.
Η νέα θεατρική σεζόν κάνει δειλά-δειλά την εμφάνισή της με αρκετές πρεμιέρες να λαμβάνουν χώρα στη συμπρωτεύουσα. Μία τέτοια παράσταση είναι το «Μπουφάν της Χάρλεϋ», που αποφάσισε να ανοίξει τον κύκλο της στο φιλόξενο, αλλά απαιτητικό κοινό της Θεσσαλονίκης. Η παράσταση, που πριν από κάποια χρόνια είχε γραφτεί για την Άννα Παναγιωτοπούλου και ερμηνευθεί από την ίδια, εμφανίζεται ανανεωμένη με την Μαριάννα Τουμασάτου να κρατά τον κεντρικό ρόλο και τον σύζυγό της Αλέξανδρο Σταύρου να αναλαμβάνει τα χρέη της σκηνοθεσίας.
Η παράσταση πραγματεύεται μία ιστορία ανάμεσα σε μία μάνα και σε έναν γιο. Συγκεκριμένα, η μάνα επισκέπτεται τον «γιο» της, που είναι εύζωνας προκειμένου να του μιλήσει χωρίς διασπάσεις και περικοπές. Το εύρημα αυτό δημιουργεί έναν μονόλογο, ο οποίος ακροβατεί ανάμεσα στο γέλιο και στο κλάμα, τονίζοντας τη μητρική αγάπη, αλλά και τις σχέσεις ανάμεσα σε γονείς και παιδιά, που πολλές φορές ακροβατούν σε μία λεπτή κλωστή.
Στα θετικά (+) στοιχεία της παράστασης αρχικά θα εντάσσαμε το κείμενο του Βασίλη Κατσικονούρη. Ο σπουδαίος συγγραφέας δημιούργησε έναν μονόλογο, ο οποίος εξαιτίας και της περιορισμένης έκτασής του καταφέρνει να μην κουράσει καθόλου. Γοργός λόγος, παραστατικές εικόνες, δραματουργική επεξεργασία, καθώς και εξαιρετικά μελετημένες μεταβάσεις. Καταφέρνει να δημιουργήσει έναν κλαυσίγελο, αφήνοντας ένα αίσθημα πληρότητας. Προσφέρει λύτρωση, δημιουργώντας ένα στέρεο έδαφος για να προβεί σταδιακά σε αποκαλύψεις.
Πέραν αυτού η σκηνοθεσία καταφέρνει παρά τα συμβατικά πλαίσια στα οποία κινείται να δημιουργήσει ένα όμορφο αποτέλεσμα, τονίζοντας τις διαρκείς μεταβάσεις και παύσεις του κειμένου. Κεντρίζει το ενδιαφέρον στην ερμηνεία, δημιουργώντας ένα στατικό, αλλά όχι κουραστικό αποτέλεσμα.
Η ερμηνεία της Μαριάννας Τουμασάτου καταφέρνει να γεμίσει την σκηνή. Το κείμενο μοιάζει να είναι κομμένο και ραμμένο πάνω της. Χωρίς εξάρσεις και υπερβολές, αλλά αντίθετα δίνοντας βάση στα πολλαπλά ερμηνευτικά της χαρίσματα, καταφέρνει να δώσει ύφος και υπόσταση στην ηρωίδα, που υποδύεται. Απόλυτα ισορροπημένη ερμηνεία, που εντυπωσιάζει και αφήνει ένα προσωπικό αποτύπωμα.
Τα φώτα της Κατερίνας Μαραγκουδάκη λειτούργησαν σαν ένας ακόμη πρωταγωνιστής, τονίζοντας τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωίδας, συμβάλλοντας εξίσου στα ρεαλιστικά και στα σουρεαλιστικά στοιχεία του κειμένου. Ήταν φωτισμοί διαμορφωμένοι για μονόλογο και αυτό φάνηκε και με το παραπάνω.
Το σκηνικό του Ντέιβιντ Νεγρίνστην πρωταρχική του μορφή έμοιαζε αρκετά αφαιρετικό σχεδόν κοινότυπο. Το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη στο πίσω μέρος της σκηνής και αριστερά ο χώρος (κουβούκλιο) που βρισκόταν ο εύζωνας. Σταδιακά με την εξέλιξη του έργου δημιουργήθηκε ένα δεύτερο επίπεδο σκηνής ακριβώς πίσω από το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη, όπου εμφανίστηκαν ορισμένα καρφιτσωμένα κόκκινα λουλούδια και ένα ποδήλατο. Εξαιρετική εικόνα, που προσδιόριζε το πένθος της ηρωίδας, αλλά και την παιδικότητα των στιγμών, που αναπολούσε.
Στα αρνητικά (-) στοιχεία της παράστασης, θα εντάσσαμε ένα σκηνοθετικό εύρημα, το οποίο γκρέμισε ό,τι προηγουμένως έχτιζε με τόσο κόπο. Συγκεκριμένα, την στιγμή της μεγάλης αποκάλυψης στο σημείο, που ήταν το μνημείο του αγνώστου στρατιώτη προβλήθηκαν κάποια δευτερόλεπτα σε μορφή βίντεο όσα περιέγραφε η πρωταγωνίστρια. Αυτό όχι μόνο χάλασε τις εικόνες, που διαμόρφωνε στο μυαλό του ο θεατής, εισάγοντας και πρόσωπα που δεν είχαμε δει στην παράσταση (αντί να χρησιμοποιηθούν μόνο σκιές), αλλά αλλοίωσε πλήρως και την ίδια τη μορφή του μονολόγου, εισάγοντας τηλεοπτικά στοιχεία. Κάτι τέτοιο προδίδει είτε τη θεατρική απειρία, είτε την ανάγκη να καλυφθούν κενά όχι με πραγματική προσπάθεια, αλλά με μία φτηνή απομίμηση. Δεν το είχε ανάγκη…
Δεύτερον, απορία προκάλεσε η τόσο μικρή διάρκεια της παράστασης, καθώς κράτησε μονάχα 40 λεπτά. Αυτό συνέβαλε στο να μην ξεχειλώσει το κείμενο, όμως στέρησε την ευκαιρία μίας συνολικής ανάπτυξης των ηρώων. Πέραν αυτού σε μία ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο, που το κοινό επιλέγει προσεκτικά τι θα δει και που θα ξοδέψει τα χρήματά του, μία υψηλή τιμή εισιτηρίου για μόλις 40 λεπτά μοιάζει εκτός πραγματικότητας…
Συνολικά, θα λέγαμε, πως η παράσταση αποτέλεσε έναν σημαντικό μονόλογο, με ένα κείμενο στιβαρό και μία σπουδαία ερμηνεία, που άφησε πολύ καλές εντυπώσεις. Οι πλημμέλειες της σκηνοθεσίας κατάφεραν να ξεπεραστούν σε μεγάλο βαθμό από τους εξαιρετικούς φωτισμούς και το αναπτυσσόμενο σκηνικό.
Βαθμολογία:
6,8/10