Είδε η Ειρήνη Σοφιανίδου και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Το 1976 ο Αργεντινός Μάνουελ Πουίχ γράφει έχοντας καταφύγει στη Βραζιλία το μυθιστόρημα «Το φιλί της γυναίκας αράχνης», το οποίο έγινε ταινία το 1985. Η ταινία είχε μεγάλη καλλιτεχνική επιτυχία και χάρισε το Όσκαρ πρώτου ανδρικού ρόλου στον Γουίλιαμ Χέρτ που ενσάρκωσε το ρόλο του Λουίς Μολίνα.
Ο Πουίχ όντας ομοφυλόφιλος και με αριστερές πεποιθήσεις υπέστη πολλές διώξεις σε όλη του ζωή όχι μόνο για τα φρονήματά του αλλά και για τη σεξουαλικότητα του.
Στο «Φιλί της γυναίκας αράχνης» διαχωρίζει αυτά τα δύο στοιχεία της δικής του προσωπικότητας, πλάθει δύο ήρωες που ο ένας είναι αριστερός κι ο άλλος ομοφυλόφιλος και τους τοποθετεί στο κελί μιας φυλακής. Μέσα από τη συνύπαρξη των δύο αυτών εντελώς αντιθετικών ανθρώπων ο συγγραφέας καταθέτει ένα σημαντικό κομμάτι της δικής του εμπειρίας τόσο υπαρξιακής όσο και πολιτικής.
Στο Μπουένος Άιρες του 1970 σε ένα κελί φυλακής ,εν μέσω της δικτατορίας του Χόρχε Βιδέλα, βρίσκονται ο Λουίς Μολίνα, ένας τραβεστί άνδρας που εκτίει ποινή με την κατηγορία της αποπλάνησης ανηλίκου κι ο Βαλεντίν Αρεγουί, πολιτικός κρατούμενος που έχει συλληφθεί για την αντικαθεστωτική του δράση. Οι δύο αυτοί άνθρωποι προέρχονται από εντελώς διαφορετικούς και ασύμβατους κόσμους όμως έχουν κάτι κοινό, την ανάγκη τους για ελευθερία. Τοποθετώντας τους δύο ήρωες σε συνθήκες εγκλεισμού εστιάζει στην αναγκαστική τους συμβίωση και αναδεικνύει την αλληλεγγύη, την ανθρωπιά, την αποδοχή, την αγάπη την αξία της ζωής και την ελπίδα μέσα σε ένα επικίνδυνο παρόν και ένα αβέβαιο μέλλον.
Τη θεατρική δραματοποίηση λοιπόν του μυθιστορήματος είδαμε στο Άρτμποξ Φαργκάνη σε μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ και σε διασκευή και σκηνοθεσία του Κοραή Δαμάτη. Μια προσπάθεια αρκετά προσεγμένη αλλά και με αδυναμίες.
Ξεκινώντας από τα θετικά (+) σίγουρα θα αναφέρουμε το κείμενο, αντιδραστικό αλλά και διδακτικό με στόχο τη συμφιλίωση και την αφύπνιση, άλλωστε πρόκειται για έργο αντίστασης στη χούντα της Αργεντινής. Με στιγμές συγκίνησης, τρυφερότητας, έντασης αλλά και χιούμορ οικοδομεί μέσω μιας κατασκευασμένης συνθήκης τη σχέση των δύο ηρώων οδηγώντας τους στη μεγαλειώδη υπέρβαση του τέλους.
Πολύ ωραία τα σκηνικά και τα κοστούμια του Παύλου Ιωάννου. Έδωσαν με αληθοφάνεια την εικόνα ενός κελιού φυλακής με δυο κρεβάτια και τα απαραίτητα κάγκελα ενώ και τα σκηνικά αντικείμενα βοήθησαν στη φυσικότητα της κίνησης των ηθοποιών.
Οι φωτισμοί του Κοραή Δαμάτη ήταν σε πλήρη σύμπνοια με την ατμόσφαιρα σκοτεινιάς κι εγκλεισμού.
Εξαιρετικός ο Λουίς Μολίνα του Παντελή Καναράκη. Εγκλωβισμένος σε ένα σώμα που δεν ταιριάζει στην ψυχή του είναι συναισθηματικός κι ονειροπόλος. Αποδέχεται παθητικά τη μοίρα του κι ο μόνος τρόπος διαφυγής του από την πραγματικότητα του κελιού αλλά και της σκληρής ζωής γενικότερα οι μελοδραματικές ταινίες τις οποίες διηγείται γεμάτος πάθος στο συγκρατούμενό του, σαν να αφορούν άμεσα και προσωπικά τον ίδιο. Ο Καναράκης αποδεικνύει ότι εκτός από την κωμωδία έχει μεγάλες δυνατότητες και στους δραματικούς ρόλους. Απέδωσε την τραγικότητα του ήρωά του με βάθος έχοντας απόλυτα ρεαλιστικές συναισθηματικές μεταπτώσεις. Ευέξαπτος, εύθικτος αστείος, τρωτός, έπλασε μια περσόνα γοητευτική, αθεράπευτα ρομαντική που ερωτεύεται τον Βαλεντίν και το κελί γίνεται όλος του ο κόσμος, αφού έξω τον περιμένει μόνο το περιθώριο κι η απόρριψη. Πανέμορφα ευάλωτος στον τρόπο που παραδίνεται στον Βαλεντίν.
Στα αρνητικά (-): Λιγότερο αποτελεσματικός θα λέγαμε ότι ήταν ο Παναγιώτης Κατσίκης ως Βαλεντίν. Είναι το άλλο άκρο του διπόλου. Ένα καθαρόαιμο σκληρό αρσενικό, πολιτικοποιημένος, ανυποχώρητος. Δεν τον ενδιαφέρει η απόδραση από την πραγματικότητα αλλά η αλλαγή και η ανατροπή της. Μέλος αριστερής οργάνωσης αγωνίζεται για τη δημοκρατία. Είναι δογματικός και απόλυτα σίγουρος για την ορθότητα των πεποιθήσεών του. Μέσα από την ιδεολογία του αποκτά υπόσταση, χωρίς να φαίνεται να έχει άλλο βάθος και ουσία πέρα από τις πολιτικές του πεποιθήσεις. Ο Παναγιώτης Κατσίκης σχεδόν σε όλη την διάρκεια είχε μια ασάφεια στην ερμηνεία του, βρίσκοντας μια σχετική ισορροπία προς το τέλος. Επειδή έχτισε τον ρόλο του χωρίς θεμέλια ώρες ώρες γινόταν γραφικός κι οι στιγμές έντασης φάνταζαν υπερβολικές κι αναίτιες.
Ο Βαλεντίν και ο Μολίνα δεν έχουν κανένα σημείο επαφής. Μέσα από την αναγκαστική συνύπαρξη όμως στο ίδιο κελί δημιουργείται σταδιακά ένα κλίμα οικειότητας ανάμεσα στους δύο ανθρώπους, που μετεξελίσσεται σε αλληλεγγύη και αποκτά χαρακτηριστικά ερωτικής σχέσης. Ο τρόπος που διασκεύασε ο Κοραής Δαμάτης το μυθιστόρημα δεν ανέδειξε την εξέλιξη της σχέσης. Ήθελε μια πιο ξεκάθαρη οριοθέτηση των σταδίων από τα οποία πέρασε η συμβίωση των ηρώων. Υπήρχε μια βιάση που δε βοήθησε, κυρίως τον Παναγιώτη Κατσίκη, να δομήσει το ρόλο του.
Η σκηνοθεσία, πάλι του Κοραή Δαμάτη αν και δεν είχε τίποτα κραυγαλέο ή περιττό δεν προσέδωσε στην παράσταση τον απαραίτητο ρεαλισμό που θα ενίσχυε τη θεατρικότητα. Μας έλειψε η υπόκωφη, υπόγεια ένταση κι η κλιμάκωση της συγκίνησης καθώς προχωράμε προς το τέλος των ηρώων.
Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια παράσταση με μια ερμηνεία γεμάτη ευαισθησία από τον Παντελή Καναράκη, που μέσα από την συνύπαρξη δυο ετερόκλητων ανθρώπων μιλάει για την αποδοχή, την αλληλεγγύη, την ελευθερία σώματος και πνεύματος, την αγάπη αποδεικνύοντας ότι όσο διαφορετικοί κι αν φαντάζουν να είναι οι άνθρωποι η ανάγκη για επαφή, τρυφερότητα, σεβασμό είναι πάντα κοινή. Κάποιες σκηνοθετικές αδυναμίες κι η επιφανειακή ερμηνευτική προσέγγιση του Παναγιώτη Κατσίκη στέρησαν από την παράσταση τη δυναμική και τη συγκίνηση που θα μπορούσε να έχει.
Βαθμολογία: 6,1/10
Ακούστε τη ζωντανή συνέντευξη του Παντελή Καναράκη σε podcasts ή δείτε την οπτικοποιημένη στο Youtube
Πληροφορίες για τη παράσταση θα βρείτε εδώ