Ο βραβευμένος με ‘Οσκαρ σεναριογράφος του “The Social Network” (Κοινωνικό Δίκτυο), Άαρον Σόρκιν, είχε στο συρτάρι απ’ το 2007 το σενάριο της “Δίκης των 7 του Σικάγου” με σκοπό να το σκηνοθετήσει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, όμως επέλεξε να το μεταφέρει ο ίδιος στις κινηματογραφικές αίθουσες και έπειτα στην πλατφόρμα του Νέτφλιξ, λίγο πριν τις αμερικανικές εκλογές του 2020 – ένα τάιμινγκ διόλου τυχαίο. Λαμβάνοντας υπόψιν του τη σημερινή κατάσταση, που μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόïντδιοργανώνονται χιλιάδες μαζικές διαμαρτυρίες ενάντια στην αστυνομική βία και τις φυλετικές ανισότητες, υπενθυμίζει τη δύναμη των διαδηλωτών, καθώς απ’ ότι φαίνεται, η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Βρισκόμαστε στην Αμερική του 1969, όπου ο Ρεπουμπλικάνος Ρίτσαρντ Νίξον έχει αναλάβει την προεδρία, τα “παιδιά των λουλουδιών” ξεχύνονται στους δρόμους διαδηλώνοντας κατά του πολέμου του Βιετνάμ, η ποίηση των Μπιτ ακμάζει (στην ταινία βλέπουμε τον εκπρόσωπό τους ‘Αλεν Γκίνσμπεργκ να δίνει τον παλμό με άναρθρους ήχους, όπως ακριβώς και η ποίησή του), ο Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ έχει δολοφονηθεί τον Απρίλιο και η δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι πλησιάζει. Αν το Παρίσι αποτελεί ως σήμερα για την Ευρώπη το πιο χαρακτηριστικό (και για πολλούς ακόμη, το πιο γοητευτικό) κέντρο της ταραχώδους εκείνης εποχής, για την Αμερική το αντίστοιχο σημείο ανάφλεξης είναι το Σικάγο του 1968 και ιδιαίτερα ο Μάης εκείνης της χρόνιας όπου εξελίσσονται τα γεγονότα για τα οποία κάνει λόγο η ταινία.
Η επονομαζόμενη “Δίκη των 7”, αφορά τη σύλληψη και την προσαγωγή σε δίκη επτά ακτιβιστών, έναν χρόνο μετά τα αιματηρά επεισόδια μεταξύ διαδηλωτών και αστυνομικώνπου έλαβαν χώρα στο εθνικό συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος το 1968 – ανάμεσά τους και η μπόνους δίκη του συνιδρυτή της οργάνωσης των Μαύρων Πανθήρων Μπόμπι Σιλ (Γιάχια Αμπντούλ-Μάτιν ΙΙ), ο οποίος δικάστηκε χωρίς την παρουσία συνηγόρου. Η δίκη τους εξελίσσεται γρήγορα σε παρωδία, με την κυβέρνηση Νίξον να έχει ήδη αποφασίσει για την ενοχή των κατηγορούμενων και να κινεί παρασκηνιακά τα νήματα, έτσι ώστε να δικαστούν τιμωρητικά κι όχι δίκαια κι αντικειμενικά, με αποκορύφωμα την ερμηνεία του δικαστήΤζούλιους Χόφμαν (Φρανκ Λανγκέλα), ο οποίος βάζει τα δυνατά του για τον μισήσουμε σε κάθε σκηνή.

.
Ο Σόρκιν δεν χάνει χρόνο στην εξιστόρηση των βίαιων γεγονότων, τα βλέπουμε αποσπασματικά, καθώς παρακολουθούμε την εξέλιξη της δίκης. Αφιερώνει περισσότερο χρόνο στις πεποιθήσεις και τον χαρακτήρα των επτά, ο Τομ Χέϊντεν (Έντι Ρέντμεϊν) και ο Ρένι Ντέϊβις (Αλεξ Σαρπ), οι οποίοι ενθάρρυναν τις ειρηνικές διαμαρτυρίες δίνοντας έμφαση στην απώλεια 1.000 Αμερικανών στρατιωτών κάθε μήνα στον πόλεμο του Βιετνάμ, οι χίπις ΄Αμπι Χόφμαν (Σάσα Μπάρον Κοέν) και Τζέρι Ρούμπιν (Τζέρεμι Στρονγκ) που είχαν μια πιο φανατική προσέγγιση για τη διαμαρτυρία, υποστηρίζοντας ότι η αποδόμηση του συστήματος αρχίζει εκ των έσω, ο οικογενειάρχης Ντέιβιντ Ντίλιντζερ (Τζον Κάρολ Λιντς), αρχηγός της Εθνικής επιτροπής κινητοποίησης για τον τερματισμό του πολέμου του Βιετνάμ και οι Λι Γουάϊνερ (Νόουα Ρόμπινς), Τζον Φρόϊνες (Ντάνιελ Φλάχερτι), οι όποιοι εικάζεται πως δικάστηκαν μόνο και μόνο για να αθωωθούν απ’ τους ενόρκους λόγω του συμπαθητικού παρουσιαστικού τους και να νιώσουν λιγότερες τύψεις για την καταδίκη των υπολοίπων.

Ο Σόρκιν κλιμακώνει την ένταση παρουσιάζοντας πιστά τα γεγονότα, προσθέτοντας διακριτικό χιούμορ αλλά και την απαραίτητη σοβαρότητα. Ξεχωρίζουν επίσης οι εξαιρετικές ερμηνείες των συνηγόρων υπεράσπισης Γουίλιαμ Κάνστλερ (Μαρκ Ράϊλανς) με την μεθοδική και ψύχραιμη προσέγγισή του και Ρίτσαρντ Σουλτς (Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ) που αν και συντηρητικός, στο τέλος δεν μπορεί παρά να αποδεχτεί το αποτέλεσμα της δίκης και να δει πέρα απ’ τις πολιτικές ταμπέλες.
“Η Δίκη των 7 του Σικάγο” είναι μια ταινία που παρουσιάζει τις εντάσεις μιας ταραγμένης εποχής, θυμίζοντάς μας ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά από τότε, αν αναλογιστούμε την τωρινή κατάσταση. Το μότο των διαδηλωτών είναι πιο επίκαιρο από ποτέ. ‘Ολος ο κόσμος μας κοιτάζει. Ας ελπίσουμε ότι κοιτάζει προς την σωστή κατεύθυνση.
.
.
ΔΕΙΤΕ ΚΑΙ ΑΥΤΟ:
& αυτά:
Φωτογραφικό υλικό