Γράφει ο Γιώργος Τοκμακίδης για την Κουλτουρόσουπα
Η νέα ταινία του Τζορτζ Μίλλερ και συνέχεια της δυστοπικής φαντασίας σειράς «Μαντ Μαξ» με τίτλο: «Furiosa: A Mad Max Saga» (2024) βρίσκεται ήδη στις κινηματογραφικές αίθουσες αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Πριν όμως ασχοληθούμε με την καινούργια προσθήκη στον αλλοπρόσαλλο κόσμο του «Μαντ Μαξ, θα θυμηθούμε και θα μιλήσουμε για το κλείσιμο της πρώτης τριλογίας, την τελευταία ταινία στην οποία πρωταγωνίστησε ο ξεχωριστός Μελ Γκίμπσον. Τι συνέβη σε αυτή την ταινία; Γιατί είναι τόσο διαφορετική; Για ποιο λόγο οι φίλοι της σειράς δυσκολεύονται να την αναγνωρίσουν σαν αναπόσπαστο κομμάτι της; Πάμε να δούμε με ποιον τρόπο θα «αποδράσουμε από το Βασίλειο του Κεραυνού»!
Υπόσχεση:
Η καθολική επιτυχία του «Μαντ Μαξ: Εκδικητής πέρα από τον νόμο» (Mad Max:Fury Road, 1981) δημιούργησε ένα κύμα, μία τάση των νέων δημιουργών να ασχοληθούν με ένα μεταποκαλυπτικό ενδεχόμενο. Αυτός είναι ο λόγος που έχουμε ταινίες όπως το «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» (Escaping NewYork, 1981) του Τζον Κάρπεντερ με τον Κερτ Ράσσελ και το «Ο Εξολοθρευτής» (TheTerminator,1984) του Τζέιμς Κάμερον με τον Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ. Παλιοί και καινούργιοι μυημένοι οπαδοί της σειράς ανέμεναν με ανυπομονησία τη νέα ταινία και κατ’ επέκταση περιπέτεια του Μαξ στις αχανείς εκτάσεις της Άγονης Γης. Αυτό που έλαβαν και είδαν συμφωνούσε στις προσδοκίες τους μονάχα κατά το ήμισυ. Ο Τζορτζ Μίλλερ ως σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός επέδειξε εξαιρετική ασυνέπεια ως προς την άτυπα προσυμφωνημένη υπόσχεση και παρέδωσε, όχι κάτι που δεν έμοιαζε με ταινία «Μαντ Μαξ», αλλά κάτι που δεν είχε την αίσθηση ταινίας «Μαντ Μαξ».
Μα γιατί συνέβη αυτό; Οι ίδιοι συνεργάτες και συντελεστές που εργάστηκαν από κοινού στη δεύτερη ταινία, συγκεντρώθηκαν και πάλι μετά από τέσσερα χρόνια και για την τρίτη, «γιατί δεν έδεσε το γλυκό;» Η απάντηση βρίσκεται στην εποχή και στη νέα ιδέα που βρέθηκε να αντιπροσωπεύει τη δεκαετία ήδη από τις αρχές της. Ορισμένοι θεωρούν ότι πρόκειται για παραπάτημα της σειράς και εσωτερικής ασυνεννοησίας, αλλά αρκεί μόνο να ρίξει κανείς μία ματιά στη δεκαετία του ’80 και τις ταινίες που πρωτοστάτησαν εκείνη την εποχή. Η αρχή γίνεται με την καθολική επιτυχία του εξωγήινου «E.T.» (E.T. the Extra-Terrestrial, 1982) σε σκηνοθεσία Στήβεν Σπίλμπεργκ. Ακολουθεί η δεύτερη ταινία του πολυαγαπημένο αρχαιολόγου Ιντιάνα Τζόουνς (Indiana Jones and the Temple of Doom, 1984) με την προσθήκη του παιδικού χαρακτήρα του Κε Χουί Καν με το χαρακτηριστικό όνομα «μερίδα» (μετάφραση για το shortround). Τέλος, η κλασική ταινία «Γκούνις: Το παιχνίδι της μεγάλης περιπέτειας» (The Goonies, 1985) είναι σύγχρονο αυτής της τρίτης ταινίας, «Μαντ Μαξ: Απόδραση από το βασίλειο του κεραυνού».
Πλοκή:
Βρισκόμαστε σε έναν κόσμο κατεστραμμένο από ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα. Οι άνθρωποι που επιβίωσαν ακολούθησαν μία παράλογη πορεία ζωής στην έρημο που άφησε πίσω της η καταστροφή. Ένας άνδρας, ο Μάξ αφού εξέλθει από την πορεία του και εισέλθει στην πλοκή, θα κατευθυνθεί σε μία βάρβαρη νεοσύστατη πόλη. Εκεί, θα έρθει σε επαφή με την αρχόντισσα της πόλης και να κάνει μία αμφίβολης ηθικής δουλεία για λογαριασμό της. Αρχικά, ο Μαξ θα δεχθεί, αλλά δε θα αργήσει να θυμηθεί τις αρχές του και να λύσει τη συμφωνία του με την αφέντρα. Αυτό θα τον οδηγήσει σύμφωνα με τον νόμο σε εξορία, αλλά ο Μαξ δε θα ξεχάσει ξανά την υπόσχεση που έδωσε στον εαυτό του, να προστατεύει και να υπηρετεί το καλό! Μέσα σε μία κατάσταση, που περιλαμβάνει έντονη καταδίωξη και παιδιά, το μέλλον αυτού του κόσμου, ο Μαξ θα αποφασίσει να πάρει μέρος και να επιλέξει επιτέλους πλευρά.
Σκηνοθεσία:
Ο Τζορτζ Μίλλερ ως ο καλλιτεχνικός πατέρας της σειράς επιστρέφει στη θέση του σκηνοθέτη, αλλά αυτή τη φορά δεν είναι μόνος. Έχει έναν βοηθό, έναν κοντινό συνεργάτη, τον συνονόματο Τζορτζ Όγκιλβι. Ο προαναφερόμενος δεν είναι ο μοναδικός του συνοδός στο ταξίδι του για τη νέα του ταινία, ένα ικανοποιητικό χρηματικό κεφάλαιο από τους παραγωγούς της Αμερικής έρχεται για να επενδυθεί στα μικρά στούντιο της Αυστραλίας. Για τα μέτρα της εποχής και της περιοχής, αυτή η κίνηση αποτέλεσε τη μεγαλύτερη παραγωγή που πραγματοποιήθηκε στον ευρύτερο χώρο της αυστραλιανής ηπείρου.
Έχοντας λοιπόν ξεκαθαρίσει το πεδίο στον οικονομικό τομέα, ο Μίλλερ θέλει να απλώσει το κεφάλαιο που διαθέτει σε όλους εκείνους τους τομείς, που δεν είχε καταφέρει στις δύο προηγούμενες ταινίες του. Οι τίτλοι αρχής λόγου χάριν είναι περισσότερο κινηματογραφικοί, η εναρκτήρια σκηνή είναι μία αντίδραση του σκηνοθέτη σε προηγούμενες δυσκολίες και ελλείψεις. Η ταινία μας ανοίγει με ένα πανοραμικό πλάνο, κινηματογραφημένο από εναέριο μέσο. Οι θεατές έχουν τη δυνατότητα να διακρίνουν σε βάθος την περιοχή της Άγονης Γης μέσα από το βάθος πεδίου που διαθέτει και αναδεικνύει ο νέος εξοπλισμός με τις νέες κάμερες. Ο δημιουργός μένει πιστός στις αρχές που έχει εισάγει από την πρώτη κιόλας ταινία, εξωτερικεύει επί της ιστορίας και της οθόνης τις επιθυμίες του. Στο σημείο, δηλαδή που αισθάνεται κανείς ότι ο Μίλλερ κάνει επίδειξη και καυχιέται, έρχεται να μας δηλώσει πως αυτή η ταινία έχει αρχίσει και δεν έχει χρόνο για χάσιμο. Η κάμερα λοιπόν πλησιάζει με ιδιαίτερη ταχύτητα έναν άνδρα και τον ρίχνει από τη θέση του, σαν να τον βγάζει από την άσκοπη πορεία του και να τον βάζει στα πλαίσια μίας πλοκής με ξεκάθαρο λόγο και σκοπό. Μπορεί στη συνέχεια να γίνεται γνωστό μέσω της αποκάλυψης του μονοθέσιου αεροπλάνου ότι πρόκειται για μία εξόρμηση ενός από τους χαρακτήρες, αλλά αυτό που μένει στο υποσυνείδητο του κοινού είναι ο Τζορτζ Μίλλερ να σπρώχνει τον πρωταγωνιστή του να ξεσελώσει και να ξεσαλώσει σε μία νέα περιπέτεια. Ναι, ο άνδρας που πέφτει κατά γης είναι ο Μέλ Γκίμπσον και μόλις ανέλαβε δράση στη νέα του ταινία.
Η γραμμή που θέτει η εναρκτήρια σκηνή διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας και ορίζει όλους τους σημαντικούς παράγοντες που συνθέτουν το τελικό αποτέλεσμα,τη γενική αισθητική, τον ρυθμό, τον τόνο και τη συνολική εικόνα. Σε αυτή την ταινία, τα κάδρα γεμίζουν με πολυπληθή σύνολα κομπάρσων με τους πιο ευφάνταστους ενδυματολογικούς συνδυασμούς. Τα σκηνικά δεν περιορίζονται σε μία πετρελαϊκή πλατφόρμα, αλλά σε μία πολυεπίπεδη πόλη, η οποία στην επιφάνεια της έχει τη μεγάλη αγορά, σε ένα κατώτερο επίπεδο,τ η θολωτή αρένα μάχης, και στο κατώτατο σημείο της, ένα χοιροστάσιο που τροφοδοτεί με την καύση του μεθανίου την ενέργεια της πόλης. Πρόκειται για την οικοδόμηση ενός ολόκληρου κόσμου, γεγονός που ενισχύει τη μυθολογία του, αφού πλέον στέκεται με στιβαρή υπόσταση.
Ο ρυθμός της ταινίας διαθέτει πλέον τα χρονικά περιθώρια να πάρει μία ανάσα. Το μότο του δημιουργού μένει σε ισχύ, οι καταστάσεις και οι συνθήκες τρέχουν, αλλά ανασαίνουν. Αυτό επιτυγχάνεται με τις σεκάνς χρήσης διαλόγου. Οι ατάκες του Μελ Γκίμπσον δεν απαριθμούνται πλέον, πράγμα που αλλάζει κατά μία έννοια τον χαρακτήρα του Μαξ. Αυτή η ταινία έχει ως επίκεντρο τη μεταβολή του Μαξ και την επιστροφή του σε αυτό που ήταν, αλλά παραμένει μία κάπως απότομη αλλαγή.Στη μέση της ταινίας η ανάσα γίνεται πιο βαθιά, σε σημείο που να μην αντιλαμβάνεται κανείς για ποιο λόγο χρειάζεται η εκάστοτε κατεύθυνση. Καλώς ή κακώς, με αυτό το συγκεκριμένο σενάριο, η ιστορία δεν μπορεί να αποφύγει να κάνει την αποκαλούμενη «κοιλιά». Δεν αργεί όμως με μία πιο γρήγορη προσέγγιση στον τομέα του μοντάζ, όχι μόνο να αυξήσει τους ρυθμούς της πλοκής, αλλά και τις στροφές, καταφέρνοντας να πετύχει αντίστοιχα με της προηγούμενης ταινίας ύψη. Η σκηνή της τελικής καταδίωξης τα έχει όλα, οχήματα σε σιδηροδρομικές γραμμές, αυτοσχέδια αυτοκίνητα να οργώνουν την έρημο και να διώκουν, κασκαντέρ να εκτοξεύονται από τα αυτοκινούμενα τους μέσα. Γρήγορες εναλλαγές ανάμεσα σε κοντινά και μακρινά πλάνα, όπως μόνο ο Μιλλέρ γνωρίζει να κάνει.
Ο τόνος της ταινίας όμως είναι αυτός που μεταβάλλεται έντονα. Οι χαρακτήρες και δε οι ανταγωνιστές προσδιορίζονται από τα κίνητρα των πράξεων τους, και όχι από τις πράξεις τους αυτές καθ’ αυτές. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ορισμένοι από αυτούς να βγαίνουν συμπαθείς και να αποκτούν ολοένα και πιο πολλή απόσταση από τους προκατόχους τους.Χαρακτήρες όπως αυτός της Τίνα Τέρνερ στον ρόλο της «θείτσας» (μετάφραση του auntyEntity) και του Άντζελο Ροσσίτο στον ρόλο του «μάστερ μπλάστερ» έχουν ως σκοπό να προκαλέσουν μία εύθυμη αντίδραση στους θεατές ήδη από την εισαγωγή και τα ονόματα τους. Η συμπάθεια προς αυτούς επιφέρει τη μείωση της αίσθησης του κινδύνου και ως εκ τούτου μία πιο ανάλαφρη χροιά μέσα στην ταινία. Η είσοδος δε των παιδιών σε ταινία «Μαντ Μαξ» ενισχύει αυτή την προσέγγιση, αφού η βία και τα θύματα της περιορίζονται στο ελάχιστο.Υπάρχουν πάλι σκηνές που μας θυμίζουν που βρισκόμαστε, αλλά παρουσιάζονται με φειδώ και ενισχύονται από μία περιπετειώδη αίσθηση μέσα στα πλαίσια της δράσης.
Ερμηνείες:
Ο Μελ Γκίμπσον επιστρέφει στον ρόλο που αγάπησε, αλλά και που τον εγκατέστησε στα μάτια των παραγωγών ως μία μεστή επιλογή για τον επόμενο κινηματογραφικό αστέρα του Χόλυγουντ. Ανάμεσα στις δύο ταινίες υπάρχει ένα χρονικό χάσμα, με άμεση συνέπεια η εμφάνιση και το παρουσιαστικό του χαρακτήρα του Γκίμπσον, Μαξ να έχει αλλάξει. Αποκαλύπτεται στην αρχή με μακριά μαλλιά, σημαδεμένο μάτι και ένα παλιό ύφασμα να καλύπτει το «κουστούμι» του, την αστυνομική του στολή που έχει ξηλωθεί, φθαρεί με τα χρόνια της περιπλάνησης. Ο ηθοποιός φέρνει στον ρόλο λίγο πολύ ό,τι είχε εισάγει στην προηγούμενη ταινία. Με την αλλαγή όμως του τόνου και την πιο ανάλαφρη κατεύθυνση, ο Μελ Γκίμπσον ακολουθεί τις οδηγίες του Τζορτζ Μίλλερ και αντιμετωπίζει κάποιες καταστάσεις με κωμικό τρόπο. Δεν πρόκειται για πρόκληση γέλιου από μεριάς του ηθοποιού, αλλά ο τρόπος που αλληλεπιδρά με τους χαρακτήρες και τις καταστάσεις στις οποίες τον εμπλέκουν ακολουθεί μία πιο κωμικοτραγική νότα. Αυτό το σημείο από ερμηνευτικής άποψης είναι το σημείο καμπής για τον ηθοποιό, καθώς μέσα από αυτή την ταινία και τη διατήρηση μίας επιφυλακτικής σοβαρότητας, ανακαλύπτει και διαμορφώνει την υποκριτική του τεχνική. Κατά τα άλλα, ο Γκίμπσον απολαμβάνει να υποδύεται τον ρόλο, περνάει καλά στα γυρίσματα και αυτό φαίνεται από την αβίαστη απόπειρα του να φέρει χαρακτηριστικά του ίδιου του εαυτού του στον ρόλο. Ο χαρακτήρας του έχει ένα ταξίδι ανάπτυξης και λύτρωσης κατά τη διάρκεια της ταινίας που κλείνει πλήρως οργανικά την αψίδα του Μαξ. Αυτό δε σημαίνει πως δε θέλει το κοινό να έχει την ευκαιρία να δει τον ηθοποιό για άλλη μία φορά να φοράει τα μεταποκαλυπτικά του κουρέλια και να οδηγάει το αυτοκίνητο του ως ένας μοντέρνος νομάς καταμεσής της άγονης ερήμου.
Συμπρωταγωνίστρια έκπληξη του Μέλ Γκίμπσον είναι η άκρως γοητευτική τραγουδίστρια Τίνα Τέρνερ. Η επιλογή της τραγουδοποιού προκύπτει σε πρώτη ανάγνωση από το πουθενά, σε δεύτερη, από την αστείρευτη πηγή παραγωγής παράνοιας και μεταποκάλυψης που λέγεται Τζορτζ Μίλλερ και Τέρρυ Χέϊς.Οι δύο τους έγραψαν τον ρόλο αποκλειστικά για την Τέρνερ, προτού καν η ίδια γνωρίζει ότι έχει πρόταση να συμμετάσχει στο πρότζεκτ. Για καλή τύχη όλων, τα πράγματα πήγαν βάσει προγράμματος και η Τίνα Τέρνερ έφθασε να χαρίσει μοναδικές στιγμές ερμηνεύοντας την απολαυστική «θείτσα». Πρόκειται για μία φιλόδοξη ανταγωνίστρια, η οποία δίχως την πυρηνική καταστροφή δε θα είχε καμία αξία. Δεν αναμειγνύεται με κάποιον τρόπο με το συμβάν, αλλά μέσα από τις στάχτες αυτού αναγεννήθηκε στην αρχόντισσα της πόλης. Είναι επικίνδυνη, αλλά όχι με τον τρόπο που είναι οι ανταγωνιστές της σειράς. Έχει μέθοδο, μηχανορραφεί και γνωρίζει ποιος είναι ο αντίπαλος της, όπως και με ποιον τρόπο μπορεί να τον βγάλει έξω από την εξίσωση. Η Τέρνερ φέρνει στον ρόλο πέρα από ένα εξαιρετικό τραγούδι, την πληθωρική της προσωπικότητα για να αποδώσει έναν χαρακτήρα, όμοιο με κανέναν άλλον, και τα καταφέρνει περίφημα μέχρι και στην τελευταία της σκηνή.
Τεχνικό μέρος:
Η ταινία, αν και παραμένει στη δεκαετία του ’80, ακολουθεί ή ορίζει τις νόρμες και τις τάσεις που θα ακολουθηθούν κατά το μεσοδιάστημα και το πέρασμα στη νέα τότε δεκαετία του ’90. Μπορεί να υπήρχε λόγος και σχέδιο ή να έγινε κατά τύχη. Το σίγουρο είναι πως δεν ήταν τυχαία η δουλειά και οι σχεδιασμοί του ενδυματολογικού και σκηνικού τμήματος. Αυτοί οι δύο τομείς συνήθως επικοινωνούν στενά κατά τη διάρκεια της προ-παραγωγής, αλλά σε αυτή την ταινία είναι σαν να γνωρίζουν ακριβώς τι πρέπει να κάνουν ο ένας για τον άλλον. Τα κουστούμια απομακρύνονται από την πανκ αισθητική με τα δερμάτινα και τα καρφιά και επικεντρώνονται στην ευρύτερη ιδέα πίσω από την ιστορία του «Μαντ Μαξ». Τι είναι ο «Μαντ Μαξ», αν όχι ένα μεταποκαλυπτικό γουέστερν; Ο δημιουργός του εξάλλου δεν έκρυψε ήδη από την προηγούμενη ταινία ότι η έμπνευση προήλθε από το γουέστερν με τίτλο: «Άρπαγες της γης» (TheShane, 1953) του Τζορτζ Στήβενς με πρωταγωνιστή τον Άλαν Λάντ.
Στα κουστούμια, αλλά και στην πόλη επικρατεί αυτή η ιδέα, πως το κοινό έρχεται σε επαφή με ένα μεταμοντέρνο γουέστερν. Οι πρωταγωνιστές επικοινωνούν στο έπακρο αυτή την αισθητική επιλογή, με τους Γκίμπσον και Τέρνερ να έχουν μακριά μαλλιά με χτενίσματα ιθαγενών και κουστούμια της ερήμου. Η στολή δε που φοράει η Τίνα Τέρνερ ζυγίζει 35 κιλά! Τα αυτοσχέδια μονοθέσια οχήματα, όπως σχεδιάστηκαν στην προηγούμενη ταινία επιστρέφουν για την κλιμάκωση στο τέλος. Η μουσική υπογράφεται αυτή τη φορά από τον προσφάτως βραβευμένο με όσκαρ Μορίς Ζαρ, αλλά το περιπετειώδες θέμα του χάνεται πίσω από το μουσικό κομμάτι της Τίνα Τέρνερ με τίτλο: «Wedon’tneed another hero».
Αποτίμηση
Οι τριλογίες στον αμερικάνικο κινηματογράφο πάσχουν από μία κατάρα, αυτή του αδύναμου τρίτου μέρους. Στην πραγματικότητα δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, απλώς η φόρμα που ακολουθούν οι σεναριογράφοι τους οδηγεί κατά γενική ομολογία στο να γράψουν κάτι με το οποίο θα εξασφαλίσουν την «ασφάλεια». Με τον όρο ασφάλεια εννοείται συνήθως η οικονομική και σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε συχνά εισπρακτικές αποτυχίες. Ασφάλεια, ίσως να θεωρείται και η συνέπεια, η οποία αν γίνει σωστά, τότε είναι που γίνεται λόγος για καθαρή επιτυχία. Στο τρίτο μέρος της τριλογίας του «Μαντ Μαξ» δε συμβαίνει τίποτα από τα δύο. Ο Τζορτζ Μίλλερ φαίνεται να έχει όρεξη για εξερεύνηση και στοιχήματα και δε θέλει να πάρει απόσταση ασφαλείας από αυτά. Αυτό, από μόνο του δεν αποτελεί σφάλμα, το να γυρίσει όμως σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σελίδα είναι! Η ταινία κατάφερε να αποτελέσει εισπρακτική επιτυχία και να αποσβέσει τα κεφάλαια που επενδύθηκαν σε αυτή, αλλά οι οπαδοί δεν έμειναν εντελώς ευχαριστημένοι. Με τον καιρό και τις συνεντεύξεις έγινε γνωστό πως η αίσθηση πολλών θεατών πως πρόκειται για δύο ταινίες ενωμένες σε μία,δε λανθάνει. Πραγματικά, το σενάριο της ταινίας εξαρχής δεν είχε σχέση με τον κόσμο του «Μαντ Μαξ». Είχε πολλά στοιχεία με το έργο αυτό, όπως το μεταποκαλυπτικό πλαίσιο, αλλά είχε περισσότερα θεματικά κοινά στοιχεία με το παραμύθι του Πήτερ Παν, παρά με τον ωμό ρεαλισμό του «Μαντ Μαξ». Ο τίτλος αυτού ήταν «LordoftheFlies» με την ιστορία να απεικονίζειέναν άνδρα που βρίσκει μία φυλή παιδιών σε έναν κατεστραμμένο κόσμο. Ο Μίλλερ πρότεινε αυτός ο άνδρας να είναι ο Μαξ και τα υπόλοιπα ανήκουν στην ταινία του ’85.
Θα έβαζα με ταπεινότητα όπως πάντα ένα 6,8/10 για την υπερβολική αλλαγή σε σχέση με την προηγούμενη ταινία.
Μαντ Μαξ: Απόδραση από το βασίλειο του κεραυνού (Mad Max: Beyond Thunderdome 1985) εγχρ. Διάρκεια: 1 ώρα και 45 λεπτά Είδος: Επιστημονική φαντασία/περιπέτεια. Σκηνοθεσία: Τζορτζ Μίλλερ. Πρωταγωνιστές: Μελ Γκίμπσον, Τίνα Τέρνερ, Άντζελο Ροσσίτο, Μπρους Σπένς.