Τη «Ζωή μετά» του Αρκά παρακολουθήσαμε την πρώτη (και τελευταία) βδομάδα καθώς τα θέατρα έχουν αναστείλει τη λειτουργία έπειτα από απόφαση της Πολιτείας λόγω έξαρσης του κορονοϊού, στο θέατρο Αριστοτέλειο, τηρώντας -τότε- όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και με το θέατρο να έχει μόλις 30% πληρότητα.
Η παράσταση χαρακτηρίστηκε από προχειρότητα και έλλειψη δημιουργικότητας με μόνη εξαίρεση το πρώτο δεκάλεπτο που φάνηκε να κρατά τους θεατές καθώς ξεκίνησε ελπιδοφόρα με μια σκηνή από τον «Ισοβίτη», που είχε ρυθμό και κέφι. Κι αυτό ήταν όλο. Η υπόλοιπη ώρα κύλησε βασανιστικά αργά, με μεγάλες «κοιλιές», ηθοποιούς που πετούσαν τους συναδέλφους τους εκτός ρυθμού και ατάκες που χάνονταν πριν φτάσουν στην πλατεία.

Στα αρνητικά (-)…
Ξεκινώντας από το κείμενο, πρόκειται για μια συρραφή κειμένων από τα σκίτσα του Αρκά, που είναι γνωστά για το σαρκαστικό ύφος με το οποίο καυτηριάζουν την πραγματικότητα του μέσου Έλληνα. Οι ανθρώπινες σχέσεις, το σεξ, οι μεταθανάτιες ανησυχίες παρουσιάζονται μέσα από έξυπνες χιουμοριστικές ατάκες, πασίγνωστες, ειδικά σε όσους διαβάζουν φανατικά τον σκιτσογράφο. Στην παράσταση χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από τον «Ισοβίτη», τη «Ζωή μετά» και τις «Χαμηλές πτήσεις». Το πρόβλημα με τις διασκευές, ειδικά σε περιπτώσεις όπως η συγκεκριμένη, είναι ότι πρέπει να έχουν κάτι φρέσκο να προσφέρουν στους θεατές. Ο Αρκάς κι οι ήρωες των σκίτσων του είναι πάρα πολύ δημοφιλείς, αγαπητοί και χιλιοδιαβασμένοι. Όταν αποφασίζει κανείς να ξανασυστήσει τα κείμενα στο κοινό ως θεατρικό δρώμενο, έχει αξία μόνο αν το κάνει με τρόπο δημιουργικό, ευφάνταστο και καινοτόμο. Ο Δημήτρης Αγοράς δεν το κατόρθωσε αυτό. Αρκέστηκε σε μια αυτούσια μεταφορά κάποιων, επιλεγμένων κειμένων, «ατάκτως ειρημένων», που δεν πρόσφεραν κάτι καινούριο. Πρέπει να παραδεχτούμε πως είχε δύσκολο έργο στο οποίο δυστυχώς πέτυχε ένα αποτέλεσμα κάτω του μετρίου.
Μια δημιουργική ένδεια υπήρξε και στη σκηνοθεσία. Δεν είδαμε κάποιο σκηνοθετικό εύρημα που να μας τραβήξει την προσοχή. Οι ηθοποιοί απλώς άλλαζαν θέσεις πάνω στην σκηνή, περιδιαβαίνοντας δώθε κείθε. Δεν υπήρξε ούτε σωστή διδασκαλία των ηθοποιών. Σίγουρα δεν περιμέναμε να δούμε ερμηνείες σαιξπηρικών ηρώων, για μια ανάλαφρη παράσταση πρόκειται. Δεν περιμέναμε όμως να δούμε και καρικατούρες. Δεν αντιμετωπίστηκαν σοβαρά και γι’ αυτό δεν προκάλεσαν γέλιο, που είναι και το ζητούμενο στην κωμωδία.
Ως προς τις ερμηνείες, οι ηθοποιοί αρκέστηκαν σε μια απλή διεκπεραίωση των ρόλων τους. Αναφορικά με τον Θανάση Βισκαδουράκη στον μεν ρόλο του Μόντε-Χρήστο ήταν αρκετά καλός αποδίδοντας τον πονηρό και κατεργάρη αρουραίο, στο δε ρόλο του Διαβόλου το έχασε. Ήταν υπερβολικός και διακωμώδησε το ρόλο. Πολλές φορές «έβγαινε» εκτός ρυθμού και πετούσε και τους συναδέλφους του, γελώντας εκεί που δεν έπρεπε. Επίσης υπήρξε διάδραση με το κοινό που δεν ήταν επιτυχημένη. Δεν γνωρίζουμε αν ήταν σκηνοθετική οδηγία ή αυτοσχεδιασμός πάντως δεν είχε λόγο ύπαρξης.
Από τον Παντελή Καναράκη στον ρόλο του Αγγέλου περιμέναμε περισσότερα πράγματα χωρίς να είναι κακός. Ο Γιώργος Γιαννόπουλος δεν κατάφερε να διαφοροποιηθεί στην απόδοση των ρόλων του. Και ως Ισοβίτης και ως πατέρας Σπουργίτης ήταν ίδιος.
Για τον Χρήστο Τριπόδη και τον Δημήτρη Αγόρα δεν υπάρχουν πολλά να πούμε. Ήταν απλά παρόντες.
Τα κοστούμια της Κωνσταντίνας Βαφειάδου δεν είχαν κάτι ιδιαίτερο. Σίγουρα θα μπορούσαν να είναι πιο δημιουργικά, ενώ η επιλογή του πορτοκαλί χρώματος για το κοστούμι του Αγγέλου ήταν ατυχής.
Το σκηνικό της Λίας Ασβεστά ήταν χωρισμένο σε δύο μέρη. Η μισή σκηνή ήταν η φυλακή του «Ισοβίτη» με φόντο τα κάγκελα και η άλλη μισή το « κλαδί» των σπουργιτών που είχε τη μορφή ξύλινων κύβων και ορθογώνιων παραλληλεπιπέδων τα οποία στα αποσπάσματα του «Ζωή μετά» άλλαξαν θέση για να δημιουργήσουν το πόντιουμ του Αγγέλου. Όλο το σκεπτικό ακολουθούσε το πνεύμα της παράστασης για κάτι απλό και εύκολο.
Στα θετικά (+) η παρουσία του Πέτρου Μπουσουλόπουλου που έδωσε υπόσταση στον μικρό σκανταλιάρη Σπουργίτη. Τον αντιμετώπισε με σοβαρότητα. Δεν αρκέστηκε στην απόδοση ενός τύπου αλλά έπλασε έναν χαρακτήρα. Οι κοινές σκηνές με τον Γιώργο Γιαννόπουλο, που όπως είπαμε κρατούσε μεταξύ άλλων, το ρόλο του βασανισμένου πατέρα Σπουργίτη ήταν οι πιο ωραίες της παράστασης.
Στα συν της παράστασης και οι φωτισμοί που έδιναν τη σωστή ατμόσφαιρα σε κάθε σκηνή ενώ πολύ ωραία, χαρούμενη και στο πνεύμα της παράστασης ήταν η μουσική της οποίας ο δημιουργός, δυστυχώς, δεν αναφέρεται στο Δελτίο Τύπου.
Συνοψίζοντας (=)…
Γνωρίζουμε ότι οι συνθήκες είναι δύσκολες και το θέατρο πλήττεται βαριά. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο όμως τώρα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, χρειάζεται μεράκι και σεβασμός από τους δημιουργούς τόσο απέναντι στους θεατές όσο κυρίως απέναντι στην τέχνη που υπηρετούν, το θέατρο. Δε χρειάζονται πολλά χρήματα. Χρειάζεται αγάπη και φαντασία. Η συγκεκριμένη παράσταση σκοπό είχε να ψυχαγωγήσει και να διασκεδάσει. Αν είχε πιο σοβαρή αντιμετώπιση, ρυθμό, μπρίο και ενέργεια θα είχε καταφέρει να παρασύρει στη χαρά και τους θεατές, που τόσο ανάγκη έχουν το γέλιο. Δεν τα κατάφερε όμως γιατί ήταν πρόχειρη, και κακοστημένη ενώ ώρες ώρες θύμιζε επιθεώρηση χαμηλού επιπέδου.
Βαθμός:
3,3/10
.
-k-
Δείτε & αυτά:
Oι πρωταγωνιστές μιλούν για την παράσταση και όχι μόνο:
.
.
& αυτά:
& αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.