Την τελευταία βδομάδα όλο και περισσότερες παραστάσεις έκαναν την εμφάνισή τους με τον κόσμο παρά τα συνεχώς τροποποιηθέντα μέτρα να μένει πιστός στις πολιτιστικές εκδηλώσεις. Η λήψη ατομικών μέτρων προστασίας είναι ιδιαίτερη σημαντική για την επιτυχή έκβαση και των υπολοίπων πολιτιστικών εκδηλώσεων.
Στο θέατρο Κήπου στην καρδιά της πόλης παρουσιάστηκε για δύο βράδια η νέα παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη, ο οποίος έκλεψε τις εντυπώσεις πέρσι με την απολαυστική του Μήδεια, η οποία επανέρχεται για ορισμένο αριθμό παραστάσεων (διαβάστε εδώ) και λίγο πιο παλιά με την «Γίδα» κοκ. Το ισπανικό έργο «Μπαμπούλες» πραγματεύεται τους καβγάδες δύο αδελφών της Νίτσας και της Λίτσας για το πατρικό τους σπίτι, με την Λίτσα να θέλει απεγνωσμένα να το πουλήσει, επειδή μπροστά του περνάει η εθνική οδός με τον θόρυβο να είναι ανυπόφορος, ενώ η Νίτσα να θέλει πάση θυσία να το κρατήσει. Προκειμένου να επιτύχει τον στόχο της η Λίτσα και εκμεταλλευόμενη την φοβία στα φαντάσματα, που έχει η Νίτσα, προσλαμβάνει το επιτελείο της Μπαμπούλα Brothers προκειμένου να την τρομάξει. Τελικά κάνουν την εμφάνισή τους όχι μόνο τα ψεύτικα, αλλά και τα αληθινά φαντάσματα… Το κείμενο είναι καθαρόαιμα κωμικό σε μορφή φάρσας με αρκετά σουρεαλιστικά στοιχεία.
Ξεκινώντας από τα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης θα λέγαμε, πως πρωταρχικά τοποθετούμε την σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη. Ήταν το δυνατότερο σημείο της παράστασης με την σκηνοθετική ματιά να δημιουργεί ένα έργο με κέφι, κίνηση, ρυθμό, γέλιο και συνεχείς αλλαγές. Κυριολεκτικά η μία εξέλιξη διαδεχόταν την άλλη με το μάτι του θεατή να μην μένει σε ησυχία. Δεν είναι τυχαίο, πως δεν καταλάβαινες καν πως πέρασε η ώρα με τη διάρκεια της παράστασης να αγγίξει περίπου τις 2 ώρες. Στη σκηνοθεσία υπήρχαν αρκετά ευρήματα και κυρίως συνεχής αξιοποίηση όλου του σκηνικού. Όλα τα στοιχεία του χρησιμοποιήθηκαν κα τίποτα δεν έμεινε ανεκμετάλλευτο.
Πέραν της σκηνοθεσίας ενδιαφέρον ήταν και το κείμενο του Αλφρέντο Σανθόλ σε μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ. Το ίδιο αποτελούσε ένα κείμενο, που αποσκοπούσε στο γέλιο με κάποιες ευκολίες. Η πλοκή ήταν σε αρκετά σημεία αναμενόμενη χωρίς όμως αυτό να ξενίζει ή να προβληματίζει. Είχε γρήγορο ρυθμό, συνεχή λόγο και κυρίως ορθό μοίρασμα ανάμεσα στους πρωταγωνιστές, αποτελώντας όλοι ένα ενιαίο σύνολο. Κάποιες περαιτέρω παρατηρήσεις θα τεθούν παρακάτω.
Ακόμη, ιδιαίτερα ενδιαφέρον ήταν το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα, το οποίο στην αρχή της παράστασης φάνηκε κενό και άδειο, αλλά τελικά στη συνέχεια έδειξε όλο του το εύρος. Η κυρίως διαμόρφωσή του αποτελούνταν από μία κούνια κάθισμα και ένα τραπέζι με το πίσω μέρος της σκηνής να διαμορφώνεται ως η πρόσοψη ενός σπιτιού με τα δωμάτια από κάτω και τη σοφίτα από πάνω. Ήταν όμορφος σχεδιασμός με προσοχή στις λεπτομέρειες του κειμένου (βλ. φαντάσματα και πέρασμα από “τοίχο”). Ομοίως, αρκετά επιμελημένη ήταν η παράσταση και στο ενδυματολογικό κομμάτι με ρούχα εποχής και σύγχρονα.
Αναφορικά με τους πρωταγωνιστές, αυτοί αποτέλεσαν ένα σύνολο με χημεία και σύνδεση. Οι καλά μοιρασμένοι ρόλοι από το σενάριο ευνόησαν την αλληλεπίδρασή τους στην παράσταση, η οποία ήταν κυριολεκτικά μοιρασμένη με 6 ίσα μέρη.
Ξεκινάμε από την Αντιγόνη Ψυχράμη, η οποία ήταν απολαυστική που με τις μούτες και την εκφραστική κίνηση έκαναν το κοινό να ξεσπάει σε γέλια, αν και σε σημεία κάπως υπερβολική, ωστόσο δεν ξέφυγε στιγμή από το ρόλο μιας αποφασισμένης γυναίκας αλλά και εντελώς φοβητσιάρας.
Η Ελένη Βαΐτσου, ο Αντώνης Κρόμπας και ο Δημήτρης Μακαλιάς μας άρεσαν ιδιαίτερα και φάνηκαν να δένουν πολύ επιτυχημένα με την σκηνοθεσία. Έντονη κίνηση, ρυθμός και πολύ καλή άρθρωση αποτέλεσαν τα καίρια γνωρίσματά τους.
Με αφορμή το τελευταίο περνάμε στον Γιώργο Χρανιώτη του οποίου η άρθρωση παρουσίαζε σε σημεία προβλήματα, με ορισμένες στιγμές να μοιάζει να μην μπορεί να ελέγξει απόλυτα τις αναπνοές του.
Τέλος, η Σοφία Μανωλάκου ήταν αρκετά καλή, αλλά σε σημεία έχρηζε βελτίωσης για να μην περάσει την γραμμή της υπερβολής.
Στα αρνητικά (-) σημεία της παράστασης, θα εντάσσαμε αρχικά το κομμάτι των φωνών. Η παράσταση είναι κωμωδία, που χρειάζεται ένταση, χωρίς όμως η επίκληση δυνατών ήχων να πρέπει να γίνεται συνεχώς και καθόλη τη διάρκεια της παράστασης. Κάτι, που εδώ δυστυχώς συνέβη, με αποτέλεσμα σε σημεία η παράσταση να ξενίζει.
Παράλληλα, τα φώτα του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου και της Χριστίνας Θανάσουλα και ο ήχος δεν μας έπεισαν. Έλειψαν από την παράσταση οι ζωντανοί φωτισμοί. Υπήρχε ναι μεν αρκετή εναλλαγή, αυτό όμως δεν ευνόησε την σκηνοθεσία. Όταν η ροή είναι γρήγορη χρειάζεται και ενίσχυση από τα υπόλοιπα στοιχεία και ειδικά από τους φωτισμούς. Υπήρξαν αρκετές αφορμές, που όμως έμειναν ανεκμετάλλευτες. Ομοίως και ο ήχος κινήθηκε σε περιορισμένα πλαίσια παρά τις δυνατότητες, που υπήρχαν για πιο έντονη συμμετοχή του στο συνολικό αποτέλεσμα.
Τέλος, ως προς το κείμενο θα θέλαμε η πλοκή να έχει πιο αιφνιδιαστικά στοιχεία ειδικά ως προς το φινάλε, το οποίο φάνηκε να είναι απότομο και λίγο μειώνοντας την ορμή που είχε από την αρχή η παράσταση. Θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και στοιχεία επικαιρότητας και να ενταχθούν στις στιχομυθίες σε μία όχι αποξενωμένη από τα ελληνικά δεδομένα διασκευή. Η λεκτική εναλλαγή με την καθαρεύουσα δεν είχε επιμεληθεί σωστά, συγχέοντας τα σημεία που γινόταν. Μπορούσε είτε να υπάρχει σε μεγαλύτερες δόσεις και να έχει κάποιο νόημα, είτε να μην υπάρχει καθόλου.
Συνολικά (+), θα λέγαμε, πως η παράσταση αποτέλεσε μία πολύ ωραία αφορμή για τον θεατή να γελάσει, να ξεχαστεί και να απολαύσει ένα γρήγορο και καθόλου στατικό θέαμα. Όσο για κάποια στοιχεία θα μπορούσαν να έχουν προσεχθεί περαιτέρω, ώστε να αποτελέσουν ένα τελειοποιημένο σύνολο.
Βαθμολογία:
6,1/10
Βίντεο αποσπάσματα
1
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:
ΘΕΑΤΡΟ:
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
΄΄
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία, κλικ εδώ.
.
Ακολουθήστε το Kulturosupa.gr στα social media
..