Είδε και σχολιάζει η Πίτσα Στασινοπούλου.
Ένα γνωστό έργο δημοφιλούς συγγραφέως με άξιους συντελεστές και «προϊστορία» στο Θέατρο Τέχνης δια χειρός Κάρολου Κουν, είναι επαρκείς «εγγυήσεις» για να προσέρχεται κανείς στην παράσταση με προσδοκίες μάλλον αυξημένες, διαβάζοντας επιπλέον άκρως ενδιαφέροντα σχόλια για μια υπόθεση που μοιάζει ελκυστική, γραμμένη πολλά χρόνια πίσω… Κάπως έτσι, με παρόμοια ψυχολογία προσήλθαμε στο θέατρο Αυλαία για την παράσταση «Ο ήχος του όπλου» της Λούλας Αναγνωστάκη και σε σκηνοθεσία Μάνου Καρατζογιάννη, στη Θεσσαλονικώτικη πρεμιέρα της και με αίθουσα ασφυκτικά γεμάτη, χάρη στην προσέλευση ενός σχολείου που στην εκδρομή του στην συμπρωτεύουσα επέλεξε να τιμήσει τη συγκεκριμένη παράσταση…
Της οποίας η υπόθεση στρέφεται γύρω από τη σχέση μιας μάνας με τον 19χρονο γιο της, ο οποίος σπουδάζει στην Αθήνα και εκείνη τον επισκέπτεται με αφορμή τις εκλογές προκειμένου να ψηφίσει… μέσω μιας κολλητής φίλης της- που διατηρεί κρυφά ερωτική σχέση με το γιο- μαθαίνει ότι παραμελεί τις σπουδές του, έχει δεσμό με μια κοπέλα που περιμένει το παιδί του, ετοιμάζεται να φύγει μόνος στην Αμερική ως τυχοδιώκτης, συνδέεται στενά με τον αντισυμβατικό κουνιάδο» του, ο οποίος κάποια στιγμή θα βρεθεί παράνομα με ένα όπλο κι αυτό θα καταλήξει στα χέρια του γιου… Όταν η μάνα επιχειρεί να συζητήσει μαζί του, προσπαθώντας να επηρεάσει τις επιλογές του και εκμεταλλευόμενη κάθε μέσο, συναντά πεισματική άρνηση, καθώς η μεταξύ τους ουσιαστική επικοινωνία ως οικογένεια είναι από χρόνια χαμένη… μια συναισθηματική «αναπηρία» που συνοδεύει και τη σχέση του με την κοπέλα, αφήνοντας πίσω του κι αυτήν και το μελλοντικό παιδί του… μέχρι το τελικό ξέσπασμα μάνας και γιου, όπου το όπλο που κρατά ο τελευταίος και χωρίς ποτέ να ακουστεί ο «ήχος» του, παρά ταύτα θα αποβεί μοιραίο…
Την πρώτη αρνητική αίσθηση (–) την εισπράξαμε δυστυχώς από το κείμενο της Λούλας Αναγνωστάκη. Το οποίο την εποχή που γράφηκε, πριν 30 και κάτι χρόνια, πιθανόν είχε κάτι ουσιώδες να πει για τις κλονισμένες ανθρώπινες σχέσεις – στην οικογένεια, τον έρωτα, τη φιλία- μέσα σε έναν σαθρό εκμαυλισμένο περιβάλλον με εμφανή έκπτωση αξιών… Ωστόσο, στα χρόνια που ακολούθησαν, η συγκεκριμένη θεματική έχει αναδειχθεί με εξαιρετικούς, ψαγμένους και κυρίως σύγχρονους τρόπους αγγίζοντας τον σημερινό θεατή, κάτι που το συγκεκριμένο έργο δεν καταφέρνει- τουλάχιστον στη μορφή που δόθηκε χωρίς κάποια «επικαιροποίηση» όταν απευθύνεται στη γενιά των δραματικών, ταχύτατων αλλαγών- ανατροπών και τα πρώην στερεότυπα έχουν αντικατασταθεί από νέα… Γεγονός που κάνει το κείμενο να μοιάζει «παλιακό» και ξεπερασμένο σήμερα, καθότι απέχει πολύ από τις αρετές των κλασικών έργων και οι αδυναμίες του εντοπίζονται σε αρκετά σημεία, όπως στην «άτεχνη» πλοκή όπου παρεισφύουν σχεδόν ασύνδετες ή αναιτιολόγητες ή εμβόλιμες καταστάσεις χωρίς γερό «πάτημα» ως λόγο ύπαρξης… λείπουν οι κορυφώσεις ή ανατροπές και αρκετές εξελίξεις μοιάζουν προβλέψιμες προκαλώντας ανία… λείπουν από τους περισσότερους διαλόγους η αληθοφάνεια, η πειστικότητα, η έμπνευση… λείπει αυτό το βαθύτερο «κάτι» ως ουσιαστική αναζήτηση, μένοντας στη γνώριμη συμβατική επιφάνεια… λείπουν τέλος οι στέρεα δομημένοι χαρακτήρες με ψυχολογική εμβάθυνση, ικανοί να πείσουν για τα πάθη τους, όντες οριοθετημένοι στο «περίπου» και εγκλωβισμένοι σε τεχνητά κλισέ…
Η σκηνοθεσία του Μάνου Καρατζογιάννη, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί αξιοπρεπής (+), με την έννοια ότι απέδωσε το πνεύμα, το συναίσθημα και τις συνθήκες του έργου ικανοποιητικά, ωστόσο χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση, κινούμενος σε ασφαλή συμβατικά πλαίσια. Το πλέον αξιοσημείωτο ήταν η επιτυχής διαχείριση στις αλλαγές του «χρόνου» και του «τόπου» που αναδείχθηκαν με καθαρότητα στη σκηνή και τη βοήθεια κατάλληλων φωτισμών και σκηνικού, ενώ δυο- τρία μικρά ευρήματα σαν την ιδέα του «παράθυρου» στη μέση ή το δεύτερο πλάνο των ημιφωτισμένων ηθοποιών στο βάθος, λειτούργησαν εύστοχα και ατμοσφαιρικά, όλα με δεμένο ρυθμό. Κατά τα άλλα και λόγω της φύσης ενός έργου που πλατειάζει φλύαρα και στερείται εκπλήξεων ή ουσιαστικού ενδιαφέροντος ώστε να κρατά τον θεατή, δεν κατάφερε να αποφύγει την πρόκληση κούρασης και ανίας, παρότι πάσχισε να ενισχύσει τον εκκεντρικό χαρακτήρα του «κουνιάδου», ως μόνη νότα ζωντάνιας ανάμεσα σε συμβατικά πληκτικά στερεότυπα, όπου επιπλέον οι περισσότεροι, προκειμένου να σηματοδοτήσουν τα αδιέξοδά τους, κατέφυγαν στο βολικό κλισέ… κυκλοφορούσαν μόνιμα με μια μπουκάλα κρασί από την οποία «έπιναν» αχόρταγα, παρότι εμφανώς άδεια! Απόδειξη δε της κούρασης ήταν η μετά το πρώτο μισάωρο περίπου συνεχής αποχώρηση θεατών, σε μια δίωρη παράσταση χωρίς διάλειμμα, που μάλλον κάτι ήξεραν και το απέφυγαν…
Σε επίπεδο ερμηνειών και όταν πρόκειται για δοκιμασμένους επαγγελματίες ηθοποιούς, το αποτέλεσμα είναι λογικό να τους δικαιώνει όπως εν προκειμένω που συναντήσαμε όντως καλές ερμηνείες για τα δεδομένα της συγκεκριμένης παράστασης. Που σημαίνει ότι οι όποιες ενστάσεις πηγάζουν είτε από τη συγγραφή είτε από τη σκηνοθετική καθοδήγηση και όχι από αδυναμία του ηθοποιού, η ικανότητα του οποίου είναι εμφανέστατη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Σε μια άξια ομάδα λοιπόν, η κεντρική ηρωίδα Πέγκυ Σταθακοπούλου, υποδύθηκε τη μάνα πληθωρικά, με έντονη εκφραστικότητα, συναίσθημα, ενέργεια, άνεση, ωστόσο θεωρούμε ότι εγκλωβίστηκε σε στερεότυπο ξεπερασμένης και προβλέψιμης ερμηνείας, με δόσεις στόμφου και υπερβολής… Ο Αγησίλαος Μικελάτος στο ρόλο του γιου, υπήρξε επαρκώς εσωστρεφής αποδίδοντας πειστικά τα αδιέξοδά του, ο Κώστας Νικούλι κέρδισε τις εντυπώσεις στον αντισυμβατικό, επαναστατικό, εκκεντρικό χαρακτήρα του κουνιάδου – παρότι σε στιγμές υπερέβαλλε, ενώ η εξαιρετική Βασιλική Τρουφάκου με την αληθοφανή, φυσική ερμηνεία της κράτησε ιδανικά τις ισορροπίες… Επίσης πολύ αυθόρμητη, εκφραστική και γήινη η φίλη της μάνας Τζένη Σκαρλάτου, καθώς και ο πειστικός Σταύρος Μερμήκης σε έναν ουδέτερο περιφερειακό ρόλο…
Επαρκέστατο, λειτουργικό και έξυπνο θα χαρακτηρίζαμε το σκηνικό «χωρισμένο» σε δύο διαφορετικής αισθητικής δωμάτια που απέδιδαν τη σημειολογία κάθε χώρου με εύστοχες λεπτομέρειες και σωστά επιλεγμένα και προσαρμοσμένα στους χαρακτήρες τα κοστούμια. Επίσης βρήκαμε νοσταλγικές τις μουσικές επιλογές με μελωδικά ροκ ακούσματα των sixties – seventies, ενώ οι μελετημένοι φωτισμοί συνέβαλαν αποτελεσματικά στη σκηνοθεσία καθώς και την ατμόσφαιρα…
Καταλήγοντας (=) και παρά τις προσδοκίες που τρέφαμε, δυστυχώς δεν δικαιωθήκαμε… Εκτιμήσαμε μεν κάποια καλά στοιχεία της παράστασης, που ωστόσο επισκιάστηκαν από την κούραση ενός έργου το οποίο στην παρούσα μορφή δεν βλέπουμε τί ουσιώδες και ενδιαφέρον έχει να πει, «ανταγωνιζόμενο» με εξαιρετικά του είδους… Και μάλλον δεν ήταν τυχαία η «βαβούρα» από τους εφήβους θεατές που προφανώς έπληξαν θανάσιμα, με συνέπεια είτε την αποχώρηση είτε τα διαρκή και ηχηρά «σουτττττ!»…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
4,2/10
.
-k-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν από 20/9/2018 έως 20/05/2019 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 9α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2019 που θα πραγματοποιηθούν Τρίτη 11 Ιουνίου 2019.
.
.
Δείτε & αυτά:
-Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα ΕΔΩ
-Τι παίζουν οι κινηματογράφοι στη Θεσσαλονίκη ΤΩΡΑ ΕΔΩ
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε ΕΔΩ
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιαζουμε ΕΔΩ
–Κερδίστε προσκλήσεις – Βιβλία – ΕΔΩ
.
Ακολουθήστε μας στα social media
Φωτογραφικό υλικό