Ο αποδυναμωμένος και πονεμένος Μπρικ προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες του στο γάμο του με τη Μάγκι αναζητώντας καταφύγιο στο αλκοόλ. Θα τα καταφέρει;
Γράφει η Νέλη Βυζαντιάδου για την Κουλτουρόσουπα.
Το ζέσταμα
Ήμουν αρκετά εξοικειωμένη με το συγκεκριμένο έργο οπότε η προσμονή μου να το δω στο Βασιλικό Θέατρο είχε να κάνει περισσότερο με ενδιαφέρον παρά με περιέργεια για κάτι καινούργιο. Θέματα όπως οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, οι συντροφικές σχέσεις αλλά και η σχέση με τον εαυτό μας προσελκύουν πάντα την προσοχή μου.
Η δράση
Από την πρώτη κιόλας σκηνή του έργου ο Μπρικ έκανε δυνατή εμφάνιση αποκαλύπτοντας πέρα από τη γύμνια του σώματός του και τη γύμνια της ψυχής του. Αποδυναμωμένος και πονεμένος, προσπαθούσε να βρει τις ισορροπίες του στο γάμο του με τη Μάγκι αναζητώντας καταφύγιο στο αλκοόλ. Μια τακτική που επιλέγουν πολλοί προκειμένου να διαχειριστούν δυσκολίες που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν. Πίνουν, τρώνε, καπνίζουν ή μπαίνουν σε μια παράλληλη σχέση ελπίζοντας να τακτοποιήσουν μέσα τους αυτά που τους αναστατώνουν. Κι ο Μπρικ ήταν διαρκώς αναστατωμένος. Από τη μια η απώλεια του Σκίπερ, του καλύτερου του φίλου, από την άλλη η καταπίεση που δεχόταν από τον πατέρα του, τη μητέρα του, τη γυναίκα του και γενικότερα όλους τους υπόλοιπους σημαντικούς άλλους της ζωής του.
Δεν είναι εύκολο να αποχωρίζεσαι αυτό που αγαπάς προτού το απολαύσεις όσο και όπως θα ήθελες, σκεφτόμουν όσο άκουγα να συζητιέται η σχέση που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα στους δύο άντρες. Δεν είναι εύκολο να χωνεύεις αυτά που σου κάθονται βαριά, συνέχισα να σκέφτομαι όσο έβλεπα το Μπρικ να παίρνει αποστάσεις από την επίμονη Μάγκι που άλλοτε διεκδικούσε ένα βλέμμα του και άλλοτε τον κατακεραύνωνε με λόγια που χτυπούσαν και πλήγωναν την ψυχή του. Δεν είναι εύκολο να προσπαθείς να κρατάς ισορροπίες όταν όλα γύρω σου έχουν γκρεμιστεί, είπα την ώρα που εκείνος έπεφτε στο πάτωμα σε άθλια κατάσταση εξακολουθώντας να κρατά στα χέρια του σχεδόν με ευλάβεια ένα μπουκάλι.
Η σκηνή που ξεχώρισα ήταν ο διάλογος μεταξύ του πατέρα και του γιου του, του Μπρικ. Μια έντονη σκηνή με την επιθυμία του πατέρα να προσεγγίσει το γιο του να ξεχωρίζει αλλά και από την άλλη πλευρά να διαφαίνεται η ανάγκη του να βάλει το γιο του στον ‘ίσιο δρόμο’ αρνούμενος να δεχθεί οτιδήποτε θα διατάρασσε τη φαινομενική ισορροπία στην οικογένειά του. Πόσες αλήθειες μπορούν άραγε να ειπωθούν ανάμεσα σε έναν πατέρα και το γιο του; Πόση αποδοχή μπορεί να υπάρξει; Πόση αγάπη χωρά σε αυτή τη σχέση; Και τι γίνεται με τις προσδοκίες που μένουν μετέωρες; Τι γίνεται με τον πατέρα που απογοητεύεται βλέποντας ότι ο γιος του διαφέρει πολύ από το γιο που είχε ο ίδιος ονειρευτεί; Τι γίνεται με το γιο που αντιλαμβάνεται ότι δεν θα εισπράξει ποτέ την αποδοχή και την αγκαλιά του πατέρα του ή πως ακόμα κι αν τα εισπράξει δεν θα είναι αρκετά για να τον τραβήξουν από τη ρουφήχτρα στην οποία βυθίζεται ολοένα και πιο βαθιά;
Η σκηνή που με προβλημάτισε ήταν η σκηνή στην οποία η μητέρα του Μπρικ κρυφάκουγε όλα όσα έλεγε ο άντρας της για το γάμο τους, τον πεθαμένο γάμο τους. Η μαζοχιστική δομή πολλών ανθρώπων τους οδηγεί σε συμπεριφορές που δεν εξηγούνται. Όσο πιο πολλά άκουγε, τόσο πιο πολύ πονούσε. Κι όσο πιο πολύ πονούσε, τόσο περισσότερα ήθελε να μάθει. Κι όσο περισσότερα ήθελε να μάθει, τόσο πιο πολλά ανακάλυπτε για το γάμο της με έναν άντρα που την είχε βαρεθεί προ πολλού και που ευχόταν να έβρισκε τη δύναμη να φύγει μακριά από όλους. Κι όμως εκείνη συνέχιζε να κρυφακούει για να το βάλει αργότερα στα πόδια έτσι όπως κάνουν πολλοί όταν μαθαίνουν την αλήθεια. Όλοι θέλουν ή λένε ότι θέλουν να μάθουν την αλήθεια αλλά λίγοι είναι αυτοί που την αντέχουν και ακόμα λιγότεροι αυτοί που την αξιοποιούν.
Η ατάκα που θα θυμάμαι ήταν η εξής: «Με το ψέμα προχωράμε στη ζωή». Τι μεγάλη αλήθεια. Πόσες φορές δεν επιλέγουμε το ψέμα από την αλήθεια γιατί μόνο έτσι βρίσκουμε τη δύναμη να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε τη θέση μας, τη σχέση μας, το ρόλο μας. Και κάθε φορά που λέμε ή ακούμε ένα ψέμα, βρίσκουμε μια αρκετά δυνατή δικαιολογία για να το πλαισιώσουμε ή να το εξηγήσουμε μέσα μας και στους άλλους.Κι αν ισχύει αυτό που είπε ό Αλμπέρ Καμύ, ότι δηλαδή ελεύθερος είναι αυτός που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα, τότε τόσο ο Μπρικ όσο και οι υπόλοιποι ήταν καταδικασμένοι να ζουν σκλαβωμένοι.
Ο ρόλος που με συγκίνησε ήταν ο ρόλος του Γκούπερ που όσο κι αν προσπαθούσε να βρει τη θέση του σε αυτήν την οικογένεια, την οικογένεια καταγωγής του, δεν τα κατάφερνε. Μου θύμισε τα ‘ξεχασμένα’ παιδιά, τα παιδιά που μεγαλώνουν στον αυτόματο, τα παιδιά που όσα κι αν κάνουν δεν θα είναι ποτέ αρκετά. Ο Γκούπερ ζούσε πάντα στη σκιά του αδελφού του, του Μπρικ. Δεν είχε την ευκαιρία να τον δουν για αυτό που ήταν. Πάντα ερχόταν δεύτερος. Πάντα θα ερχόταν δεύτερος. Κι αυτό ήταν άδικο και θλιβερό. Πέρα για πέρα όμως αληθινό.
Το κλείσιμο
Έχοντας μείνει περίπου τρεις ώρες μέσα στην αίθουσα του Βασιλικού Θεάτρου, ένιωθα αρκετά κουρασμένη. Κι αυτή η κούραση με την οποία έφυγα δεν ήταν μόνο σωματική. Ήταν κυρίως ψυχική. Είχε να κάνει με την απελπισμένη προσπάθεια των ηρώων να βγουν από τα προσωπικά αδιέξοδα στα οποία είχαν βουλιάξει και εξακολουθούσαν να βουλιάζουν χωρίς να μπορούν να βγουν από αυτά. Από τη μια η Μάγκι που επιχειρούσε να ‘σώσει’ ένα γάμο που ήταν χωρίς πόθο και αυθεντικότητα, από την άλλη ο Μπρικ που προσπαθούσε να πνίξει τον καημό του στο αλκοόλ ξεχνώντας πως είχε δίπλα του μια γυναίκα με ανάγκες, όνειρα και απαιτήσεις.
Η αίσθηση με την οποία έμεινα ήταν ότι θέλει πολλή και σκληρή δουλειά ένας γάμος για να διατηρηθεί χωρίς να κάνει ζημιά στις ψυχές των δύο συζύγων. Η απάθεια, η αδιαφορία, η παραίτηση, η παθητική ελπίδα δεν βοηθούν κανέναν. Ούτε αυτόν που θέλει να μείνει, ούτε αυτόν που φλερτάρει με την ιδέα να φύγει. Κι αν ο γάμος θυμίζει πλέον ένα φαύλο κύκλο, ο μόνος τρόπος για να απεγκλωβιστεί κανείς από αυτόν είναι να τον σπάσει. Θέλει βέβαια μεγάλη τόλμη να τον σπάσει και ακόμα μεγαλύτερη να μάθει να ζει έξω από αυτόν.
Αναλυτικές πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ.
Δείτε & αυτό: Οικτρή απογοήτευση η «Λυσσασμένη Γάτα» στο Βασιλικό και όπου φύγει φύγει…(σχόλια)