Γράφει ο Γιώργος Τοκμακίδης για την Κουλτουρόσουπα
Η νέα ταινία του Τζορτζ Μίλλερ και προσθήκη στη δυστοπική σειρά επιστημονικής φαντασίας «Μαντ Μαξ» έχει κυριαρχήσει στις κινηματογραφικές αίθουσες, παρά το γεγονός ότι δεν αποφέρει μέχρι στιγμής τα απαραίτητα κέρδη. Εμείς, από μεριάς πριν ασχοληθούμε με την: «Furiosa: A Mad Max Saga» (2024), θα μιλήσουμε για την αριστουργηματική ταινία που ήρθε πριν. Ο λόγος για τη μανιασμένη ταινία με τίτλο: «Μαντ Μαξ: Ο δρόμος της Οργής» (Mad Max: Fury Road, 2015). Γιατί ο δημιουργός της επέστρεψε σε αυτό τον κόσμο; Τι καινούργιο είχε να δώσει στο κοινό του, αλλά και στους φαν; Κύλησαν όλα βάσει προγράμματος;
Πάμε να δούμε τι συνέβη σε αυτό το «θαύμα» υψηλών οκτανίων!
Υπόσχεση:
Ο Τζορτζ Μίλλερ ηθικός και φυσικός δημιουργός της σειράς «Μαντ Μαξ» επιθυμούσε διακαώς να επιστρέψει στις ιστορίες και τους πρωταγωνιστές της «άγονης Γης». Το αποφασιστικό βήμα έγινε μετά το 2012, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν προσπάθησε και πιο νωρίς. Η πρώτη φορά θα γινόταν με την αυγή του 21ου αιώνα και το έτος 2001. Η ιστορία θα ήταν κάπως διαφορετική δεδομένης της αλλαγής των κινήτρων από μεριάς των ανταγωνιστών. Εκεί που στις προηγούμενες ταινίες, οι άνθρωποι αναζητούσαν βενζίνη, τώρα θα κυνηγούσαν ανθρώπους. Τα γεγονότα όμως της 11ης Σεπτεμβρίου ανέβαλλαν τα σχέδια του από οικονομικής άποψης. Η επόμενη φορά που οι συζητήσεις και το όραμα κόντεψαν να ολοκληρωθούν ήταν το έτος 2003. Το ενδεχόμενο της επιστροφής του Μελ Γκίμπσον ήταν ανοιχτό. Για άλλη μια φορά, το πλήρωμα του χρόνου δεν είχε φθάσει. Έπειτα, ο Μελ Γκίμπσον δεν ήταν διαθέσιμος λόγω της ενασχόλησης του με τη βιβλική του ταινία «Τα Πάθη Του Χριστού» (Passion of Christ, 2004) την οποία υπέγραψε σκηνοθετικά. Ακολούθησαν οι κατηγορίες για απρεπή και βίαιη συμπεριφορά εναντίον της πρώην συζύγου του, αναγκάζοντας τον Μίλλερ να επιμεληθεί εκ νέου το σενάριο του γενικά, αλλά και τον πρωταγωνιστή του, Μαξ ειδικά. Γράφτηκε για να είναι νεότερος με την ταινία να μην είναι ακριβώς ριμέικ, αν και έχει αυτή την αίσθηση.
Πλοκή:
Βρισκόμαστε στο προσεχές μέλλον. Ο κόσμος έχει κυριευτεί από την παράνοια και την παραφροσύνη του πυρηνικού ολοκαυτώματος. Μόνο οι δυνατοί επιβίωσαν και επιβλήθηκαν στους αδύναμους. Αυτοί ελέγχουν το νερό, τη βενζίνη και τις σφαίρες. Η στρατηγός του φυλάρχου «Αθάνατου Τζο», η Φιουριόσα θα αποπειραθεί να διαλύσει τα δεσμά και να διασώσει όσους αξίζουν και χαίρουν διάσωσης. Ενωμένοι οι αρχηγοί των φατριών θα την κυνηγήσουν μέχρι τα πέρατα της άγονης Γης. Στον δρόμο της θα συναντήσει έναν επιφυλακτικό σύμμαχο, τον μοναχικό και περιπλανώμενο Μαξ. Μαζί θα διασχίσουν την έρημο διωκόμενοι από την ίδια την κόλαση σε ρόδες!
Σκηνοθεσία:
Ο Τζορτζ Μίλλερ επιστρέφει για άλλη μια φορά στο πολυαγαπημένο του σύμπαν, το δικό του πνευματικό παιδί. Αυτή τη φορά γνωρίζει πως πρέπει να κινηθεί και τι ακριβώς πρέπει να κάνει για να μη διχάσει το κοινό του. Αντικειμενικός σκοπός του να το ευχαριστήσει δίνοντας του την απόλυτη εμπειρία δράσης και περιπέτειας. Ο σκοπός όμως απαρτίζεται από επιμέρους στόχους, και ο καλλιτέχνης θέτει τις προτεραιότητες του.
Απέχοντας από τις ταινίες δράσης για πολλά χρόνια και αποσπώντας το χρυσό αγαλματίδιο για την σκηνοθετική του ματιά στην τρισδιάστατη ταινία κινουμένων ψηφιακών σχεδίων «HappyFeet» (2006), ο σκηνοθέτης έχει απαιτήσεις και επιθυμίες που πραγματοποιούνται σα διαταγές από τα στούντιο παραγωγής. Μία από αυτές τις απαιτήσεις του είναι να επιστρέψει στον κόσμο του «Μαντ Μαξ» με τον ίδιο τρόπο που τον εφηύρε, βασισμένος στην αληθοφάνεια, τη βία και τα πρακτικά εφέ. Η ταινία, αν και διαθέτει σκηνές που ο μέσος θεατής δεν πιστεύει στα μάτια του, με τις εκρήξεις και τους κασκαντέρ να απλώνονται κατά μήκος της ερήμου, έχει ελάχιστες ψηφιακές προσθήκες. Αυτές περιορίζονται στο χρώμα της ερήμου και του ουρανού. Τα υπόλοιπα κάδρα απορρέουν αξιοθαύμαστη ειλικρίνεια και αξιόμαχη δράση, βγαλμένη από άλλη εποχή. Ο δημιουργός γνωρίζοντας ότι τα κάδρα του θα είναι γεμάτα και φουσκωμένα επιλέγει συνειδητά σε κάθε του κάδρο να υπάρχει ένα κέντρο. Ένα καταφύγιο εστίασης για το κοινό του έτσι ώστε να μπορεί να ακολουθήσει τη ξέφρενη πορεία της ταινίας του.
Κάνοντας λόγο για την πορεία της ταινίας, αισθάνεται κανείς ότι ήρθε η ώρα να προχωρήσει η συζήτηση στον ρυθμό αυτής. Πρόκειται για ένα φιλμ που παρακολουθείται με εξαιρετική ευκολία. Από την αρχή δίνεται ο ρυθμός, αλλά και ο τόνος του, με τα απανωτά «κοψίματα» του μοντάζ να εισάγουν τους θεατές στην προσέγγιση που θα ακολουθηθεί. Η ταχύτητα που διεκπεραιώνονται οι σκηνές δράσης είναι κάπως πιο ενισχυμένη, τσιμπημένη σε σχέση με το κανονικό, το σύνηθες, δημιουργώντας μία ανεπανάληπτη ένταση. Υπάρχει λόγος για αυτή την πρωτοποριακή προσέγγιση. Πρόκειται για ένα σκηνοθετικό κόλπο, το οποίο χρησιμοποιούσε ο καλλιτέχνης, όταν δε διέθετε τα απαραίτητα χρηματικά κεφάλαια για να επιταχύνει τις σκηνές του δράσης. Τώρα αποτελεί σκηνοθετικό του στοιχείο κατατεθέν.
Ο Μίλλερ είχε προβεί στη διαμόρφωση του σκριπτ με 3.5000 σχεδιασμένα κάδρα πολύ πριν να έχει στα χέρια του ένα διορθωμένο έτοιμο σενάριο. Ήθελε να προτείνει στους θεατές μία περιπετειώδη περιήγηση στον κόσμο του, συμπαρασύροντας τους να καθίσουν ως συνοδηγοί στα διάφορα αυτοσχέδια οχήματα. Με αυτό κατά νου, η ταινία του διαδραματίζεται εξολοκλήρου στον δρόμο, όχι στην άσφαλτο, αλλά στην έρημο της άγονης Γης. Η κάμερα ακολουθεί τα αυτοκίνητα, τα διαπερνάει, καθώς αναποδογυρίζουν και καταστρέφονται. Βρίσκεται σε αναταραχή όταν οι χαρακτήρες εμπλέκονται δυναμικά στις μεταξύ τους αναμετρήσεις δίνοντας την αίσθηση ότι ανήκεις ανάμεσα τους. Καταφέρνει λοιπόν με όλα αυτά τα κόλπα, σκηνοθετικά στοιχεία και τεχνικές να αγκιστρώσει το κοινό του και να του επιτρέψει «να κατέβει» παρά μόνο όταν αναδειχθούν οι τίτλοι τέλους.
Ερμηνείες:
Ο Μελ Γκίμπσον δεν επιστρέφει ως «Μαντ Μαξ». Αντικαθίσταται εντούτοις από τον χαρισματικό Τομ Χάρντι, την επιλογή-εγγύηση όλων σχεδόν των παραγωγών του Χόλυγουντ. Ο Χάρντι σαν ένας επαγγελματίας στον τομέα του συνάντησε τον Γκίμπσον και συζήτησαν από κοινού τον ρόλο τους. Οι ομοιότητες στην ερμηνεία του είναι εμφανείς, με τον Χάρντι να πατάει υποκριτικά σε αυτό που σύστησε ο Γκίμπσον όλα αυτά τα χρόνια πριν. Ο δημιουργός του χαρακτήρα ζητάει κάτι συγκεκριμένο από το ηθοποιό του. Θα ακουστεί παράδοξο, αλλά η εντολή που δίνει είναι να παραμείνει σιωπηλός, να επιλέγει να μουγκρίζει παρά να μιλάει.Σε αυτό το σημείο της ιστορίας, ο Μαξ έχει περισσότερα κοινά με ένα αγρίμι, παρά με τον αστυνομικό που ήταν. Στην αρχή δε της ταινίας φοράει φίμωτρο. Στην ταινία λέει 52 λέξεις, λίγες παραπάνω από τον Μελ Γκίμπσον, όταν αυτός υποδυόταν τον ρόλο. Ο Χάρντι ακολουθεί κατά γράμμα τις οδηγίες και φέρνει έναν Μαξ, ο οποίος είναι κατεστραμμένος από τις ενοχές και τις τύψεις. Η ταινία φροντίζει να μας το επικοινωνήσει και μέσα από το μοντάζ. Σκηνές που επιδέχονται ανάγνωση, αφού είναι από παλιότερες ταινίες, εισέρχονται βίαια διακόπτοντας τη λογική αλληλουχία των κάδρων. Δημιουργούν τη συνολική εικόνα της τραυματικής εμπειρίας που ζει ο πρωταγωνιστής μας. Σε συνδυασμό με την ερμηνεία του Χάρντι, ο «Μαξ» εξελίσσεται και αντιμετωπίζει τους προσωπικούς του δαίμονες εν μέσω των κινδύνων που τον συνοδεύουν στο πέρας της ταινίας.
Συμπρωταγωνίστρια του Τομ Χάρντι, αλλά πραγματική πρωταγωνίστρια της ιστορίας είναι η Σαρλίζ Θερόν, ερμηνεύοντας τον πρωτότυπο χαρακτήρα της «Φιουριόσα». Η Θερόν αποτελεί μία άριστη επιλογή, καθώς είναι από τις ηθοποιούς που δύναται να μεταμορφωθεί, να τσαλακώσει την αψεγάδιαστη εικόνα της και βρίσκεται στη θέση να υποστηρίξει τη διάπλαση του χαρακτήρα της. Πρόκειται για μία στρατηγό του παράφρονα φυλάρχου «Αθάνατου Τζο» με ανδρική όψη και βιονικό χέρι. Η εξέλιξη του χαρακτήρα της αναπτύσσεται προοδευτικά, όσο η δράση τρέχει πάνω στην άσφαλτο. Αποκαλύπτονται τα κίνητρα της και αντιμετωπίζει συναισθηματικές αυξομειώσεις που δεν περιμένει να δει κανείς σε μία αμιγώς ταινία δράσης. Η Σαρλίζ Θερόν, αν και δεν μίλησε με τον Μελ Γκίμπσον για τον ρόλο και το σύμπαν, ακολούθησε τα βήματα του και όρισε την τελική της εικόνα. Όταν δηλαδή το ενδυματολογικό τμήμα αφουγκραζόταν μία σειρά από κώμες και χτενίσματα, η ηθοποιός παρουσιάστηκε σε αυτούς με ανδρικό κοντό κούρεμα δικής της παρέμβασης.
Η δυναμική της με τον Τομ Χάρντι είναι ανάμεσα σε άλλα το δυνατό σημείο της ταινίας. Οι δύο τους όμως μετά από αυτή τους τη συνεργασία συμφώνησαν να μη συμπρωταγωνιστήσουν ποτέ ξανά μαζί. Τα γυρίσματα ήταν έντονα και η σχέση τους τεταμένη με τον Χάρντι να αργεί, ίσως ηθελημένα να εμφανιστεί στο γύρισμα και την Θερόν να τον επικρίνει μπροστά σε όλο το συνεργείο. Τα προβλήματα δεν άργησαν να έρθουν με τον Χάρντι να συνεχίζει τη δεσποτική του δράση και την Θερόν να κινείται συνεχώς με συνοδούς. Σε μία από τις σκηνές πάλης τους, η ηθοποιός δεν υπολόγισε σωστά ένα της χτύπημα και έσπασε τη μύτη του συμπρωταγωνιστή της. Αυτό ίσως να έλυσε τη μεταξύ τους διαφωνία… Το θέμα είναι ότι αν και οι δύο ηθοποιοί δυσανασχετούσαν ο ένας με τον άλλον, οι κασκαντέρ τους ανέπτυξαν μεγάλη οικειότητα και συμπάθεια μεταξύ τους, αρκετή ώστε να αποφασίσουν να παντρευτούν!
Τρίτος ηθοποιός που συμπληρώνει το καστ είναι ο Νικόλας Χούλτ. Όλοι όσοι συμμετείχαν στην ταινία, φθάνουν στην οθόνη αγνώριστοι, αλλά ο Χουλτ πραγματικά μεταμφιέζεται άνευ προηγουμένου. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ηθοποιός έχει μακρά παράδοση στο βαρύ μακιγιάζ από τη σειρά ταινιών «X-Men». Η μεταμόρφωση του σε «Αγόρι του Πολέμου» είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεται ο μέσος θεατής για να αντιληφθεί το σκεπτικό αυτής της ομάδας φανατικών πολεμιστών. Ο ηθοποιός φλερτάρει με την παράνοια και την τυφλή υπακοή σε έναν ψεύτικο προφήτη. Ο χαρακτήρας του, αν και καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο έχει ένα ικανοποιητικό ταξίδι μέσα στην ταινία αλλάζοντας διαρκώς στρατόπεδα, με τις αντιμαχόμενες πλευρές να επικαλούνται την ανηθικότητα και την ηθική του αντίστοιχα.
Τεχνικό μέρος:
Ο Τζορτζ Μίλλερ γνώριζε ακριβώς αυτό πού ήθελε να παρουσιάσει και καταφέρνει να το επικοινωνήσει στα διάφορα τμήματα που βρίσκονται υπό την σκηνοθετική του καθοδήγηση. Αυτά με τη σειρά τους το ετοιμάζουν και το μεταφέρουν στη μεγάλη οθόνη με μεγάλη ευκολία, όπως φαίνεται στο αποτέλεσμα.
Η φωτογραφία του Τζον Σιλ είναι απίστευτη από κάθε άποψη! Τα χρώματα της είναι θερμά, αλλά όχι καυτά με τις αποχρώσεις της ερήμου και των εκρήξεων να συμφωνούν και να ταιριάζουν δημιουργώντας κάδρα επικών διαστάσεων. Αυτή η ζωντάνια που επιτυγχάνεται μέσα από τις έντονες αποχρώσεις δεν είναι τυχαία. Υπήρξε σκοπιμότητα σε αυτή την κατεύθυνση, έτσι ώστε η εικόνα να μη θυμίζει σε καμία περίπτωση τις σύγχρονες μουντές μεταποκαλυπτικές ταινίες.Τα νυχτερινά πλάνα από την άλλη έχουν μία κυανή απόχρωση και δίνεται η δυνατότητα να μη χάνεται τίποτα από την εικόνα, αλλά όλα να είναι εμπρός των ματιών των θεατών. Αυτές οι σεκάνς γυρίστηκαν την ημέρα και μετά με διόρθωση φωτισμού και χρώματος βγαίνει αυτή η παγερή, καθαρή απόχρωση που θυμίζει την αστική φωτογραφία της δεκαετίας του ’90. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σιλ, ο οποίος είχε συνταξιοδοτηθεί, γύρισε στην ενεργό δράση και βραβεύτηκε για τη δουλειά του με βραβείο Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας.
Το μοντάζ είναι ο μεγάλος πρωταγωνιστής του αποκαλούμενου «post production» (μετά την παραγωγή της ταινίας). Ο Μίλλερ, σαν άλλος Τζορτζ Λούκας (ανήκουν εξάλλου στην ίδια γενιά) εμπιστεύεται τη σύζυγό του, Μάργκαρετ Σίξελ και της παραδίδει το ζωτικής φύσεως κομμάτι της ταινίας του, την αφήγηση μέσω του μοντάζ. Το επιχείρημα του είναι ότι λόγω της γυναικείας της ματιάς, θα καταφέρει να μοντάρει την ταινία με διαφορετικό και πρωτότυπο τρόπο σε σχέση με κάποιον άνδρα που έχει κόψει δεκάδες ταινίες δράσης. Το αποτέλεσμα δικαιώνει και με το παραπάνω, με τα κοψίματα να δημιουργούν ένταση και ένα πλαίσιο μεστής και σφιχτής δράσης. Οι σκηνές από την άλλην που βασίζονται στην εκδήλωση συναισθηματικής φόρτισης αφήνονται να αναπνεύσουν και να συμπαρασύρουν τους θεατές στο εκάστοτε δράμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Σίξελ απέσπασε το βραβείο Όσκαρ καλύτερου μοντάζ.
Το τμήμα των πρακτικών και ψηφιακών εφέ καταφέρνει να μετατρέψει σε εικόνα το τρελό σενάριο του Τζορτζ Μίλλερ. Αν και δεν το περιμένει κανείς για ταινία που κυκλοφόρησε το 2015, διαθέτει ελάχιστα ψηφιακά εφέ. Αυτά σχετίζονται ως επί το πλείστον, όπως προαναφέρθηκε με τα χρώματα του ουρανού, τους αριθμούς των μαχητών και οδηγών και το μηχανικό χέρι της «Φιουριόσα».Όλα τα υπόλοιπα και σε ποσοστό 80% που συμβαίνουν επί της οθόνης βασίζονται σε πρακτικά εφέ και τρικ. Σε τολμηρούς κασκαντέρ λοιπόν που είναι ολυμπιακοί αθλητές και ακροβάτες του ομίλου «Cirquedusoleil». Πολλοί σκηνοθέτες ανάμεσα σε αυτούς οι Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ και Στήβεν Σόντερμπεργκ αναρωτιούνται ακόμη πως κανείς δεν σκοτώθηκε επιχειρώντας όλα αυτά τα ριψοκίνδυνα άλματα και ελιγμούς με αυτοκίνητα.
Η ταινία στηρίζεται στην χρήση πρακτικών εφέ με αποτέλεσμα το βάρος να πέφτει στους ώμους του ενδυματολογικού και σκηνικού τμήματος. Τα κουστούμια είναι έναν συνδυασμός κουρελιών που δίνουν την πληροφορία για τον χαρακτήρα, πριν προλάβει να μιλήσει. Ο Μαξ, ως αντιήρωας είναι ντυμένος στα μαύρα, ένα σύνολο του κουστουμιού του Μελ Γκίμπσον και καινούργιων προσθηκών. Η Φιουριόσα από την άλλη έχει έντονο μαύρο μακιγιάζ που καλύπτει το μισό της πρόσωπο, αλλά κάτω από τους δερμάτινους ιμάντες και το βιονικό της χέρι είναι ντυμένη στα λευκά. Αυτό σημαίνει ότι έχει έναν ηθικό κώδικα τιμής, ο οποίος αποκρύπτεται. Η στολή του αθάνατου Τζο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Έχει πολλές στρώσεις για να κρύβεται το παραμορφωμένο του κορμί και φέρει απόχρωση του λευκού. Είναι όμως ένα ασθενικό λευκό, έτοιμο να καταρρεύσει και να αναδείξει τη σάπια προσωπικότητα του. Η μάσκα του επιπλέον, που χρησιμεύει ως συσκευή οξυγόνου. είναι άκρως τρομακτική και δίνει την εντύπωση πιστότητας όλων αυτών των μύθων που ακούγονται για το όνομα του. Τα παιδιά του πολέμου ακολουθούν το παράδειγμα του ηγέτη τους. Δεν φορούν κουστούμια. Το στυλιστικό τμήμα αρκείται στο να τους βάφει εξ ολοκλήρου λευκούς και να τοποθετεί προσθετικούς όγκους για να φανερώνει τις ασθένειες τους από την ακτινοβολία. Αυτό δικαιολογεί και τις αυτοκτονικές τους τάσεις.
Τα οχήματα πρωταγωνιστούν όπως είθισται να το κάνουν σε ταινίες του «Μαντ Μαξ». Αυτή τη φορά όμως έχουμε ακόμη μεγαλύτερα οχήματα, υπερβολικά στην εικόνα τους με το να μαρτυρούν με τον δικό τους τρόπο την προσωπικότητα αυτού που τα χειρίζεται. Περίπου 150 οχήματα κατασκευάστηκαν για τις ανάγκες της ταινίας. Κανονική αντιπροσωπεία! Μονάχα 15 αυτοσχέδια αυτοκίνητα επιβίωσαν της μανίας του Μίλλερ για εκρήξεις και καταστροφή.
Η μουσική του Junky XL, του μουσικού παραγωγού του Ζακ Σνάιντερ χωρίζεται σε δύο μέρη. Σε αυτή που ακούγεται μέσα στην ταινία και σε αυτή που τοποθετείται μετέπειτα από τους παραγωγούς. Η πρώτη αποτελείται από σκληρούς ήχους «heavymetal» μουσικής. Ο Τζορτζ Μίλλερ εμπιστεύεται έναν μουσικό από την Αυστραλία, τον Σον Χέιπ ή αλλιώς «Ιότα» και του δίνει τον δικό του χαρακτήρα με το χαρακτηριστικό, ότι παίζει μουσική με φλεγόμενη κιθάρα για την αυτοκινητοπομπή του φυλάρχου. Η άλλη έκφανση της μουσικής είναι γρήγορη, σε σημεία είναι και ηρωική, αλλά εμμένει σε έναν ημίτρελο ρυθμό δίχως να παρεκκλίνει από τη γενική αισθητική και ατμόσφαιρα.
Αποτίμηση:
Η ταινία κατάφερε να συγκεντρώσει έξι Όσκαρ και 380 εκατομμύρια σε εισπράξεις. Ψηφίστηκε, όπως και η δεύτερη ταινία «Μαντ Μαξ» (MadMax: FuryWarrior, 1981) μία από τις καλύτερες ταινίες δράσης στην ιστορία του κινηματογράφου. Δεν ήταν σε καμία περίπτωση μία εύκολη ταινία σίγουρα. Η τοποθεσία των γυρισμάτων άλλαξε και από την Αυστραλία μεταφέρθηκε στην Αφρική αυξάνοντας τις δαπάνες. Υπήρχαν προβλήματα, άλυτα θέματα μεταξύ των ηθοποιών. Στο φεστιβάλ των Καννών, ωστόσο ο Τομ Χάρντι απολογήθηκε τόσο στον Τζορτζ Μίλλερ, όσο και στην ΣαρλίζΘερόν και τους ζήτησε συγνώμη. Το μέρος όπου διέμεναν στη Ναμίμπια δεν ήταν και πολύ ασφαλές, με άμεση συνέπεια άνθρωποι της παραγωγής να πέφτουν θύματα ληστειών. Η λίστα είναι μεγάλη, αλλά θα σταματήσουμε κάπου εδώ. Αυτό που μετράει είναι ότι το όραμα του Μίλλερ επιτέλους πια ολοκληρώθηκε σφραγίζοντας την πορεία και τη συνέχεια αυτού του κόσμου με απόλυτο τρόπο. Μία συνέχεια που άργησε εννιά χρόνια, αλλά τελικά έφθασε. Για αυτή τη συνέχεια θα μιλήσουμε στο επόμενο άρθρο.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 8,9/10 για αυτή την ταινία που συναρπάζει τόσο εύκολα όσο παρακολουθείται.
Mad Max: Fury Road 2015 εγχρ. Διάρκεια: 2 ώρες Είδος: Επιστημονική φαντασία/περιπέτεια Σκηνοθεσία: Τζορτζ Μίλλερ Πρωταγωνιστές: Τομ Χάρντι, Σαρλίζ Θερόν, Νίκολας Χουλτ.