Είδε ο Γιώργος Τοκμακίδης και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται μία σχετική στασιμότητα όσον αφορά τις καινούργιες κινηματογραφικές κυκλοφορίες. Αυτό είναι περίεργο δεδομένου ότι η καλοκαιρινή περίοδος είναι το αγαπημένο διάστημα των Αμερικανών να κυκλοφορήσουν τις πιο «δυνατές» τους ταινίες (blockbuster).
Η ταινία με τίτλο: «Οι Μηχανόβιοι» (The Bikeriders, 2023) ανήκει στην κατηγορία αυτής της στασιμότητας, αν και ακούστηκε αρκετά και διαφημίστηκε για την επιστροφή του Τομ Χάρντι στην ασημένια οθόνη. Πάμε να δούμε τι λειτούργησε και τι όχι σε αυτή την ταινία, που έχει άρωμα από το παρελθόν.
Υπόσχεση:
Ο σκηνοθέτης Τζεφ Νίκολς, γνώριμος από την σκηνοθετική του δουλειά στην ταινία με τίτλο: «Το Καλοκαίρι» (Mud, 2012) έρχεται στις αίθουσες με μία ιδέα προς περάτωση που είχε για πολλά χρόνια. Στα φοιτητικά του χρόνια είχε έρθει σε επαφή με το ομώνυμο βιβλίο, πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του. Δεν ήταν κάποιο λογοτεχνικό βιβλίο, αλλά μία συλλογή φωτογραφιών ενός δημοσιογράφου φωτορεπόρτερ με το όνομα Ντάνι Λίον, που ακολούθησε μία λέσχη μηχανόβιων κατά τη δεκαετία του ’60. Οι εικόνες συνέρπασαν τον νεαρό Νίκολς και δεν άργησε να πλέκει πιθανές ιστορίες και υποθέσεις που συνόδευαν αυτές τις φωτογραφίες. Αργότερα, και πριν γράψει το σενάριο κατάφερε να βρει τον Λίον και να τον ρωτήσει περαιτέρω για τους ανθρώπους και την εποχή που απαθανάτισε στα χρόνια της νιότης του.
Πλοκή:
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’60 στην Αμερική, όπου έχουν αρχίσει τα κινήματα και οι λέσχες των μηχανόβιων να ξεπηδούν σε κάθε πολιτεία. Ο δημοσιογράφος Ντάνι Λίον ακολουθεί μία από αυτές τις λέσχες, του «Βάνδαλους» και καταγράφει την πορεία τους μέσα από συνεντεύξεις και φωτογραφίες. Κάποια στιγμή αποσύρεται από το γκρούπ, αλλά επιστρέφει για να μάθει την τύχη της παρέας των μηχανόβιων. Πολλά πράγματα όμως έχουν αλλάξει για τη λέσχη και τίποτα δεν έχει παραμείνει το ίδιο…
Σκηνοθεσία:
Ο Τζεφ Νίκολς αποφασίζει να μείνει πιστός στην αρχική ιδέα του δημοσιογράφου Ντάνυ Λίον και με έναν «δημοσιογραφικό» θα έλεγε κανείς τρόπο, να αποτυπώσει την ιστορία που θέλει να πει. Είναι βασισμένη σε αληθινά πρόσωπα και γεγονότα, πράγμα που σημαίνει ότι επηρεάζεται ιδιαίτερα από σκηνοθέτες, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε που έχει καταπιαστεί με ιστορίες, που εμπεριέχουν φυσικά πρόσωπα. Έχει αρκετό «voice over» με τους ηθοποιούς να ποζάρουν εμπρός του φακού, όταν εισάγονται στην ιστορία. Δε διστάζει να χρησιμοποιεί συνέχεια νέα τραγούδια για να καλύψει ηχητικά μεγάλα κομμάτια της ταινίας, φλερτάροντας και με την προσέγγιση του «video clip».
Ο ρυθμός της ταινίας έχει ορισμένα θέματα. Εξαιτίας της επιλογής που γίνεται από σκηνοθετικής πλευράς, η ταινία έχει χρονικά λογικά άλματα, αλλά και παύσεις για να τεθούν τα θεμέλια της συνέντευξης και να αρχίσει η αφήγηση και η εξιστόρηση. Άρα, καθίσταται σαφές ότι βλέπουμε στιγμές αυτών των χαρακτήρων και όχι μία δεμένη ιστορία με ξεκάθαρη πλοκή. Εστιάζουμε σε καίρια σημεία που σημάδεψαν την λέσχη και την ανάγκασαν να αλλάξει πορεία και χαρακτήρα.
Ο τόνος είναι σοβαρός, καθώς ο κόσμος των μηχανόβιων δεν μπορεί να είναι ανάλαφρος. Υπάρχουν σκηνές βίας ή υποκίνησης της βίας που αποτρέπουν μία πιο ρομαντική προσέγγιση, όπως θα γινόταν στο παρελθόν. Αυτό επιφέρει ένα ρεαλιστικό μεν, αλλά βαρύ δε αποτέλεσμα, το οποίο σε συνδυασμό με τον χασματικό ρυθμό δείχνει να επιμηκύνει την ταινία και να βαραίνει το κοινό του.
Ο Νικολς εμπιστεύεται τον χαρακτήρα της «Κάθι» που ερμηνεύεται από την Τζόντι Κόμερ για να αναλάβει τον ρόλο της αφηγήτριας της ιστορίας. Μέσα από τα μάτια της, ο/η θεατής εισέρχεται σε αυτό τον κόσμο υποκουλτούρας που άνθισε κατά τη δεκαετία του ’60. Η επιλογή της Κόμερ και η ανάληψη αυτής της ευθύνης είναι ορθή, δεδομένου ότι ο μέσος όρος του κοινού γνωρίζει για αυτό τον κόσμο, μονάχα ότι του έχουν πει οι ταινίες. Σε αυτό το σημείο, ο σκηνοθέτης αναφέρεται σε ταινίες που συμβουλεύτηκε, όπως είναι «Ο Άγριος» με τον Μάρλον Μπράντο (The Wild One, 1953) και την εντάσσει στην πλοκή σαν την έμπνευση ενός από τους κύριους χαρακτήρες να ιδρύσει τη λέσχη. Ο δημιουργός, εξάλλου όπως προαναφέρθηκε, δεν κρύβει σε καμία περίπτωση τις επιρροές του και δανείζεται χαρακτηριστικά, όπως αυτά του χαρακτήρα του Μπράντο, αλλά και του Τζέϊμς Ντιν από αντίστοιχες ταινίες που επαναστατεί έναντι των ασφυκτικών κοινωνικών ορίων.
Με αυτό τον τρόπο φτιάχνει μία ενδιαφέρουσα τριάδα από δυναμικής, ερμηνευτικής άποψης μαζί με τον χαρακτήρα της Τζόντι Κόμερ, η οποία όμως δεν μπορεί να δέσει πλήρως λόγω έλλειψης χημείας μεταξύ τους.
Ερμηνείες:
Οι κύριοι ηθοποιοί που πρωταγωνιστούν στην ταινία είναι ο Τομ Χάρντι, ο Όστιν Μπάτλερ και η Τζόντι Κόμερ. Η ιστορία επικεντρώνεται γύρω από αυτούς και ακολουθεί τις ιστορίες που συνδέονται μεταξύ τους.
Ο Τομ Χάρντι υποδύεται τον «Τζόνι», ιδρυτή και πρόεδρο της λέσχης των «Βανδάλων». Ο Χάρντι επιστρέφει σε κάτι εξαιρετικά γνώριμο, να φέρνει στην οθόνη σκληρούς τύπους που δε μιλούν πολύ και πράττουν περισσότερο. Προσπαθεί να κρύψει τη βρετανική του προφορά και αλλάζει τη φωνή του. Ο Τζεφ Νίκολς τον εμπιστεύεται να κάνει το κομμάτι του και τον αφήνει ελεύθερο να αναπτύξει τον χαρακτήρα του. Αν και έχει κάποια στοιχεία του Μπράντο, δεν καταφέρνει να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που να αφήσει εποχή. Δεν είναι ένας από τους δυνατούς του ρόλους και σίγουρα δεν πρόκειται για την πολυαναμενόμενη επιστροφή του!
Ο Όστιν Μπάτλερ υποδύεται τον «Μπένι», τον νεαρό στωικό επαναστάτη. Πρόκειται για τον μαθητευόμενο του χαρακτήρα του Χάρντι και οι δύο τους μοιράζονται πολλές σκηνές διαλόγου, αλλά και πάλης με μέλη άλλων μηχανόβιων λεσχών. Είναι ιδιαίτερα λιγομίλητος και αφήνει τα μάτια και το σώμα του να πουν τα λόγια που θα έλεγε ο ίδιος. Ο κινηματογραφικός φακός τον λατρεύει και ενώ ο στόχος του Τζεφ Νίκολς είναι να αποδώσει χαρακτηριστικά του Μάρλον Μπράντο στον Τομ Χάρντι, τελικά ο Όστιν Μπάτλερ βρίσκεται εκεί για να τα εισπράξει. Δε φέρνει στην ταινία την υποκριτική μέθοδο που ανέπτυξε στη βιογραφική ταινία του «Έλβις» (Elvis, 2022), ούτε τη δραστήρια του ερμηνεία που μετέφερε στη δεύτερη ταινία του «Dune: Part Two» (2024). Φέρνει όμως μία κουλ αύρα και όλοι είναι ευχαριστημένοι με αυτό το αποτέλεσμα.
Η Τζόντι Κόμερ ολοκληρώνει την πρωταγωνιστική τριάδα. Θα έλεγε κανείς ότι είναι η πρωταγωνίστρια της ταινίας, αλλά όχι της πλοκής. Διηγείται την ιστορία, αλλά και τις πιο έντονες στιγμές που θυμάται να συμμετέχει. Αλλάζει προφορά, και υιοθετεί μία πιο βαριά αμερικανική με επιτυχία σε σχέση με τον Χάρντι. Ο ρόλος της αυτός καθ’ αυτός δεν είναι σπουδαίος σε σεναριακό επίπεδο, αλλά η ηθοποιός κάνει τα αδύνατα, δυνατά για να δώσει μία ερμηνεία ταιριαστή στην ατμόσφαιρα της ταινίας. Έχει το μεγαλύτερο εύρος συναισθημάτων από τους υπόλοιπους δύο συμπρωταγωνιστές της και δίχως αυτή, η ταινία χάνει κάτι από τον τόνο της.
Τεχνικό μέρος:
Η ταινία διαδραματίζεται στο παρελθόν με αποτέλεσμα να δοθεί βάση ως επί το πλείστον στη συνολική της εικόνα. Πράγματι, η απόχρωση της φωτογραφίας της δεν έχει επιλεχθεί τυχαία. Τα χρώματα δεν είναι πολύ ζωντανά, αλλά δεν είναι και ρετρό. Κρατάει σύγχρονα χαρακτηριστικά διατηρώντας μία παλιομοδίτικη αισθητική. Τα κουστούμια είναι ένας σημαντικός τομέας της ταινίας για να αποδοθεί στυλιστικά η εποχή. Τα δερμάτινα τζάκετ με την επωνυμία «Βάνδαλοι» και τα μπλε τζιν ντύνουν σχεδόν όλους τους χαρακτήρες. Οι μοτοσικλέτες που επιλέγονται είναι βασισμένες στα μοντέλα της εποχής με τον ήχο τους να δεσπόζει στις σκηνές που οδηγούνται.
Το μοντάζ μέσα από τη μουσική και την εναλλαγή χρονικών πλαισίων προσπαθεί να διατηρήσει ρυθμό. Δεν τα καταφέρνει, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι οι θεατές χάνονται και δεν γνωρίζουν τι συνέβη πριν ή μετά από την εκάστοτε εναλλαγή. Η μουσική απαρτίζεται από κομμάτια της εποχής που επιλέγονται με απώτερο σκοπό να προσδώσουν μία χορευτικότητα στην ταινία, στη σειρά των κάδρων και των πλάνων.
Αποτίμηση:
Η ταινία λοιπόν «Οι Μηχανόβιοι» (The Bikeriders, 2023) αν και έχει ξεκάθαρο σκοπό, να μεταφέρει μία εποχή μέσα από στιγμιότυπα, δεν καταφέρνει να αφήσει ένα κινηματογραφικό στίγμα εμπειρίας, παρά το γεγονός ότι δεν κυκλοφορούν συχνά τέτοιου είδους ταινίες. Ιδέες και σενάρια όπως αυτό βρίσκουν μεγαλύτερη επιτυχία στη μικρή οθόνη, που υπάρχει περισσότερος χρόνος για ανάπτυξη πλοκής και χαρακτήρων. Ας μη ξεχνάμε την περίπτωση της πετυχημένης σειράς, παρόμοιας θεματολογίας «Sons of Anarchy».
Η σκηνοθετική προσέγγιση εντός της ταινίας δουλεύει, εκτός είναι προβληματική, οι ερμηνείες δε δένουν απόλυτα μεταξύ τους με συνέπεια το τεχνικό κομμάτι να καταφέρνει να βγει μπροστά και να πρωταγωνιστήσει. Αυτός όμως ο τομέας εκ φύσεως έχει τον ρόλο του συμπρωταγωνιστή των υπολοίπων ζωτικής σημασίας για την ταινία κομματιών.
Βαθμολογία: 4,5/10
«Οι Μηχανόβιοι» (The Bikeriders, 2023) εγχρ. Διάρκεια: 1 ώρα και 57 λεπτά Είδος: Δραματική-εγκλήματος Σκηνοθεσία: Τζεφ Νίκολς. Πρωταγωνιστές: Τομ Χάρντι, Όστιν Μπάτλερ, Τζόντι Κόμερ.