‘Εχουν περάσει τέσσερα χρόνια από εκείνο το καλοκαιρινό Σαββατόβραδο που είχα δει την συγκεκριμένη ταινία, στο θερινό Σινέ ‘Αλσος, στις Συκιές. Ο λόγος για τις “Ατίθασες” (Mustang), της Ντενίζ Γιαμζέ Εργκιουβέν, όπου μια χρονιά πριν, το 2015, είχαν κάνει την παγκόσμια πρεμιέρα τους στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών και τιμήθηκαν με το Βραβείο «Label Europa Cinemas». Την ίδια χρονιά, παρουσιάστηκαν στο 56ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα «Ματιές στα Βαλκάνια», όπου και απέσπασαν το Βραβείο Κοινού. ‘Επειτα, συνέχισαν την εντυπωσιακή τους πορεία, κερδίζοντας το Βραβείο LUX του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, ενώ απέσπασαν και μία Υποψηφιότητα στην Κατηγορία Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, τόσο στις Χρυσές Σφαίρες, όσο και στα Όσκαρ.

Πέντε χρόνια μετά, η επιτυχία τους συνεχίζεται, επιστρέφοντας στο διαδικτυακό 61ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, έχοντας ξεπουλήσει ήδη όλα τους τα εισιτήρια από τις πρώτες μέρες της διοργάνωσης. Φιλοξενούνται στο τμήμα «Agora Success Stories», το οποίο περιέχει ταινίες οι οποίες πέρασαν από την Αγορά του Φεστιβάλ Κινηματογράφου πριν διακριθούν, καθώς η ταινία συμμετείχε στο φόρουμ συμπαραγωγών Crossroads, του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το 2012. Μπορεί να μην μου έμεινε χαραγμένη στο μυαλό κάθε λεπτομέρεια της ταινίας, αλλά σίγουρα θυμάμαι την αίσθηση που μου άφησε. Μέσα σε 97 λεπτά, είχα γελάσει με την καρδιά μου, είχα συγκινηθεί, είχα θυμώσει, αλλά και προβληματιστεί.

Η υπόθεση: Πέντε έφηβες αδερφές, ενωμένες σαν μια γροθιά, μεγαλώνουν σε ένα απομονωμένο χωριό της Τουρκίας, με τη γιαγιά και τον αυστηρών αρχών θείο τους, μιας και οι γονείς τους δεν βρίσκονται πια στη ζωή. Οι πρώτες σκηνές μας μεταδίδουν την ανεμελιά των στιγμών ενός ζεστού καλοκαιριού, δείχνοντας τις πρωταγωνίστριες να πλατσουρίζουν αθώα με τους συμμαθητές τους, μετά τη λήξη των σχολικών τους μαθημάτων. Μία γειτόνισσα τις βλέπει και τότε ξεκινούν τα προβλήματα· μαθαίνεται σε όλο το χωριό, χαρακτηρίζονται ως ελαφρών ηθών και φυσικά φτάνει και στα αυτιά της γιαγιάς τους. Η γιαγιά πανικοβλημένη τις στέλνει σε γιατρούς για να ελεγχθούν οι παρθενικοί τους υμένες, μετατρέπει το σπίτι σε φυλακή, υποβάλλοντάς τες σε κατ’ οίκον περιορισμό και οργανώνει τα προξενιά ξεκινώντας απ’ τη μεγαλύτερη. Την αφήγηση αναλαμβάνει η μικρότερη από τις πέντε, η Λάλε, η οποία αρνείται να παραδοθεί και σχεδιάζει σταδιακά την απόδραση στην Κωνσταντινούπολη.
.

.
Στα θετικά (+) της ταινίας…
Η Ντενίζ Γκαμζέ Εργκιουβέν, μαζί με την συνεργάτιδά της στο σενάριο ‘Αλις Γουίνοκουρ, μπορεί να ξεκινούν την ταινία ως μία ανάλαφρη κομεντί, θυμίζοντάς μας άγουρες στιγμές των εφηβικών μας χρόνων, αλλά σταδιακά μετατρέπεται σε δράμα, καθώς επικρατούν τα συναισθήματα της αδικίας, του θυμού, της απελπισίας, για τις γυναίκες που γεννήθηκαν σε χώρες όπου η μοίρα τους είναι προδιαγεγραμμένη. ‘Ολο αυτό συμβαίνει με αρκετές δόσεις χιούμορ για να καταλαγιάσει τον θυμό, εστιάζει στην αδερφική αγάπη και δείχνει την αντίδραση ανήλικων κοριτσιών που πρέπει να ενηλικιωθούν πριν την ώρα τους. Εξού και ο τίτλος της ταινίας “Ατίθασες”, καθώς τα νεαρά κορίτσια παρομοιάζονται με άγρια άλογα που είναι δύσκολο να χαλιναγωγηθούν.
Οι ερμηνείες των μικρών ηρωίδων είναι όλες πολύ φυσικές, με αποκορύφωμα την ερμηνεία της μικρότερης, Λάλε.
‘Οσο για τη φωτογραφία, η απεικόνιση είναι ρεαλιστική, θυμίζοντάς μας τις φωτογραφίες της Σάλλυ Μαν για την αθώα, πρώιμη σεξουαλικότητα.
Το μόνο αρνητικό (-) είναι ίσως η αδύναμη κινηματογραφική ένταση σε ορισμένες στιγμές.
Στόχος της Εργκιουβέν δεν είναι να καταδικάσει ολόκληρη την τουρκική κοινωνία, καθώς υπάρχει και αυτός που τα κορίτσια θα ερωτευτούν, αυτός που θα θελήσει να βοηθήσει τις μικρές να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Στόχος της είναι να καταδικάσει τις οικουμενικά απαρχαιωμένες αντιλήψεις κατά των γυναικών, που συνεχίζουν να υφίστανται με το πρόσχημα του “εθίμου”, αντιλήψεις που έχουν ριζώσει βαθιά μέσα μας και έχουμε αποδεχτεί ασυνείδητα.
Βαθμολογία:
7/10
..
Ακολουθήστε μας στα social media
..