«Σμύρνη μου Αγαπημένη» – «Μιμή μου αγαπημένη»: Είδαμε & Σχολιάζουμε…
Θυμάμαι πριν χρόνια (αν δεν κάνω λάθος 2011 ήταν) που μου΄ λεγε κατ ιδίαν με παράπονο η Μιμή Ντενίση, πως το ελληνικό θέατρο αδιαφορεί να συμπεριλάβει στο ρεπερτόριο του μεγάλα ιστορικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας και πως με καχυποψία τα αντιμετωπίζουν. Και για παράδειγμα μου’ φέρε την περίπτωση της «Σμύρνης» που σκέφτεται να γράψει… Την προηγούμενη βδομάδα, Σάββατο βράδυ, μόλις είχα δει σε ένα κατάμεστο Μέγαρο Μουσικής, την πιο πολυαναμενόμενη ίσως παράσταση της χρονιάς για τη Θεσσαλονίκη. Την «Σμύρνη μου αγαπημένη» που έγραψε, σκηνοθέτησε και πρωταγωνιστεί η κ Μιμή Ντενίση.
Μια παράσταση που και μόνο στο άκουσμα της, συγκεντρώνει πολλά «ερεθιστικά» στοιχεία: μικρασιατική ιστορία, μεγάλη παραγωγή από το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, δημοφιλείς πρωταγωνιστές. Οπότε δικαιολογημένα είχε και έχει την σπουδαία αυτή πορεία των τριών χρόνων παραστάσεων. Μέχρι πρότινος να συρρέουν στην Αθήνα και από τα Χριστούγεννα με την ίδια δυναμική και στην πόλη μας.
Και η ιστορία μας μεταφέρει στην κοσμοπολίτικη Σμύρνη και συγκεκριμένα στο σπίτι μιας ωραίας αρχόντισσας, της Φιλιώς, λίγο πριν την καταστροφή τόσο της πόλης, όσο και της οικογένειας.

Το κείμενο (και η παράσταση) για να ξεκινήσουμε από τα θετικά (+), ξεκινά λίγα χρόνια πριν, όπου παρακολουθούμε πρόσωπα και γεγονότα μιας εποχής που απ΄ άκρου εις άκρου της πόλης, ευδοκιμούσε η ευφορία και τίποτα δεν προμήνυε τα δραματικά γεγονότα που θα ακολουθούσαν. Οι περισσότεροι Έλληνες ανήκαν στις προνομιούχες τάξεις. Ασχολούνταν με προσοδοφόρες δουλειές, συνήθιζαν να εκδράμουν σε κοσμικές συγκεντρώσεις και στα πλούσια σπίτια τους υπήρχε υπηρετικό προσωπικό. Έτσι ήταν και το σπιτικό της κυρά Φιλιώς. Μιας κομψής και ζηλευτής γυναίκας που ασχολούνταν κυρίως με την οικογένεια της. Τον έμπορο (και καλόγαθο) σύζυγο της και τα δυο της παιδιά. Μια κοπέλα που ετοίμαζε να παντρέψει με έναν Άγγλο που εργαζόταν στην πρεσβεία της χώρας του και τον νεαρό γιο της, που φρόντιζε να στείλει στη νέα Ιώνια Σχολή. Κοντά της ένα ψυχοπαίδι, μουσουλμάνο στην καταγωγή, που ο πατέρας της πήρε κοντά του την φαμίλια του και μεγάλωσαν μαζί σαν αδέλφια. Βέβαια από ένα σμυρναϊκό σπίτι δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι γιορτές, οι παρεξηγήσεις, οι χαρές και τα τραπεζώματα φιλών. Τον χειμώνα στο αρχοντικό τους στη Σμύρνη και τα καλοκαίρια στην παραθεριστική κατοικία τους στο Κορδελιό. Έτσι ζούσαν κι έτσι πορευόντουσαν χρόνια τώρα.
.
Όμως οι εποχές άλλαξαν και ένα πέπλο ανησυχίας σκέπαζε τη πόλη καθώς η πολιτική κατάσταση όσο πάει αγρίευε. Με τον Κεμάλ Ατατούρκ να διεκδικεί την κυριαρχία των οθωμανών-νεοτούρκων και με τους Έλληνες μεν να κυριαρχούν σε πολέμους, ωστόσο να καιροφυλακτούν πολιτικά παιχνίδια τόσο των ιδίων (ελλήνων) όσο και Ευρωπαίων ηγετών.
.
Ορθώς λοιπόν, η θεατρική συγγραφέας Μιμή Ντενίση περιέγραψε ένα οικογενειακό περιβάλλον και δεν αναπτύχθηκε με λεπτομέρειες σε πολιτικά ζητήματα της εποχής χωρίς βέβαια και να τα αποσιωπήσει. Περιορίστηκε στα του οίκου της που λένε, αναπτύσσοντας χαρακτήρες και καθημερινές καταστάσεις που τους περιελάμβαναν, μέσα από αυτά όμως, «φώτισε» αρκετά και την ιστορία του δράματος. Σε ένα μεγάλο θέαμα όπως χαρακτηρίζεται η παράσταση με ένα έργο που σαφώς έχει ταυτότητα, κλιμάκωση, εξέλιξη και κορύφωση, αυτόματα ταυτίζονται και οι θεατές με τους ήρωες, καθώς θέατρο βλέπουμε και όχι ντοκιμαντέρ…

Σε μια πολυπρόσωπη παράσταση, έστω κι αν διαρκεί κοντά στις 3,5 ώρες, είναι δύσκολο κάποιος χαρακτήρας να ξεχωρίζει πέρα από τον κεντρικό ρόλο. Στην «Σμύρνη», ομολογώ πως όλοι ήταν καλοί στους ρόλους τους, χωρίς όμως και να εντυπωσιάσουν.
/
Η Μιμή Ντενίση τα τελευταία χρόνια διατηρεί ένα μοτίβο παιξίματος/αφήγησης. Έντονα τελευταία το είδαμε στο «Η Πηνελόπη Δέλτα συναντά τον Μάγκα». Στη «Σμύρνη» όμως κυριαρχεί το πρώτο. Καθόλη τη διάρκεια βρίσκεται πάνω στη σκηνή και η φινέτσα, η γοητεία και ο επαγγελματισμός υποβάλει και την παρουσία της ως πρωταγωνίστρια και ηρωίδα του έργου. Πέρα από το δεύτερο δραματικό μέρος που ήταν αρκετά αδύναμη, (ας το προσέξει), υπήρξε πολύ καλή στο υπόλοιπο της παράστασης. Ως αφηγήτρια παραμένει εξαίρετη. Με καλή άρθρωση, τόνους και παύσεις, κλιμάκωση γεγονότων, γενικώς επιβλητική.
Ο Τάσος Νούσιας έχει πάρει φαλάγγι ότι σμυρναίικο υπάρχει στην πιάτσα… Όσο μας απογοήτευσε στο κινηματογραφικό «Η Ρόζα της Σμύρνης», υπήρξε εξαιρετικά καλός ως φανατικός Κεμαλιστής με πονεμένη καρδιά… Ένας ρόλος που δεν θεωρείται ντε και καλά δύσκολος, ωστόσο πρέπει να έχεις τη φωνή, την πυγμή, την ευαισθησία και την κορμοστασιά του Νούσια για να αρέσεις. Και άρεσε.
Στους δεύτερους ρόλους ο Κώστα Βουτσάς με τα ωραία αστειάκια του έφερε ευθυμία και χαμόγελα στην αίθουσα (πήρε μεγάλο χειροκρότημα στη διάρκεια και στο τέλος), πειστικός ο Tάσος Χαλκιάς, σύζυγος της Φιλιώς, σε καλά επίπεδα Χριστίνα Αλεξανιάν, Μάνος Ζαχαράκης και η όμορφη παρουσία της Κατερίνας Γερονικολού. Όμως καλύτερος ερμηνευτικά απ΄ όλους ο Μιχάλης Μητρούσης ως Τούρκος υπηρέτης που είχε συναισθηματικές διακυμάνσεις. Αντίθετα ο Δημήτρης Μακαλιάς ενώ δεν μας απογοήτευσε, το στυλάκι και το υφάκι που περιφέρει σε άλλες θεατρικές παραγωγές, ακόμα και σε συνεντεύξεις του, μετέφερε αυτούσιο σε ένα χαρακτήρα που όφειλε να δείξει σεβασμό.

Στην παράσταση συμμετέχει μέρος της Εστουδιαντίνας με τη μουσική παρουσία του Μπάμπη Τσέρτου σε μερικά αξέχαστα τραγούδια και η αλήθεια είναι πως θα θέλαμε να ακουστούν περισσότερα. Μουσική – Ενορχηστρώσεις: Ανδρέας Κατσιγιάννης.
.
Ωραιότατα, πανέμορφα, κομψά κοστούμια του Γιώργου Πάτσα, επιβλητικά και τα σκηνικά του ίδιου. Αυτό όμως που εντυπωσίασε, σχεδόν έκλεψε την παράσταση είναι τα τρισδιάστατα εφέ που έπαιζαν ως φόντο πάνω στα τεράστια ταμπλό που πηγαινοέρχονταν [πλατείες, σοκάκια, σπίτια, ουρανός, θάλασσα], με αποκορύφωμα την καταστροφή της Σμύρνης. Καθώς ήταν πνιγμένη στις φωτιές, ήταν μια σκηνή που μας στοίχειωσε…
Στα αρνητικά (–) η βατή χωρίς εκπλήξεις και εντάσεις σκηνοθεσία της Μιμής Ντενίση και κυρίως το μισό του δεύτερου μέρους, εκεί που κορυφώνεται το δράμα, στερεύει δυστυχώς το συναίσθημα… Και όταν λείπει το συναίσθημα από τους ηθοποιούς ή δεν τους βγαίνει, πώς να το συναισθανθεί ο άμοιρος θεατής; Χωρίς να δικαιολογούμε κανένα σε μια δοκιμασμένη παράσταση για να συμβεί αυτό τρία τινά μπορούν να συμβούν: Δεν ήταν η μέρα τους (απορρίπτεται καθώς στο υπόλοιπο ήταν καλοί), κουράστηκαν, ή δεν βοηθούσε ο χώρος. Για το τελευταίο έχει μαλλιάσει η γλώσσα μας να τονίζουμε το πόσο ακατάλληλο είναι το αχανές και ψυχρό Μέγαρο Μουσικής για να παρακολουθείς θεατρικές παραστάσεις. Μπορεί η Θεσσαλονίκη να μην έχει άλλο σαν τον «όγκο» του, αλλά η θέαση είναι απόλυτα απογοητευτική αν κάθεσαι από την 10η σειρά και πίσω. Θα το πούμε απλά: Δεν περνά το συναίσθημα στην πλατεία, τελεία και παύλα.

Η παράσταση διαρκεί τρεισήμισι ώρες, ίσως και λίγο παραπάνω. Παρότι δεν μας κούρασε, βλέπετε ευχάριστα, άνετα που λένε, θα το απολαμβάναμε περισσότερο αν ήταν κατά μισή ώρα λιγότερη.
Εν ολίγοις (=)
Μια φροντισμένη παράσταση που αξίζει να δεις για πολλούς λόγους.
Βαθμολογία
7 στα 10
-Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε ΕΔΩ
Φωτογραφικό υλικό