Είδε και σχολιάζει η Ειρήνη Σοφιανίδου.
Η συνεργασία του Θεάτρου Τέχνης με το Italian Focus και το θέατρο Αμαλία έφερε στη Θεσσαλονίκη τρεις ιταλικές παραγωγές από τις οποίες παρακολουθήσαμε, με υπέρτιτλους, το «Miracolo» σε κείμενο και σκηνοθεσία του Giuseppe Massa.
Οι πρωτοβουλίες αυτές θεωρώ ότι είναι εξαιρετικές και δίνουν τη δυνατότητα στο κοινό της πόλης να έρθει σε επαφή με το θέατρο και άλλων χωρών, με κάτι διαφορετικό. Δυστυχώς όμως το εγχείρημα δεν έτυχε της αποδοχής του κόσμου καθώς το θέατρο ήταν σχεδόν άδειο, τουλάχιστον στην παράσταση που παρακολουθήσαμε.
Έχοντας μεγάλη ανυπομονησία και ενθουσιασμό, με τη σκέψη ότι θα έχω την τύχη της θέασης μιας παράστασης σε ξένη γλώσσα και με ξένους ηθοποιούς, κίνησα να τη δω. Περίμενα πως θα ζήσω μια ιδιαίτερη εμπειρία.
Τελικά όμως ήταν όντως ιδιαίτερη εμπειρία; Η απάντηση είναι, «ναι». Όμως η αποτίμηση στο σύνολό της έχει, για μένα, αρνητικό πρόσημο.
Το έργο πραγματεύεται σε πρώτη ανάγνωση τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών που φτάνουν στις χώρες της Μεσογείου, ανάμεσα στις οποίες είναι και η Ιταλία. Πώς οι μετανάστες και οι πρόσφυγες χάνουν την ανθρώπινη υπόστασης τους και μετατρέπονται σε ένα «πρόβλημα» για τις χώρες υποδοχής, που προσπαθούν να το αποτινάξουν από πάνω τους; Σε ένα επόμενο επίπεδο ο συγγραφέας προσπαθεί να φωτίσει την αιώνια αντίθεση ζωής-θανάτου έχοντας ξεκάθαρες Μπεκετικές επιρροές.

.
Ήρωες του έργου δυο αδέρφια, ο Bernando και ο Antonio, που καλούνται να θάψουν το πτώμα ενός ξένου που έτυχε να πεθάνει στο χωριό τους. Το πρόβλημα ξεκινά όταν διαπιστώνουν πως το νεκροταφείο είναι πλήρες και οι μόνες διαθέσιμες θέσεις που έχουν απομείνει είναι οι δικές τους. Και αφού δεν υπάρχει περίπτωση να παραχωρήσουν την ταφική τους θέση σε έναν ξένο, πρέπει να «ξεφορτωθούν» το πτώμα. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, που δεν ξεπέρασε ευτυχώς για μας τους θεατές τη μια ώρα, ο αισιόδοξος και αφελής Antonioπροτείνει λύσεις τις οποίες ο ορθολογιστής Bernardo απορρίπτει με «λογικά» επιχειρήματα. Να τον πετάξουν στη θάλασσα. Δε γίνεται. Γιατί θα τον φάνε τα ψάρια και τα ψάρια θα φτάσουν στο πιάτο τους. Να τον κάψουν. Δεν γίνεται. Γιατί όλο και κάποιο απομεινάρι θα βρουν οι πυροσβέστες και τότε θα βρουν τον μπελά τους. Να τον κόψουν κομματάκια και να γεμίσουν μ΄ αυτά ένα καρπούζι. Δεν γίνεται. Γιατί δε βρίσκουν το θάρρος. Αφού δεν καταλήγουν πουθενά αποφασίζουν πως η μόνη λύση είναι να συμβεί ένα θαύμα- Miracolo. Να αναστηθεί ο νεκρός, έστω και για λίγο, για να πεθάνει στο διπλανό χωριό και να φορτωθεί αυτό την ευθύνη του. Κι αφού ούτε αυτό γίνεται οι δύο άντρες σκέφτονται τη φυγή στον Άρη ή στο φεγγάρι ώσπου στο τέλος τους παίρνει ο ύπνος για να περάσουν σε μια άλλη διάσταση, ίσως μιας άλλης ζωής.
Την ιδέα του έργου, σαν σύλληψη, τη βρήκα πολύ ενδιαφέρουσα. Ως προς την εκτέλεση πάλι έχω κάποιες ενστάσεις.Δε θα βαρεθώ να λέω ότι το θέατρο είναι επικοινωνία των δημιουργών στο σύνολό τους με τους θεατές, μία ισχυρή αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο. Το εκάστοτε έργο πρέπει να επικοινωνηθεί κι αν δεν καταφέρει να φτάσει στην πλατεία δεν έχει επιτύχει τον δημιουργικό του στόχο. Ωραία η πρωτοπορία και στα σκηνικά ευρήματα(φώτα, μουσική) και στον τρόπο υπόκρισης και στη σκηνοθεσίαόμως αν οι θεατές το βλέπουν και αναρωτιούνται «Τι θέλει να πει ο ποιητής», τότε κάτι δεν πήγε καλά.

Ας ξεκινήσουμε αναφέροντας πρώτα τις αδυναμίες (-) της παράστασης για να κάνουμε ένα θετικό κλείσιμο για τους φίλους μας τους Ιταλούς στα πλαίσια της ελληνικής φιλοξενίας.
Για το κείμενο του Giuseppe Massa δεν έχω να πω πολλά, καθώς ήταν στα ιταλικά και μάλιστα στην ιδιαίτερη διάλεκτο του Παλέρμο. Σαν να βλέπαμε ας πούμε εμείς μια παράσταση στην ποντιακή ή στην κρητική διάλεκτο. Οι διάλογοι των ηρώων είχαν αμεσότητα αλλά τίποτα το ιδιαίτερο. Η ροή του κειμένου είχε θέματα γιατί προσπάθησε ανεπιτυχώς να ενσωματώσει φιλοσοφικές και θρησκευτικές αναφορές, με αποκορύφωμα το εντελώς απότομο και ακατανόητο τέλος. Το πρόβλημα της παράστασης δεν ήταν μόνο το κείμενο, ήταν και η σκηνοθεσία (πάλι του Massa).
Ενώ όπως ήδη ανέφερα η διάρκεια δεν ξεπερνούσε τη μία ώρα, η ανία μού δημιούργησε την αίσθηση ότι κράτησε πολύ παραπάνω. Ο Massa φλερτάροντας ξεκάθαρα με τον Μπέκετ και συγκεκριμένα με το «Περιμένοντας τον Γκοντό» προσπαθεί να συνδυάσει ποιητικές εικόνες με ατμόσφαιρα παραλόγου όμως δεν το πετυχαίνει. Πολλές φωνές, αναίτιες από τον Bernardo, κάποιες άκυρες στιγμές που βάζει τους ήρωες του να χορεύουν, ή μάλλον για να είμαστε πιο ακριβείς να «χτυπιούνται» στο ρυθμό μιας μουσικής χωρίς κανέναν λόγο και αιτία και μάλιστα για αρκετά λεπτά, σε σημείο που να μου δημιουργεί εκνευρισμό. Οι θρησκευτικές εικόνες με την προσευχή ήταν άκυρες και βαρετές. Ανά τακτά χρονικά διαστήματα τους ήρωες τους διαπερνούσε κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα με τα φώτα να αναβοσβήνουν και ένα βουητό να πλημμυρίζει την αίθουσα. Αυτές οι ηλεκτρικές κενώσεις όμως δεν είχαν καμία δομική σύνδεση με τον ρουν του έργου.
Δηλαδή δεν σηματοδοτούσαν τίποτα. Ήταν απλώς ατάκτως ειρημένες μες στην παράσταση για λόγους καθαρά εντυπωσιασμού.
Σκηνικά δεν υπήρχαν εκτός από το ξύλινο φέρετρο που περίφεραν οι δύο ήρωες επί σκηνής κατά την αναζήτηση της θέσης ταφής. Λειτουργικό θα το χαρακτήριζα αλλά μέχρι εκεί.
Εδώ θα ήθελα να αναφερθώ στην παστή ρέγκα. Τα δύο αδέρφια βγάζουν, στην αρχή σχεδόν της παράστασης, μια παστή ρέγκα και την τρώνε. Τα αποφάγια τα αφήνουν πάνω στη σκηνή. Από τη μία έκανε τον χώρο να μυρίζει ψαρίλα. Ήταν τόσο έντονη η μυρωδιά που αποσπούσε την προσοχή των θεατών από τα δρώμενα. Μερικοί μάλιστα άλλαξαν θέση. Από την άλλη όμως καταλήγω ότι ήταν από τα δυνατά ευρήματα του Massa. Είναι ξεκάθαρη η υπόνοια για τον Matteo Salvini και τους πρόσφυγες που με ελαφρά τη καρδία άφησε να πνιγούν στα νερά της Μεσογείου. Κι ενώ οι ήρωες δε θέλουν να πετάξουν στη θάλασσα το πτώμα για να μη φτάσει στο τραπέζι τους μέσω των ψαριών , ήδη τρώνε ένα ψάρι. Είναι σαν να κλείνει το μάτι στον θεατή. Όσο και να θέλεις να αγνοείς την ύπαρξη αυτών των ανθρώπων τόσο η «μυρωδιά» θα σε διαπερνά.
Οι ερμηνείες συγκαταλέγονται στα θετικά (+). Πάρα πολύ καλός ο Antonio του Paolode Piazza. Με την ψηλόλιγνη κορμοστασιά του ήταν φυσικός και άμεσος. Έκανε τους θεατές να συμπαθήσουν την αφελή και αστεία φύση του. Ο Bernardo του Gabriele Cicirello, ο πιο εύσωμος, ήταν λίγο υπερβολικός και έντονος ακολουθώντας πιθανότατα σκηνοθετικές οδηγίες για να δημιουργηθεί ένα ερμηνευτικό δίπολο. Οι ήρωες θύμιζαν πολύ τον «Χοντρό και τον Λιγνό» οπότε η εικόνα ήταν αρκετά οικεία.
.
Η παράσταση είχε ευτυχώς αρκετά κωμικά στοιχεία που έδιναν ανάσες γέλιου μέσα στην ανία.
Κλείνοντας θα αναφερθώ στο πιο δυνατό σημείο της παράστασης. Την έναρξη. Είναι η μόνη που με συνεπήρε. Μπαίνοντας στην αίθουσα αντικρίσαμε στη σκηνή μια έγχρωμη γυναίκα (Gloria Arekekhuegbe) περιτριγυρισμένη από μεγάλες νάιλον σακούλες που δημιουργούσαν την αίσθηση της φούστας.

Μόλις έκλεισαν τα φώτα ξεκίνησε ένας τοκετός. Η γυναίκα άρχισε να βγάζει κραυγές και γέννησε την ξύλινη κάσα και τους δύο ήρωες που ξεπρόβαλλαν μέσα από τις σακούλες. Ήταν μια πάρα πολύ έντονη και εντυπωσιακή εικόνα. Η κραυγή της γυναικάς είναι ο πόνος που μας διαπερνά όλους όχι του θανάτου αλλά της ζωής. Το βρήκα εξαιρετικά ευρηματικό, ένα έργο που πραγματεύεται το θάνατο να ξεκινά με γέννα. Και δεν ήταν βέβαια καθόλου τυχαίο που η γυναίκα ήταν έγχρωμη. Να αναφέρουμε ότι το έργο τελειώνει με την ίδια γυναίκα που τους «γέννησε» στη σκηνή, να τους αλείφει, ενώ κοιμούνται, με άσπρη σκόνη που συμβολίζει μάλλον το πέρασμα στην άλλη ζωή, δημιουργώντας έτσι το σχήμα του κύκλου.
Αμήχανη στιγμή που οι θεατές δεν κατάλαβαν ότι το έργο τέλειωσε κι οι ηθοποιοί παρέμεναν στην σκηνή για μισό τουλάχιστον λεπτό περιμένοντας το χειροκρότημα, το οποίο δε θα ερχόταν ποτέ αν κάποιος, μάλλον υπάλληλος του θεάτρου, δεν έδινε το έναυσμα.
Συνοψίζοντας (=): Μια παράσταση με τόσο επίκαιρο και ανθρώπινο θέμα θα περίμενε κανείς να προβληματίσει και να αγγίξει περισσότερο. Ήταν λίγο από παράλογο, λίγο από σινεμά, λίγο από ποίηση. Γενικά ήταν «λίγο». Είχε καλά στοιχεία όπως οι ερμηνείες, οι κωμικές πινελιές και κάποια από τα ευρήματα. Οι σκηνοθετικές, όμως, κορώνες και το εντελώς αψυχολόγητο και απότομο τέλος γέρνουν την πλάστιγγα προς τα κάτω. Τελικά το μυστικό βρίσκεται στην απλότητα. Δε θα μου έλειπε αν δεν την είχα δει.
Βαθμολογία:
5,1/10
.
Δείτε & αυτά:
Φωτογραφικό υλικό