Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα

Facebook – Instagram
Η Εκάβη, η Ανδρομάχη κι οι Τρωάδες είναι η τριλογία στην οποία ο Ευριπίδης καταπιάνεται με τις συνέπειες του Τρωικού πολέμου και προσπαθεί να δει τα πράγματα από τη σκοπιά των ηττημένων. Μετά τις εξαιρετικά αδύναμες Τρωάδες του ΚΘΒΕ σειρά είχε η Εκάβη σε σκηνοθεσία Ιούς Βουλγαράκη την οποία και παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Δάσους.
Η Εκάβη διδάχτηκε το πιθανότερο στα 424 π. Χ και η δομή του έργου διαφέρει από την συνηθισμένη, που κατά τον Αριστοτέλη αποτελείται από την έκθεση , τη δέση και τη λύση. Εδώ έχουμε δύο ιστορίες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν δύο ξεχωριστές τραγωδίες. Στο πρώτο μέρος παρακολουθούμε τη θυσία της Πολυξένης ενώ στο δεύτερο την τιμωρία του Πολυμήστορα για τον φόνο του Πολύδωρου. Συνδετικός κρίκος η Εκάβη που ο Ευριπίδης την παρουσιάζει ως μητέρα και των δυο ( Πολυξένη, Πολύδωρος), αν και στον Όμηρο μητέρα του Πολύδωρου είναι η Λαοθόη. Μέσα από τους δύο μύθους ο Ευριπίδης πραγματεύεται το θέμα του πολέμου αλλά και της ελευθερίας και της σκλαβιάς. Γύρω από τους βασικούς πυλώνες όμως αναπτύσσονται ζητήματα όπως η ωμή βία, η ιδιοτέλεια, η περιφρόνηση κάθε θεϊκού κι ανθρώπινου νόμου, η ηθική κατάπτωση και η δημαγωγία. Ο Ευριπίδης αφουγκράζεται, επηρεάζεται, παρατηρεί και κρίνει όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, στους δύσκολους καιρούς που γράφει το έργο. Ο Πελοποννησιακός πόλεμος έχει αρχίσει. Αθηναίοι και Λακεδαιμόνιοι καθώς κι οι σύμμαχοί τους βυθίζονται στην αγριότητα χωρίς να λογαριάζουν δημοκρατικούς θεσμούς, δικαιοσύνη και αποδεικνύουν πως η ανθρώπινη βαρβαρότητα ελλοχεύει και αρκούν οι κατάλληλες συνθήκες για να εκδηλωθεί σαρωτική κι ασταμάτητη.

Βρισκόμαστε λοιπόν στη Θράκη όπου έχουν στρατοπεδεύσει οι Αχαιοί περιμένοντας να φυσήξουν ούριοι άνεμοι. Μαζί τους έχουν και τις Τρωαδίτισσες αιχμάλωτες ανάμεσα στις οποίες η Εκάβη κι η Πολυξένη. Το δράμα αρχίζει με το φάντασμα του Πολυδώρο, του μικρότερου γιου του Πρίαμου που έχει δολοφονηθεί από τον Πολυμήστορα, τον βασιλιά των Θρακών. Συστήνεται και περιμένει να συναντήσει τη μητέρα του για να τον θάψει και να μην περιπλανιέται, αφού ο δολοφόνος του τον πέταξε στην θάλασσα χωρίς να του αποδώσει νεκρικές τιμές.
Ακολουθεί είσοδος του χορού που υποβαστάζει τη γριά Εκάβη ενώ λίγο αργότερα εμφανίζεται ο Οδυσσέας και ανακοινώνει την απόφαση των Αχαιών να θυσιάσουν την Πολυξένη. Ακολουθεί δραματικός διάλογος ανάμεσα στην Εκάβη και τον Οδυσσέα με την Πολυξένη να παρεμβαίνει και με θάρρος και αξιοπρέπεια να αποδέχεται την απόφαση .Ούτως ή άλλως η σκλαβιά είναι βαρύτερη απ’ το θάνατο. Μετά το χορικό εμφανίζεται ο κήρυκας Ταλθύβιος που διηγείται τη θυσία και καλεί την Εκάβη να ετοιμάσει το σώμα της κόρης της για την ταφή.
Η Εκάβη στέλνει τη θεράπαινα να φέρει νερό να πλύνουν το σώμα της νεκρής Πολυξένης. Στο γιαλό βρίσκει το πτώμα του Πολύδωρου. Η Εκάβη συγκλονίζεται. Ο πόνος της είναι αβάσταχτος. Στην σκηνή με τον Αγαμέμνονα που ακολουθεί του ζητάει να τη στηρίξει για να πάρει εκδίκηση από τον Πολυμήστορα και τα παιδιά του. Εκείνος δέχεται και η Εκάβη βάζει μπρος το σχέδιο της. Καλεί στην σκηνή της τον Πολυμήστορα και μαζί με τις υπόλοιπες γυναίκες σκοτώνουν τα παιδιά του και τυφλώνουν τον ίδιο. Τότε εμφανίζεται στους Αχαιούς τυφλός και την κατηγορεί. Ο Αγαμέμνονας αθωώνει την Εκάβη θεωρώντας πως ο Πολυμήστορας με τις πράξεις του προκάλεσε τη δίκαιη τιμωρία του.
.
Πάμε τώρα σ’ αυτό που είδαμε ξεκινώντας με τα θετικά (+) της παράστασης…

Και είναι από τις σπάνιες φορές που θα ξεκινήσουμε με τα σκηνικά και τα κοστούμια τα οποία ήταν άκρως εμπνευσμένα. Μπαίνοντας στον χώρο του θεάτρου ο θεατής έβλεπε στην ορχήστρα χαλάσματα κτιρίων αλλά και ανθρώπινα μέλη, με τη μορφή αγαλμάτων που απέδωσαν με ακρίβεια τα αποτελέσματα ενός πολέμου με την καταστροφή πόλης και ανθρώπων. Ήταν το πεδίο μετά τη μάχη στο οποίο οι ηρωίδες, συντρίμμια κι οι ίδιες του ένδοξου παρελθόντος τους εξακολουθούν να βιώνουν τη «μοίρα των ηττημένων» καθώς ο πόλεμος έχει τελειώσει, όχι όμως κι η βία. Στο βάθος υπήρχε μια κατασκευή που είχε το σχήμα σκηνής. Η Μαγδαληνή Αυγερινού με βοηθό τον Δημοσθένη Κλιμενώφ δημιούργησε ένα από τα πιο επιτυχημένα λιτά, μίνιμαλ αλλά με νόημα σκηνικά που προκάλεσαν συναισθήματα στους θεατές πριν καν εμφανιστούν οι ηθοποιοί. Τα κοστούμια κινήθηκαν σε γήινα χρώματα, με χαρακτηριστικές λεπτομέρειες για τον κάθε ήρωα και σε φαρδιές γραμμές για τον Χορό που ήταν απόλυτα εναρμονισμένος με το σκηνικό. Όταν οι κοπέλες του χορού ξάπλωναν ανάμεσα στα συντρίμμια με τη βοήθεια και του φωτισμού δεν ξεχώριζαν από τα αγάλματα. Έδιναν την εντύπωση ότι ήταν μέρος του σκηνικού.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου ανέδειξαν όμορφα τα σκηνικά και συνέβαλαν στην ατμόσφαιρα του έργου.
Η μουσική του Νίκου Γαλενιανού ήταν επίσης από τα δυνατά στοιχεία της παράστασης . Τα χορικά ήταν ένας θρήνος των γυναικών της Τροίας, ανατριχιαστικός ,για τον χαμό της πόλης, της ζωής τους, της ελευθερίας και των δικών τους ανθρώπων. Θρήνος για τη βαριά σκλαβιά που τις περιμένει. Η παρουσία της μουσικού Αρτέμιδος Βαβάτσικα καθοριστική. Με το ακορντεόν της έδωσε βάθος, ένταση και εκτόπισμα στις φωνές του Χορού.
Η μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου ήταν ποιητική χωρίς να είναι επιτηδευμένη. Με λόγο απλό αλλά όχι απλοϊκό απέδωσε με σεβασμό όσα σπουδαία ήθελε ο Ευριπίδης να πει στους θεατές.
.
Όσον αφορά τις ερμηνείες ξεχώρισε αυτή του Άκη Σακελλαρίου στον ρόλο του Πολυμήστορα. Ανόσιος, αναξιόπιστος και ανήθικος δε διστάζει να κλέψει το τρωικό χρυσάφι μόλις πέφτει η Τροία και δολοφονεί αδίστακτα τον Πολύδωρο στερώντας του ακόμη και την ταφή. Ο ηθοποιός απέδωσε την πανουργία του ήρωα άριστα, προκαλώντας ειρωνικό μειδίαμα στους θεατές ενώ και στη σκηνή μετά την τύφλωση ήταν πολύ καλός. Με την εμφάνισή του έδωσε ώθηση στον ρυθμό του έργου που είχε πάρει την κατιούσα.

Ο Χορός ήταν πραγματικά το στολίδι της παράστασης. Οι Ασημίνα Αναστασοπούλου, Ελισσάβετ Γιαννοπούλου, Μαρία Κωνσταντά, Ευσταθία Λαγιόκαπα, Λυγερή Μητροπούλου, Ειρήνη Μπούνταλη, Αμαλία Τσεκούρα, Χρύσα Τουμανίδου τόσο ως ομάδα όσο κι η καθεμία ξεχωριστά , με τις εξαιρετικές τους φωνητικές και ερμηνευτικές δυνατότητες πλαισίωσαν την έκπτωτη βασίλισσα τους, ταυτίστηκαν με τον πόνο της, συμμερίστηκαν την αγανάκτηση και το μίσος της και τη βοήθησαν να εκδικηθεί τον δολοφόνο του Πολύδωρου.
Ως προς τις υπόλοιπες ερμηνείες η Πολυξένη της Μαρίνας Καλογήρου είχε αυτό που ζητούσε ο ρόλος. Υπερηφάνεια, αξιοπρέπεια, θάρρος κι αποφασιστικότητα κι όλα αυτά χωρίς να χάνει την ευθραυστότητα και την αθωότητά της.

Ο Θανάσης Κουρλαμπάς έχει μια απίστευτη υποκριτική φυσικότητα. Κι εδώ ως Οδυσσέας που ενώ χρωστά στην Εκάβη τη ζωή του ,σύμφωνα με την εκδοχή του Ευριπίδη, πείθει τους Έλληνες να θυσιάσουν την Πολυξένη και μάλιστα με επιχειρήματα αμιγώς πολιτικά, ήταν άρτιος. Με τις σωστές εντάσεις ανέδειξε τον καθοριστικό ρόλο του Οδυσσέα στο πρώτο μέρος του έργου.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ως Ταλθύβιος και ο Ερρίκος Μηλιάρης ως Πολύδωρος ανταποκρίθηκαν ικανοποιητικά σ’ αυτό που κλήθηκαν να ερμηνεύσουν συμβάλλοντας στο συνολικό αποτέλεσμα.
Η σκηνοθεσία της Ιούς Βουλγαράκη ήταν φροντισμένη. Ένωσε όμορφα όλα τα επιμέρους πετυχημένα στοιχεία κι απέδωσε τη σκοτεινή ατμόσφαιρα του έργου προσδίδοντας γοητεία στους ήρωες. Δημιούργησε πολλές εικόνες σχεδόν κινηματογραφικές τοποθετώντας τους θεατές στη συνθήκη του έργου.
.
Στις αδυναμίες (-) της σκηνοθεσίας τα άσκοπα πηγαινέλα της Πολυξένης, ο ρυθμός που στιγμές στιγμές επιβραδυνόταν με αποτέλεσμα να γίνονται «κοιλιές» και η μεγάλη ένταση κι οι φωνές του Χορού στο δεύτερο και μεγαλύτερο χορικό που σχεδόν κούρασε.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης ήταν δυστυχώς αδιάφορος ως Αγαμέμνονας. Ο σκοπός ήταν να φανεί ως άβουλος και παθητικός ηγέτης. Δεν παύει όμως να είναι βασιλιάς, αρχηγός της μεγαλύτερης ελληνικής εκστρατείας, αλαζόνας, επηρμένος. Όλα αυτά δε φάνηκαν. Συν του ότι δεν τον βοήθησε η φωνή ενώ είχε κι αδύναμη άρθρωση.

Αυτό όμως που στέρησε τη δυναμική στη παράσταση ήταν ο πυλώνας της. Το κεντρικό πρόσωπο, η πρωταγωνίστρια του δράματος. Η «Εκάβη» δεν είναι μια καλή στιγμή για την Ελένη Κοκκίδου. Με φωνή αδύναμη, ακατάλληλη για τραγωδία, σχεδόν μονότονη δεν κατάφερε να αποδώσει την πολυπλοκότητα της ηρωίδας, ούτε τις συναισθηματικές εντάσεις της. Στο πρώτο μέρος η Εκάβη αφηγείται την τραγική της μοίρα. Από τα ύψη του παλιού βασιλικού της μεγαλείου βυθίζεται στα τάρταρα της πιο σκληρής σκλαβιάς. Από μητέρα πενήντα παιδιών μένει άτεκνη χάνοντας, με τρόπο βάρβαρο και αδιανόητο, τα δύο τελευταία της σπλάχνα, τον Πολύδωρο και την Πολυξένη. Ο πόνος αβάσταχτος που εκφράζεται με κραυγές θρήνου από μια γυναίκα που μοιάζει ανίκανη για οτιδήποτε. Και ξαφνικά στο δεύτερο μέρος μετατρέπεται σε μια πανούργα, σκληρή γυναίκα που έχοντας πια χάσει κάθε ελπίδα και παίρνοντας δύναμη από το μίσος που την πλημμυρίζει με ωμή αγριότητα εκδικείται τον Πολυμήστορα. Όλα αυτά δεν υπήρχαν στην ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου. Ήταν επίπεδη και μονοδιάστατη ενώ επειδή ξεχνούσε τα λόγια της αναγκαζόταν να κάνει παύσεις που «την πετούσαν» έξω από τον ρόλο και μαζί μ’ αυτήν και τους θεατές. Κάποιες φωτεινές στιγμές υποκριτικής αρτιότητας δεν ήταν αρκετές για να σώσουν την κατάσταση.

Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια παράσταση που κινήθηκε σε κλασικές γραμμές με ωραίο κείμενο, φροντισμένη σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια που έκλεψαν τις εντυπώσεις, έναν Χορό κομψοτέχνημα που επισκίασε μια αδύναμη και με σκαμπανεβάσματα Εκάβη.
Βαθμολογία:
6/10
Βίντεο, τυχαία αποσπάσματα και υπόκλιση από τη πρεμιέρα στο θέατρο Δάσους
δ
Διαβάστε επίσης:

.

.
.
Δείτε & αυτά:
ΦΕΣΤΙΒΑΛ:
ΘΕΑΤΡΟ:
ΜΟΥΣΙΚΗ:
ΣΙΝΕΜΑ:
Φωτογραφικό υλικό