Οι «τηλεκριτικές» της Κουλτουρόσουπα, σαφώς και δεν αποτελούν φυσιολογικές κριτικές καθώς το θέατρο αποτελεί ένα ζωντανό πυρήνα αλληλεπίδρασης, αλλά μια διαφορετική θεατρική οπτική. Με αυτά τα κριτήρια κρίνουμε και τις παραστάσεις που παρακολουθούμε από τον καναπέ ένεκα ανυπαρξίας κάθε θεατρικής δραστηριότητας λόγω πανδημίας.
“Κ”
Η παράσταση «Το κορίτσι του λύκου» της ομάδας Terrede Semis είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα του Κριστιάν Μπομπέν «La folle allure» (μτφρ: «Η ξέφρενη πορεία»), το οποίο παρουσιάζει τη ζωή και την πορεία της κεντρικής πρωταγωνίστριας Λούσι για ένα χρονικό διάστημα, που καλύπτει τα παιδικά και τα εφηβικά της χρόνια, φτάνοντας μέχρι την ενηλικίωσή της. Η ίδια, αποτελώντας ένα άτομο, που το διακρίνει η ανάγκη για φυγή, παρουσιάζεταιστην προσπάθειά της να προσαρμοστεί στο περιβάλλον της και να διαμορφώσει τον χαρακτήρα της.
.
Αρχικά, ως προς τα θετικά στοιχεία της παράστασης σε πρώτο πλάνο τίθεται το κείμενο αυτής. Το ίδιο σε γενικές γραμμές αποτελεί ένα άμεσο κείμενο με σαφήνεια (στην αρχή) ως προς την κατεύθυνσή του και ενδιαφέρον ως προς την απομόνωση συγκεκριμένων ρήσεων για ζητήματα, όπως η ζωή, ο έρωτας, οι σχέσεις, η ανάγκη διαφυγής από την καθημερινότητα. Το κείμενο έχει διπλή υπόσταση, καθώς ακροβατεί ανάμεσα στον ρεαλισμό και την φαντασία, δημιουργώντας έτσι έναν μονόλογο, που έχει ποικιλία ύφους.
.
Το δεύτερο αξιόλογο στοιχείο της παράστασης είναι οι μουσικές επιλογές του Κωστή Μαραβέγια, οι οποίες ενισχύουν το περιεχόμενο του μονολόγου, προσφέροντας ζωντάνια και εκφραστικότητα. Η χρήση της ηχούς δημιουργεί επίσης ένα σκηνοθετικό εύρημα, που έρχεται να ενισχύσει την κατά τα άλλα άνευρη σκηνοθεσία, δίνοντας υπόσταση σε σημεία του κειμένου, που αποτελούν κομβικά ζητήματα της ζωής της ηρωίδας. Για να είμαστε ειλικρινείς φαίνεται, πως η επιλογή αυτή γίνεται καθαρά για λόγους εντυπωσιασμού, χωρίς να έχει κάποια ειδικότερη αφορμή ή υπόσταση. Ωστόσο, διακρίνεται από τις υπόλοιπες σκηνοθετικές επιλογές για τις οποίες θα γίνει λόγος παρακάτω.
.
Η πρωταγωνίστρια Ειρήνη Φαναριώτη ξεκίνησε με προσδοκίες να ενσαρκώνει τον ιδιόμορφο ρόλο του μυθιστορήματος και να αντιμάχεται τον ενήλικο χαρακτήρα της με την διατηρηθείσα παιδικότητά του. Η πορεία, ωστόσο, της αφήγησης οδήγησε σε σταδιακή υποχώρηση της ισορροπημένης απόδοσης με την χρήση πρόσκαιρων σημείων εντυπωσιασμού σε μία κατά τα άλλα υπερβολική ερμηνεία, με αυξομειώσεις στην ένταση, το ύφος και τη ροή. Αποτέλεσμα αυτού ήταν ο ρόλος περισσότερο να αποδίδει μία διχασμένη προσωπικότητα, παρά μία διφυή υπόσταση.
Ως προς τα αρνητικά στοιχεία της παράστασης σαν ένα γενικό σχόλιο αξίζει να αναφέρουμε, ότι παρουσιάζεται σε αυτά ο εξής κοινός τόπος: όλα τα στοιχεία, που θα αναλυθούν αμέσως παρακάτω, φαίνεται να έχουν μία χρησιμότητα στην παράσταση στην πρώτη φάση της, ενώ στην πορεία αυτής φαίνεται σταδιακά να εξασθενούν και να ξεφτίζουν ένα προς ένα.
.
Αναλυτικότερα, η σκηνοθεσία αποτέλεσε το πιο αδύναμο χαρακτηριστικό της παράστασης. Χρησιμοποιώντας ορισμένα τεχνάσματα για να εντυπωσιάσει (όπως τις σκιές στον τοίχο, την αναγραφή ορισμένων ονομάτων σε κόλλες χαρτί στα πρότυπα της «Κατερίνας» (σκην.: Γιώργος Νανούρης), οι συνεχείς εναλλαγές ύφους από τις δραματικές στιγμές στην κωμωδία και στην ξέφρενη και χωρίς αφορμή χαρά, οιακρότητες της κίνησης της Χαράς Κότσαλη, που από τη μία παρουσιάζεται υπερβολικά αργή και από την άλλη υπερβολικά γρήγορη, αλλά και η υπερβολική χρήση της ηχούς) φάνηκε με ξεκάθαρο τρόπο η αδυναμία να ακολουθήσει μία συγκεκριμένη κατεύθυνση, με συνοχή και συνεκτικότητα. Έμοιαζε σαν να προσπάθησε να εντάξει μέσα κάποιες σκηνοθετικές ιδέες, που δεν είχαν αφορμή, με αποτέλεσμα να είναι εντελώς αποξενωμένη από το σενάριο.
Η πορεία της αφήγησης της διασκευής των Δήμητρας Μητροπούλου, Παρασκευής Λυπημένου, Ειρήνης Φαναριώτη αποτέλεσε ένα εξίσου αδύναμο στοιχείο της παράστασης. Η αφορμή και το πρώτο στοιχείο της, το γεγονός δηλαδή, πως η ηρωίδα, όταν ήταν μικρή είχε κοιμηθεί στην φωλιά ενός λύκου, καθώς και η αγάπη της ως προς το συγκεκριμένο ζώο, δημιουργεί έναν επιτυχημένο συμβολισμό για την ανάγκη φυγής, που αποπνέει ο χαρακτήρας της. Η αφορμή όμως (όπως και ο τίτλος) μένει μόνο σε αφετηριακό στάδιο και δεν αξιοποιείται περαιτέρω, με αποτέλεσμα η αφήγηση να ακολουθεί στην πορεία της την κατιούσα, προσπαθώντας να παρουσιάσει την ζωή της πρωταγωνίστριας, που δεν εμφανίζει από άποψη περιεχομένου κανένα ενδιαφέρον και καμία ανατροπή. Η αφήγηση παρά το μικρό της παράστασης κινείται αργά και βασανιστικά με μονότονο ρυθμό, χωρίς στο τέλος να αφήνει κάτι άλλο στους θεατές, εκτός από το αίσθημα της σύγχυσης.
.
Η σκηνογραφία της Τίνας Τζόκα εμφανίζει και η ίδια αρκετές αδυναμίες. Εξαιρώντας το σημείο με τις τουλίπες πάνω σε ένα αυτοσχέδιο έδαφος, το οποίο φαίνεται να παραπέμπει και στο τρίχωμα του λύκου, που είναι αρκετά ενδιαφέρον, όλο το υπόλοιπο σκηνικό δεν έχει λόγο ύπαρξης (μία καρέκλα, ένα μικρόφωνο με βάση και μία πόρτα με κάγκελα), δημιουργώντας μία τυποποιημένη στατικότητα. Σε ανάλογα χαμηλά επίπεδα κινήθηκε και η ενδυματολογία, χωρίς εναλλαγές και ποικιλία στοιχείων.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίουείχαν καλά και κακά στοιχεία. Παρότι εναλλάσσονταν συχνά, γεγονός, που λειτούργησε ενισχυτικά στην σκηνοθεσία, εντούτοις είχαν μία ψυχρότητα, ώστε να μην αποδίδουν την εσωτερίκευση, που εξέφραζε το κείμενο και την εμβάθυνση, που απαιτεί το είδος του μονολόγου.
.
Σε μία συνολική αποτίμηση όλων των παραπάνω, αξίζει να αναφέρουμε, πως παρά την αρχικά ενδιαφέρουσα αφορμή, η παράσταση φάνηκε στην πορεία της να ρίχνει ρυθμούς και επιδόσεις, χωρίς να έχει σαφή κατεύθυνση και ταυτότητα, καθώς η πλειοψηφία των χαρακτηριστικών της κινήθηκε σε μέτρια επίπεδα.
Βαθμολογία:
4,4/10
.
Ιδού και η παράσταση:
Φωτογραφικό υλικό