Ο Σίγκμουντ Φρόυντ και η κόρη του Άννα Φρόυντ έγραψαν ιστορία την οποία άφησαν πίσω τους σαν πολύτιμη παρακαταθήκη για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας. Κι όμως αυτοί οι δυο άνθρωποι ήταν μπλεγμένοι μεταξύ τους σε μια #σχέση εξάρτησης – συνεξάρτησης.
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
Προχωρώντας σιγά σιγά προς το κλείσιμο της φετινής αρθρογραφικής σεζόν, αποφάσισα να εντάξω σε αυτή τη στήλη μια ταινία και να δώσω έτσι χώρο και στον κινηματογράφο που τόσο αγαπώ. Βρήκα μάλιστα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αυτήν την ιδέα για την επόμενη σεζόν μια που υπάρχουν πράγματα που μπορείς να δεις πέρα από αυτό που βλέπεις και στον κινηματογράφο. Η ταινία που επέλεξα να δω δεν ήταν τυχαία. Θα έβλεπα την ‘Τελευταία συνεδρία του Φρόυντ’. Καθόλου τυχαία επιλογή και καθόλου άσχετη με το επιστημονικό μου αντικείμενο.
Φανταζόμουν να δω λοιπόν ένα έργο στο οποίο ο πατέρας της Ψυχανάλυσης θα έβλεπε έναν αναλυόμενό του και θα μοιραζόταν μαζί του στιγμές μιας συνεδρίας. Μπαίνοντας όμως στο διαδίκτυο και διαβάζοντας την υπόθεση, ξαφνιάστηκα καθώς η τελευταία συνεδρία θα ήταν μια αλληλεπίδραση του Φρόυντ με έναν καθηγητή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης τον οποίο ο πρώτος θα προσκαλούσε για να συζητήσει μαζί του αν τελικά υπάρχει Θεός και πολλά άλλα.
Η δράση
Από τα πρώτα λεπτά άφησα το μυαλό μου να ταξιδέψει. Έτσι και αλλιώς οι εικόνες που περνούσαν μπροστά από τα μάτια μου, το έκαναν πολύ εύκολο. Σε ταξιδεύει μια ταινία, σκεφτόμουν. Σε ταξιδεύει και μια συνεδρία. Σε μεταφέρει σε μέρη που γνωρίζεις αλλά όχι τόσο καλά όσο θα ήθελες. Σε μεταφέρει επίσης σε μέρη που ξέρεις ότι υπάρχουν αλλά δεν πρόλαβες ως εκείνη τη στιγμή να τα γνωρίσεις. Σε μεταφέρει τέλος σε μέρη που ούτε καν φανταζόσουν ότι υπάρχουν και αιφνιδιάζεσαι ανακαλύπτοντας τα. Άλλωστε ο ίδιος ο Φρόυντ παρομοίασε τη μεθοδολογία της Ψυχανάλυσης με τη μεθοδολογία της Αρχαιολογίας υποστηρίζοντας ότι όπως ο αρχαιολόγος ανακαλύπτει κρυμμένα ερείπια, έτσι και ο ψυχαναλυτής μπορεί να ανασκάψει το παρελθόν ενός ανθρώπου διενεργώντας μια αρχαιολογική έρευνα του νου.
Σε κάποια σκηνή, από τις πρώτες του έργου, ο Φρόυντ λέει πως ο σκύλος του ο Γιόφι είναι το βαρόμετρο στις συνεδρίες με τους ασθενείς του. Λέει χαρακτηριστικά: ‘Αν ο ασθενής είναι ήρεμος, ο Γιόφι ξαπλώνει στα πόδια μου. Αν όμως ο ασθενής είναι ταραγμένος, ο Γιόφι στέκεται δίπλα μου’. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, αναρωτιέμαι για το δικό μου βαρόμετρο στις συνεδρίες με τους θεραπευόμενούς μου. Κι αμέσως βρίσκω ποιο είναι. Το πώς νιώθω μέσα μου κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας. Αν βαριέμαι, αν νυστάζω, αν βλέπω το ρολόι ελπίζοντας να περάσει η ώρα ή αν απολαμβάνω κάθε στιγμή αλληλεπίδρασης με αποτέλεσμα να μην καταλαβαίνω πώς πέρασε η ώρα και φτάσαμε στο κλείσιμο άλλης μιας ενδιαφέρουσας συνεδρίας. Ενδιαφέρουσας για ποιον; Για το θεραπευτή ή για το θεραπευόμενο; Τελικά η μεταβίβαση και η αντιμεταβίβαση θα είναι πάντα εκεί.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν η σκηνή στην οποία η Άννα, η κόρη του Φρόυντ, στέκεται μπροστά του μαζί με τη σύντροφό της και χωρίς να χρειαστεί να πει κάτι, κάνει μια πολύ ηχηρή δήλωση για την απόφαση που παίρνει στη ζωή της. Η δύναμη της σιωπής, σκέφτομαι. Η δύναμη της σιωπηλής δήλωσης. Η δύναμη του να σταθεί κανείς μπροστά στο γονιό του και να διαφοροποιήσει τη δική του θέση από τη θέση εκείνου που μέχρι πρότινος είχε το ρόλο του Θεού. Η Άννα ήταν το τελευταίο από τα 6 παιδιά του Φρόυντ. Της είχε ιδιαίτερη αδυναμία και θαύμαζε το μυαλό της σε αντίθεση με την αδελφή της Σοφία, η οποία ξεχώριζε για την ομορφιά της. Βλέποντας αυτήν την ταινία μου έγινε ακόμα πιο ξεκάθαρη η στάση του Φρόυντ απέναντι στις γυναίκες αλλά και γενικότερα απέναντι στους άλλους. Δεν είναι άγνωστη η κριτική που δέχτηκε από το κίνημα του φεμινισμού για τις ακραίες θέσεις του ως προς τη γυναίκα.
Απογοητεύτηκα διαπιστώνοντας πόσο εγωκεντρικός και σκληρός πατέρας ήταν για τα παιδιά του και πιο συγκεκριμένα για την Άννα την οποία θεωρούσε κτήμα του. Δεν της επέτρεπε να έχει προσωπική ζωή ισχυριζόμενος πως η κόρη του ήταν αφοσιωμένη στην επιστήμη και δεν είχε χρόνο για σχέσεις. Μιλούσε για αυτήν σαν ήταν ο εκπρόσωπός της. Κι εκείνη όμως υποτασσόταν στις γονεϊκές εντολές αδυνατώντας να δει τι συνέβαινεκαι πώς αυτό που συνέβαινε ήταν εις βάρος της. Δεν δίστασε μάλιστα να παρατήσει μια διάλεξη στη μέση προκειμένου να τρέξει κοντά στον πατέρα της που τη χρειαζόταν. Ανησυχούσε για αυτόν και την υγεία του που χειροτέρευε μέρα με τη μέρα. ‘Δεν έχει κανέναν άλλον πέρα από μένα’ θα πει κάποια στιγμή αποδεικνύοντας εμπράκτως την αφοσίωσή της σε αυτόν.
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η σκηνή στην οποία η Άννα τρέχει για να βρει το φάρμακο για τον πατέρα της. Παρατά τα πάντα και τους πάντες για να βρεθεί κοντά του. Βυθισμένη σε πλήρη άρνηση για αυτό που κάνει. Και να μην ξεχνιόμαστε. Είναι ο ιδρυτής της Ψυχανάλυσης και η κόρη του που και οι δυο έγραψαν ιστορία αφήνοντας πίσω τους πολλή και σημαντική θεωρία. Δυο επιστήμονες που ανέδειξαν καίρια θέματα όπως το Οιδιπόδειο, οι μηχανισμοί άμυνας, το Εγώ, το Αυτό και το Υπερεγώ, το στοματικό, το φαλλικό και το πρωκτικό στάδιο και τόσα άλλα. Κι όμως αυτοί οι κορυφαίοι επιστήμονες ψυχικής υγείας υπήρξαν άνθρωποι. Και υπέκυψαν και αυτοί στην αντίσταση. Ο ίδιος ο Φρόυντ μιλά για αντίσταση τονίζοντας πως όσο περισσότερο δυσκολεύεται να δεχθεί κανείς κάτι που του καθρεφτίζει ο αναλυτής του, τόσο πιο αληθινό είναι αυτό και ισχύει. Δεν κάνει όμως το ίδιο για τον εαυτό του. Αν και του καθρεφτίζουν την αυταρχικότητα που έχει στο ρόλο του πατέρα, εκείνος αρνείται να το δει. Όσο για τα περιβόητα όρια, δείχνει να τα παραβιάζει αναλαμβάνοντας σε θεραπεία την κόρη του και ενισχύοντας την εξάρτησή της από αυτόν μέχρι και λίγο πριν το θάνατό του.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήταν η εξής: ‘Λέτε ψέματα στον εαυτό σας, πιστεύοντας ότι μπορείτε να ελέγξετε το θάνατο όπως ελέγχετε τον κόσμο και την κόρη σας’. Δυνατά λόγια. Δυνατές αλήθειες. Δυνατές διαπιστώσεις. Ο Φρόυντ δυσκολεύεται να τα αγκαλιάσει και να τα κάνει δικά του επιτρέποντας σε αυτές τις αλήθειες να του διδάξουν κάτι. Το μόνο που παραδέχεται είναι πως όλοι είμαστε ευάλωτοι απέναντι στο θάνατο. Ευάλωτοι και τρομαγμένοι.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν αυτός της Άννας. Μια εγκλωβισμένη κόρη που μεγαλώνει δίπλα σε έναν αυταρχικό, άκαμπτο και επιβλητικό γονιό. Δεν έχει χώρο να αναπτυχθεί έτσι όπως δεν έχει χώρο ένα λουλούδι να ανθίσει όταν το στριμώξει κανείς σε μια μικρή γλάστρα. Θα αναπτυχθεί ως εκεί που η γλάστρα θα του επιτρέψει να αναπτυχθεί. Κι όμως αυτή η κόρη, η σχεδόν υποταγμένη και ευνουχισμένη κόρη, αγαπά με όλη της τη δύναμη τον πατέρα της και τον στηρίζει ως το τέλος της ζωής του. Και κάπου εκεί αναρωτιέμαι για τα πραγματικά κίνητρα της Άννας να ασχοληθεί με τα παιδιά και να γίνει πρωτοπόρος στην ψυχοθεραπεία παιδιών. Τι να σήμαινε άραγε αυτό για το δικό της εσωτερικευμένο παιδί;
Το κλείσιμο
Με το που έπεσαν οι τίτλοι τέλους, ένιωσα την ανάγκη να βγω όσο πιο γρήγορα μπορούσα από την αίθουσα για να αναπνεύσω. Ήθελα να αναπνεύσω. Ήταν σαν να κρατούσα όλη αυτήν την ώρα κάτι από την ασφυξία που χαρακτήριζε, στα δικά μου τουλάχιστον μάτια, τη σχέση πατέρα – κόρης. ΄Ηθελα να πάρω αέρα. Ίσως κάπου μέσα μου αυτή η σχέση να μου θύμισε και τη δική μου σχέση με τον πατέρα μου παρά τις πολλές διαφορές που υπήρχαν. Ο πατέρας μου δεν ήταν εγωκεντρικός. Ο πατέρας μου δεν ήταν αυταρχικός. Ο πατέρας μου δεν ήταν απόλυτος. Σεβόταν τις ανάγκες μου στην πλειονότητά τους και ήταν υποστηρικτικός. Η σχέση μας όμως ήταν μια πολύ κοντινή σχέση και ίσως παρακολουθώντας τη σχέση εξάρτησης – συνεξάρτησης του Φρόυντ με την κόρη του, να ξύθηκε και μια δική μου ανάμνηση που αναδύθηκε στο συνειδητό για άλλη μια φορά και έκανε το παιχνίδι της.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήτανγλυκόπικρη. Από τη μια μου άρεσε που έμαθα πράγματα για τη ζωή του Φρόυντ τα οποία δεν γνώριζα. Από την άλλη απογοητεύτηκα βλέποντας μια πλευρά του που μόνο υποψιαζόμουν χωρίς να έχω εικόνα. Τώρα πια, μετά τη θέαση αυτής της ταινίας, είχα και εικόνα και αυτό το έκανε ακόμα πιο δυσάρεστο. Όπως και να είχε όμως ο αέρας που θα έπαιρνα περπατώντας προς το σπίτι μου, θα έφερνε τη φρεσκάδα που είχα τόσο ανάγκη εκείνη την ώρα.