Ο Ορέστης Μακρής γεννήθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1899 στη Χαλκίδα και σπούδασε φωνητική στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών. Το 1925 πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή ως τενόρος της ελληνικής οπερέτας και υπήρξε ένας από τους πρώτους που πήγαν να ηχογραφήσουν στη δισκογραφική εταιρεία «Κολούμπια» όταν άνοιξε το 1930.
Το 1932 μεταπήδησε σε κωμικούς ρόλους στην επιθεώρηση. Η πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση ήταν το 1931, στη βουβή ταινία του Αχιλλέα Μαδρά «Ο Μάγος της Αθήνας».
Ο Μακρής προκάλεσε μεγάλη αίσθηση στο θέατρο, υποδυόμενος τον μπεκρή, ρόλο που μετέφερε στον κινηματογράφο με πρωτοφανή επιτυχία. Με την ερμηνεία του στην ταινία «Ο Μεθύστακας» προκάλεσε σεισμό στις αίθουσες κινηματογράφων και δημιούργησε ρεκόρ εισιτηρίων (304.438), ακατάρριπτο μέχρι το 1964, όταν το έσπασε η ταινία «Κάτι να Καίει».
Ο Μακρής διέπρεψε σε απόδοση λαϊκών τύπων, αυστηρών και άστοργων πατεράδων, γκρινιάρηδων, μονήρων και ανάποδων τύπων, μα πάντα στο τέλος αποκάλυπτε την ευαίσθητη και μοναχική πλευρά του.
Γύρισε συνολικά 37 ταινίες, από τις οποίες οι 6 στη Φίνος Φιλμ, όπως οι σφραγισμένες με την τέχνη του θρυλικές ταινίες «Ο Γρουσούζης» του Τζαβέλλα (1952), «Η Θεία από το Σικάγο» του Σακελλάριου (1957), «Το Αμαξάκι» του Δημόπουλου (1957), καθώς και οι ταινίες του Σακελλάριου «Η Κυρά μας η Μαμή» (1958) και «Το Ξύλο Βγήκε από τον Παράδεισο» (1959).
Με εξαίρεση την τελευταία, σε όλες τις άλλες συγκροτούσε αχτύπητο δίδυμο με τη Γεωργία Βασιλειάδου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι τέσσερις από τις έξι αυτές ταινίες της Φίνος Φιλμ ήρθαν πρώτες σε εισιτήρια.
Από άλλες ταινίες ξεχωρίζουν η «Ιστορία μιας Κάλπικης Λίρας» (1955) και «Μια Λατέρνα μια Ζωή» (1958) του Τζαβέλλα, «Η Χιονάτη και τα 7 γεροντοπαλλήκαρα» (1960) του Καμπανέλλη.
Στο θέατρο είχε κάνει σημαντικές εμφανίσεις κυρίως στην επιθεώρηση, ωστόσο οι θεατρικές του παρουσίες μειώθηκαν λόγω της πλούσιας κινηματογραφικής του καριέρας.
Κάποια από τα έργα που έπαιξε ήταν τα «Έτσι είναι η Ζωή» του Κώστα Γιαννακίδη, «Να τι Θέλει ο Λαός» των Τραϊφόρου – Ευαγγελίδη, «Άνθρωποι, Άνθρωποι» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου το 1947.
«Τι παιδεύεσαι; Δεν βλέπεις που είναι κάφρος;» είπε στον σκηνοθέτη.
Ο Μακρής αν και άκουσε το σχόλιο προτίμησε να μην πει τίποτα. Στάθηκε μπροστά στην κάμερα, άρχισε τον μονόλογο του και διέκοψε αιφνιδίως: «Εμένα είπες κάφρο ρε;» είπε γυρνώντας προς τον Φίνο.
Εκτός από μεθυσμένος, ο Μακρής παράλληλα έπλασε και τον τύπο του «στριμμένου και ανάποδου» είτε ως ιδιότροπος καθηγητής φυσικής αγωγής είτε ως συντηρητικός πατέρας στην ταινία «Η θεία από το Σικάγο»
Η ταινία του Αλέκου Σακελλάριου, «Η Θεία από το Σικάγο», με πρωταγωνιστές το αξέχαστο δίδυμο, Ορέστη Μακρή – Γεωργίας Βασιλειάδου, γυρίστηκε σχεδόν την ίδια εποχή με την ταινία του Τζαβέλα, «Μια Ζωή την Έχουμε», με πρωταγωνιστές τον Δημήτρη Χορν και την Υβόν Σανσόν.
Την εποχή εκείνη, τα στούντιο του Φίνου όπου γυριζόντουσαν οι ταινίες δεν διέθεταν τουαλέτα. Έτσι, οι ηθοποιοί και οι τεχνικοί όταν χρειαζόταν…πήγαιναν στον αγρό.
Όμως, η Υβόν Σασόν προκειμένου να συμφωνήσει για να πρωταγωνιστήσει στην ταινία «Μια ζωή την έχουμε» έβαλε όρο να φτιαχτούν τουαλέτες.
Ο Ορέστης Μακρής δε γνώριζε για την «ανακαίνιση του χώρου» και μια μέρα, πηγαίνοντας προς τα έξω τον ενημέρωσαν ότι κατασκευάστηκαν νέες τουαλέτες.
«Έπρεπε να έρθει αυτή η ακατονόμαστη για να κατουρήσουμε σαν άνθρωποι;» αποκρίθηκε ο Μακρής εμφανώς εκνευρισμένος.
Χαρακτηριστικές ήταν και οι περιπτώσεις, όπου ο ο Ορέστης Μακρής με τον Δημήτρη Χορν συμπρωταγωνιστούσαν σε μια σκηνή για χάρη της οποίας έπρεπε να λογομαχήσουν. Ο Μακρής δείχνοντας υπερβάλλοντα ζήλο, συνέχισε να βρίζεται με τον Χορν, παρόλο που ολοκληρώθηκε το πλάνο, με αποτέλεσμα ο διάλογος αυτός να καταλήξει σε γέλια.
Όσοι είχαν συνεργαστεί μαζί του, μιλούν για έναν άνθρωπο με ήθος και επαγγελματική ευσυνειδησία, που άφησε το στίγμα του στον ελληνικό κινηματογράφο θεμελιώνοντας το νεορεαλιστικό ύφος στην υποκριτική.
Έφυγε από τη ζωή στις 29 Ιανουαρίου του 1975, στην Αθήνα.
Φωτογραφικό υλικό