.
Είδε η Αννια Κανακάρη και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα.
Η καρδιά του θεάτρου ανέκαθεν χτυπούσε στον παλμό της επικαιρότητας. Ενίοτε εμπνέεται από αυτήν και εξυμνεί καθετί σπουδαίο και άλλοτε την αφουγκράζεται και λειτουργεί αφυπνιστικά στηλιτεύοντας τα άσχημα.
Στην παράσταση «Ο εφιάλτης του κυρίου Κάκου», που παρακολουθήσαμε στο μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών, ο Γρηγόρης Μήτας πραγματεύεται, με θάρρος και χωρίς υπαινιγμούς, ένα θέμα που τον τελευταίο χρόνο συγκλονίζει με τις τεράστιες διαστάσεις που έχει λάβει: την έμφυλη βία στον χώρο του θεάματος, τον χώρο μέσα στον οποίο και ο ίδιος ζει και δημιουργεί.
Το έργο…
Ένας καταξιωμένος σκηνοθέτης, ο κύριος Μάκι Κάκος (προφανώς εκ του κακός), γνωστός και ως «Σκορπιός»,αρρενωπός και γοητευτικός, εκ θέσεως κυρίως, περνά από οντισιόν νεαρές ηθοποιούς. Η συμπεριφορά του απέναντί τους εξευτελιστική.Ηδονίζεται να γκρεμίζει τα όνειρά τους, να διαλύει την αυτοπεποίθηση τους, να γεύεται την απογοήτευση και την πίκρα τους. Όταν μάλιστα το θύμα του τον διεγείρει ερωτικά δεν διστάζει να του επιβληθεί για να ικανοποιήσει τις αρρωστημένες ορμές του, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία, τις φιλοδοξίες, αλλά και τα ταμπού και ειωθότα του χώρου που θεωρεί ότι τον προστατεύουν. Ώσπου τα πράγματα αλλάζουν και η θεία δίκη έρχεται, όχι μέσα από το θεσμοθετημένο κράτος και τους φορείς της δικαιοσύνης, αλλά από τα ίδια τα θύματα του…
Πρόκειται για μια παράσταση που φέρει εξ ολοκλήρου την σφραγίδα του γνωστού δημιουργού, καθώς ο ίδιος ο Γρηγόρης Μήτας γράφει, σκηνοθετεί, επιμελείται τα σκηνικά, τα κοστούμια και την μουσική της. Μια ιδέα πλήρης και ολοκληρωμένη, στην οποία ο ίδιος, σε συνεργασία με το ΚΘΒΕ, δίνει σάρκα και οστά.
Στα θετικά (+) της παράστασης καταρχάς η ίδια η σύλληψη της δημιουργίας αυτού του έργου. Είναι εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι το ίδιο το θέατρο καταδικάζει έμπρακτα, από σκηνής, ένα άρρωστο κομμάτι του. Οι καλλιτέχνες διαμαρτύρονται, υψώνουν την φωνή τους και την ενώνουν με τις φωνές των θυμάτων, που ακούγονται πλέον πιο καθαρά από ποτέ. Πέρα από την γενικότερη αίσθηση κατακραυγής, οι πολυδιάστατοι προβληματισμοί που θέτει η παράσταση εγγίζουν θέματα όπως η ματαιοδοξία των νέων καλλιτεχνών και η άνευ όρων προσπάθεια για επαγγελματική ανέλιξη, η νομιμότητα και η θέση της αυτοδικίας στην σημερινή κοινωνία, αλλά και τα όρια της τιμωρίας του δράστη, το επιτρεπτό ή όχι της θανατικής ποινής, του ευνουχισμού και άλλα.
Η σκηνοθετική προσέγγιση, παρόλο που περιορίστηκε σε σημαντικό βαθμό, για λόγους που αναφέρονται στην συνέχεια, εντούτοις κινήθηκε αρκετά ικανοποιητικά. Αξίζει να αναφέρουμε ορισμένα ευρηματικά σημεία, όπως την πρώτη σκηνή που ο πρωταγωνιστής παρουσιάζεται, με τη βοήθεια του φωτισμού, έγκλειστος σε φυλακή να σκίζει τα γράμματα των θαυμαστριών του, ενώ ακούμε το περιεχόμενό τους να απαγγέλλεται από γυναικείες φωνές, αλλά και την σκηνή της σεξουαλικής επίθεσης στην υποψήφια ηθοποιό, στην οποία αρχικά, δεν υπάρχει σωματική επαφή.
Ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της παράστασης αποτελούν οι φωτισμοί του Στέλιου Τζολόπουλου που προσδίδουν δυναμισμό, αγωνία και απίστευτη συναισθηματική ένταση. Οι συχνές εναλλαγές, το μαύρο που σαν σύννεφο απλώνεται στην σκηνή, αλλά και το απόλυτο σκοτάδι που διαχωρίζει τις σκηνές μεταξύ τους, δημιουργούν μια υποβλητική ατμόσφαιρα. Ο συνδυασμός τους δε, με την μουσική επένδυση που επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, απογειώνει το αποτέλεσμα.
Ιδιαίτερα εύστοχη και η προβολή βίντεο με σκληρές εικόνες γυναικείας κακοποίησης που συμπληρώνουν το σκηνικό καθιστώντας το δρώμενο ακόμη πιο ρεαλιστικό και απεχθές.
Το ασπρόμαυρο σκηνικό της παράστασης, δημιουργία και αυτό του Γρηγόρη Μήτα, λιτό και ρεαλιστικό, με αρκετά συμβολικά στοιχεία, ζωντανεύει ικανοποιητικά τον χώρο δράσης του θύτη. Κάμερες, ανδρείκελα, κρεμάστρες με κοστούμια, αλλά και αλυσίδες με χειροπέδες, συμπληρώνουν την ψυχρή εικόνα. Στον χώρο κυριαρχεί το μαύρο της απόγνωσης, που τελεί σε απόλυτη αρμονία με τα γεγονότα που διαδραματίζονται και αποτυπώνει την ψυχική κατάσταση των ηρώων. Χαρακτηριστική επίσης η συμβολική χρήση κιμωλίας, με την οποία ο θύτης οριοθετεί τον χώρο και εγκλωβίζει τα θύματά του, που προσπαθούν να βρουν δικαίωση μέσα από την ματαιότητα της αυτοδικίας.
Τα κοστούμια της παράστασης, συμβατά με τους χαρακτήρες του έργου, απλά και λειτουργικά, συμβάλουν θετικά στο τελικό αποτέλεσμα. Χαρακτηριστική η συμβολική επιλογή των χρωμάτων: Μαύρο για τον διαστροφικό πρωταγωνιστή, άσπρο για το θύμα, μαύρο – γκρι για τους λοιπούς χαρακτήρες.
Ο Γιάννης Χαρίσης στον ρόλο του Μάκι Κάκου, ενσαρκώνει με επιτυχία τον μισογύνη σκηνοθέτη-βιαστή. Επιτυχώς αντιπαθής, με καθαρό λόγο, στιβαρή και προσεγμένη κίνηση, υποδύεται με πειστικότητα και σκηνική άνεση τον πετυχημένο επαγγελματία που δεν διστάζει να καταχραστεί το κύρος και την δύναμη του. Ενδιαφέρουσα υποκριτικά η συναισθηματική μεταστροφή του, όταν από απόλυτος κυρίαρχος, μετατρέπεται, σε έναν τρομοκρατημένο θρασύδειλο που εκλιπαρεί για βοήθεια.
Η Ελευθερία Τέτουλα, που υποδύεται την Μαρία, την αδελφή του θύματος, έχει μια ιδιαίτερα δυναμική παρουσία, ιδίως στο δεύτερο μέρος του έργου που αποκαλύπτει την αληθινή της ταυτότητα. Σκληρή και αμείλικτη απέναντι στον βιαστή, ερμηνεύει το ρόλο της γεμάτη ένταση, πάθος και εκρήξεις, χωρίς να λείπουν οι στιγμές τρυφερότητας προς το θύμα.
Αρκετά καλή παρουσία και από την Χριστίνα Μαγκάκη στον ρόλο της Βάλιας – του θύματος. Κορυφαία στιγμή όταν αποκαλύπτει στο κοινό την γεμάτη μώλωπες γυμνή πλάτη της, στην οποία διακρίνεται το σημάδι του σκορπιού, που χαράχτηκε βάναυσα κατά τον βιασμό της, συμβολικά στο σώμα και κυριολεκτικά στην ψυχή της.
Ικανοποιητική εμφάνιση και από την Κορίνα Αθανασούλα, την τρίτη γυναίκα που υψώνει το ανάστημά της και αντεπιτίθεται στην βιαιότητα και την απανθρωπιά του σκηνοθέτη.
Στα αρνητικά (-) της παράστασης θα συγκαταλέγαμε αρχικά κάποιες εγγενείς αδυναμίες του κειμένου. Ενώ δίνει αρχικά ορισμένα στοιχεία που υποδηλώνουν και χτίζουν το βίαιο προφίλ του σκηνοθέτη (η συμπεριφορά του οποίου είναι και το βασικό θέμα που πραγματεύεται), περνά πολύ γρήγορα στο κομμάτι της εκδίκησης, χωρίς να έχει προλάβει ουσιαστικά να δομήσει τον βασικό χαρακτήρα του έργου με τα στοιχεία που θα δικαιολογήσουν στην συνέχεια την καθαίρεση και την τιμωρία του. Επίσης, επικεντρώνοντας το μεγαλύτερο μέρος του έργου στο γεγονός της τιμωρίας, το κείμενο οδηγείται σε μια επανάληψη νοημάτων και διαλόγων που είναι, αν μη τι άλλο, περιττή. Όταν από την αρχή κιόλας δίδεται το τέλος, ποια θα είναι η κορύφωση και η κάθαρση; Το γεγονός αυτό αποδυναμώνει το κείμενο και συμπαρασύρει και την σκηνοθετική απόδοση του, η οποία ενώ έχει αρκετά καλά στοιχεία στερήθηκε της αναγκαίας βάσης ώστε να μπορέσει να εξελιχθεί ανάλογα.Επίσης ενώ οι χαρακτήρες έχουν μια δυναμική, οι μεταξύ τους διάλογοι υστερούν σημαντικά και παρά τις αρκετά καλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, δεν απέχουν πολύ (κυρίως λόγω των επαναλήψεων και των ρηχών νοημάτων) από διαλόγους τηλεοπτικής σειράς.
Συμπερασματικά (=) ενώ η παράσταση πραγματεύεται ένα εξαιρετικά επίκαιρο και συγκλονιστικό θέμα, εντούτοις, παρά τα επιμέρους «δυνατά» σημεία της, η επίγευση δεν είναι ανάλογη των προσδοκιών μας. Δεν παύει βέβαια να αποτελεί μια σημαντική κραυγή διαμαρτυρίας απέναντι στην έμφυλη βία στο χώρο της τέχνης, καθιστώντας απόλυτα σαφές ότι αποδοκιμάζει κάθε συμπεριφορά που πονά, θίγει, προσβάλει και ταπεινώνει την ψυχή ενός ατόμου.
Βαθμολογία
6,3/10
.
-k-
ΜΙΚΡΟ ΘΕΑΤΡΟ ΜΟΝΗΣ ΛΑΖΑΡΙΣΤΩΝ
«Ο εφιάλτης του κυρίου Κάκου» του Γρηγόρη Μήτα.
Ένας φαύλος κύκλος που διαιωνίζεται από νοοτροπίες, συμπεριφορές, πρακτικές. Ένας φαύλος κύκλος βίας που δεν κλείνει ποτέ: «Μια μέρα ο Βίος/ βίαιος έγινε/ και βίασε τη Βία/ Κι η Βία γέννησε κι αυτή/πάλι μιαν άλλη Βία/ που, όμως, έγιν’ εφιάλτης».
Σκηνοθεσία: Γρηγόρης Μήτας.
Ερμηνεύουν: Γιάννης Χαρίσης, Μάκι Κάκος, Κορίνα Αθανασούλα, Ελευθερία Τέτουλα, Χριστίνα Μαγκάκη.
Ήμερες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη, Κυριακή στις 19.00, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21.00.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2022 στην πόλη της Θεσσαλονίκης, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 11α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2022