτης γραμμής, δηλαδή τη βαρενικλίνη και τη βουπροπιόνη, και με τα υποκατάστατα νικοτίνης επιτυγχάνονται ποσοστά αποχής μετά από 6 μήνες 35, 25 και 22%, αντίστοιχα. Η συμβουλευτική/ψυχολογική υποστήριξη αρκεί για τη διακοπή μόνο στο 10% των καπνιστών, ενώ οι εναλλακτικές παρεμβάσεις (π.χ. βελονισμός) εξασφαλίζουν παρατεταμένη αποχή σε ποσοστό μόλις 8%. Τρία διαφορετικά εμβόλια, που επιτυγχάνουν διακοπή στο 40% όσων αναπτύσσουν υψηλό τίτλο αντισωμάτων κατά της νικοτίνης αξιολογούνται ήδη σε μελέτες φάσης ΙΙΙ και αναμένεται να κυκλοφορήσουν στην επόμενη διετία.(3)
2. Doll R, Hill AB. The mortality of doctors in relation to their smoking habits: a preliminary report. BMJ 1954;ii:1451–1455.
3. Frieden ΤR, Blakeman, DE. The Dirty Dozen: 12 Myths That Undermine Tobacco Control. Am J Public Health 2005;95:1500-5.
4. Bjartveit K, Tverdal A. Health consequences of smoking 1-4 cigarettes per day. Tob Control 2005;14:315-20.
5. Rigotti NA, Tindle HA. The fallacy of «light» cigarettes. BMJ 2004;328:E278-9.
6. Godtfredsen NS, Holst C, Prescott E, Vestbo J, Osler M. Smoking reduction, smoking cessation, and mortality: a 16-year follow-up of 19,732 men and women from The Copenhagen Centre for Prospective Population Studies. Am J Epidemiol 2002;156:994-1001.
7. Lessov-Schlaggar CN, Pergadia ML, Khroyan TV, Swan GE. Genetics of nicotine dependence and pharmacotherapy. Biochem Pharmacol 2008;75:178-95.
8. Woodward A, Laugesen M. How many deaths are caused by secondhand cigarette smoke? Tob Control 2001;10:383-8.
9. Symm B, Morgan MV, Blackshear Y, Tinsley S. Cigar smoking: an ignored public health threat. J Prim Prev 2005;26(4):363-75.
10. Filozof C, Fernández Pinilla M, Fernández-Cruz A. Smoking cessation and weight gain. Obes Rev 2004;5:95-103.
Φωτογραφικό υλικό