«Κάτω από το Γαλατόδασος» με ποίηση, θεατρικότητα και «αλλά»… Είδαμε στο θέατρο Αυλαία & Σχολιάζουμε.
Ο θεατρικός «οργασμός» των ημερών στην πόλη, είναι σίγουρο ότι προσφέρει στον υποψήφιο θεατή μεγάλη γκάμα επιλογών από ένα πολυποίκιλο ρεπερτόριο. Στο οποίο χωρούν σχεδόν τα πάντα… Και μέσα σε αυτά και ιδιαίτερες προτάσεις, που από τις πρώτες ενημερωτικές πληροφορίες, μοιάζουν ελκυστικές. Απομένει στον θεατή να αποτιμήσει τη ζώσα πραγματικότητα της παράστασης με τα δικά του κριτήρια και να επιβεβαιώσει ή όχι του λόγου το αληθές. Πόσο τον άγγιξε σε οποιοδήποτε επίπεδο και τί απεκόμισε φεύγοντας… Ουσιώδη ερωτήματα που μας απασχόλησαν παρακολουθώντας την παράσταση «Κάτω από το Γαλατόδασος» του Ουαλού ποιητή Ντύλαν Τόμας, σε σκηνοθεσία Δαμιανού Κωνσταντινίδη, από την ομάδα Angelus Novus στο θέατρο Αυλαία. Και επιχειρούμε να μεταφέρουμε κάποιες απαντήσεις, με τον τρόπο που διαμορφώθηκαν κατά τη θέαση…
Πρόκειται για εγχείρημα που δεν αφορά σε «έργο» με την συμβατική έννοια, καθώς λείπουν η πλοκή και το «αρχή- μέση- τέλος». Μάλλον ένας δραματοποιημένος ποιητικός λόγος που αφορά σε μικρές ιστορίες – με διαλόγους και αφηγήσεις, των κατοίκων ενός ιδιαίτερου χωριού, όπου διάφοροι ευφάνταστοι χαρακτήρες εμπλέκονται και συνθέτουν μια ξεχωριστή κοινότητα. Από την οποία παρακολουθούμε μια αντιπροσωπευτική μέρα, διαπιστώνοντας να κυριαρχούν η φωτεινή, αθώα και συχνά αστεία πλευρά της ζωής, το δέσιμο με τη φύση, τα ερωτικά σκιρτήματα, μια «παράδοξα» απλοϊκή καθημερινότητα, παράλληλα με μια αδιόρατη πικρή ή μελαγχολική όψη «συνομιλώντας» με τους απόντες… Περισσότερο ή λιγότερο σουρεαλιστικοί χαρακτήρες, σαν τον Καπετάν Γάτο με τις θαλασσινές αναμνήσεις, την υστερική ιδιοκτήτρια πανσιόν κυρία Όγκμορ, τον απρόβλεπτο Όργκαν Μόργκαν, την ελευθερίων ηθών Πόλυ Καλτσοδέτα, τον αιδεσιμώτατο Ελιάρ και αμέτρητοι άλλοι, παρελαύνουν επί σκηνής με το απίθανο στίγμα του ο καθένας, άλλοτε χιουμοριστικό ή υπερβατικό κι άλλοτε τρυφερό ή συγκινητικό, ως κομμάτια ενός μεγάλου παζλ που απεικονίζει ένα ειδυλλιακό, ζωντανό χωριό με δόσεις χαριτωμένης «τρέλας»…
Ελκυστικό στοιχείο της παράστασης ως θέαμα (+), θα χαρακτηρίζαμε αναμφίβολα την ευρηματική σκηνοθεσία του Δαμιανού Κωνσταντινίδη.
– Ο οποίος δημιούργησε ένα εμπνευσμένο, πολυσύνθετο «κολλάζ» των ηρώων και των ιστοριών τους, ενώ ανέδειξε με έντονη θεατρικότητα την ιδιαιτερότητα των χαρακτήρων, εστιάζοντας στην κωμική, ανάλαφρη πλευρά. Και το πέτυχε με έναν ισορροπημένο και εύστοχο συνδυασμό σουρεαλισμού και ρομαντισμού, φλερτάροντας με γκροτέσκο στοιχεία και τρυφερές πινελιές, σε μια ατμόσφαιρα που θύμισε κάτι από τις υπερβάσεις ενός παραμυθιού, προσφέροντας ενδιαφέρον σκηνικό αποτέλεσμα. Χωρίς τη βοήθεια κανενός σκηνικού, όλη η αναπαράσταση και οι εικόνες προέκυψαν μέσα από έξυπνη δραματοποίηση με λειτουργικά ευρήματα και μικρές συμβολικές λεπτομέρειες, αξιοποιώντας ευφάνταστα την χωροταξία της σκηνής, την κινησιολογία, τη σωματική έκφραση, τα καλοδουλεμένα φωνητικά. Άλλωστε περιγράφεται ως «έργο για φωνές» και εν προκειμένω οι φωνές πέραν του λόγου, έντυσαν ηχητικά και μουσικά την παράσταση με θαυμάσιες πολυφωνικές ερμηνείες. Κι όλα αυτά με συνεχή, ζωντανό ρυθμό στις διαρκείς εναλλαγές, όπου 8 πρόσωπα υποδύθηκαν πολλαπλάσιους ρόλους και σε αυτό το σημείο εντοπίζουμε ένα πρώτο «αλλά» που θα αναφερθεί παρακάτω…
– Στο ερμηνευτικό σκέλος, άξιοι αποδείχθηκαν και οι 8 ηθοποιοί -4 άνδρες και 4 γυναίκες- αν και θεωρούμε ότι οι γυναίκες ελαφρώς ξεχώρισαν με έναν πιο καθαρό επαγγελματισμό, σε ένα σύνολο ωστόσο γερά δεμένο και συγχρονισμένο με ακρίβεια. Όπου η ευχέρεια στις άμεσες αλλαγές ρόλων, υποδυόμενοι ο καθένας πάνω από 5-6 πρόσωπα, υπήρξε αξιοθαύμαστη, παράλληλα με την επιτυχημένη, καλοδουλεμένη κινησιολογία, την εύστοχη κωμικότητα, την ατμοσφαιρική συγκίνηση περιστασιακά, την ισορροπημένη απόδοση του σουρεαλιστικού στοιχείου με σωστές δόσεις ενέργειας και μελετημένης υπερβολής. Και επιπλέον δυνατό στοιχείο των περισσοτέρων, οι εκπαιδευμένες φωνές σε ιδιαίτερες μουσικές απαιτήσεις, τραγουδώντας σόλο ή χορωδιακά- πολυφωνικά με εντυπωσιακή ακρίβεια και σταθερότητα. Πέραν τούτων, κατάφεραν να μεταδώσουν συλλογικά μια γοητευτική αθωότητα, ποιητική τρυφεράδα, αυθεντική χαρά της ζωής, αιωρούμενοι ανάμεσα στη φαντασία και τον ρεαλισμό…
– Όπως ήδη αναφέραμε, σκηνικό δεν υπήρχε καθόλου, πέρα από ένα πανώ στο βάθος που «αποκάλυψε» το ξημέρωμα της μέρας για τους χωρικούς και τους «κάλυψε» στο τελείωμά της, συν κάποια μικρά αξεσουάρ, ενώ η μουσική ως ηχητικά και τραγούδια, αποδόθηκε αποκλειστικά και υπέροχα από τις φωνές. Από τους συμβατικούς φωτισμούς, είναι αλήθεια περιμέναμε περισσότερα, σε αντίθεση με τα πολύ εύστοχα για τη σημειολογία των χαρακτήρων κοστούμια, σε αποχρώσεις του λευκού της απλότητας/ αθωότητας και με γήινες πινελιές.
Ερχόμενοι στα «αλλά» (–), θα αναφερθούμε καταρχήν στο κείμενο και ίσως ακούγεται παράδοξο, όταν πρόκειται αντικειμενικά για πυκνότατο ποιητικό λόγο. Μόνο που αυτό λειτουργεί ταυτόχρονα ως δύναμη και αδυναμία της παράστασης. Διότι όντως ο συμπυκνωμένος λυρισμός, οι έντονα ποιητικές εκφράσεις, ο σχεδόν καταιγιστικός ρυθμός λέξεων φιλοτεχνώντας εικόνες και αισθήματα, δίνουν στο κείμενο και τη γλώσσα του μια δύναμη μοναδική, με πηγή έμπνευσης την ζωή ενός φανταστικού χωριού… ή ίσως επιθυμητού, ως συμβολισμός μιας ουτοπίας για τη χαμένη αθωότητα, τη χαμένη ελευθερία της «τρέλας». Ακριβώς όμως αυτή η πληθωρικότητα της ποίησης, καθιστά το κείμενο ιδανικό για ανάγνωση ή απλή αφήγηση, προκειμένου να αφομοιωθεί με απόλαυση το πυκνό του περιεχόμενο, ενώ η δραματοποίησή αδικεί τόσο το κείμενο, όσο και το εγχείρημα. Διότι, παρά την προσπάθεια, είναι αδύνατο να συγκρατήσει ο θεατής- και φυσικά να απολαύσει όπως του αξίζει- έναν καταιγιστικό ποιητικό λόγο, μοιράζοντας την προσοχή του μοιραία στο θέαμα, που ως πιο ισχυρό ερέθισμα επικρατεί και μεγάλο κομμάτι της ποίησης χάνεται ή λειτουργεί ως «υπερδοσολογία» στις αισθήσεις…
Ένα δεύτερο «αλλά» αφορά στη σκηνοθετική διαχείριση των πολλαπλών ρόλων, καθώς τα πρόσωπα με τις συνεχείς (αλλά όχι ξεκάθαρες πάντα) εναλλαγές και τις ιστορίες τους, με κάποιο τρόπο εμπλέκονται «θολά», χάνοντας εν μέρει οι σκηνές την αυτοδυναμία και ταυτότητά τους και δημιουργώντας περιστασιακά σύγχυση ως προς το ποιος είναι ποιος… Και δεν καταλαβαίνουμε την αναγκαιότητα συνύπαρξης τόσων πολλών χαρακτήρων σκηνικά σε σημείο να χάνεις τελικά το λογαριασμό, σε ένα κείμενο ήδη «υπερφορτωμένο», όταν μια αφαιρετική διασκευή ως «αποσυμφόρηση», θα βοηθούσε σε πιο ουσιαστική παρακολούθηση. Πέραν αυτών όμως, ως τρίτο «αλλά», μας έλειψε η ολοκληρωμένη δομή ενός έργου που οδηγείται πάνω σε άξονες προς διακριτό «κάπου», αντί μιας -έστω εξαιρετικά ποιητικής- «φλυαρίας» χωρίς αφετηρία και ορατό προορισμό.
Συνοψίζοντας (=), οι απαντήσεις στα αρχικά ερωτήματα λένε ότι η παράσταση άγγιξε ως θέαμα με την ευρηματική σκηνοθεσία και τις αποδόσεις των ηθοποιών, ωστόσο, παρά την ποιητικότητά της που θεωρούμε ότι «ασφυκτιούσε», αυτό που πήραμε φεύγοντας ήταν τελικά φτωχό…
ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ:
5,5 ΣΤΑ 10
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΣΗΜΕΡΑ ΚΥΡΙΑΚΗ 18/12/2016 – ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΕΔΩ
—————————–
#Κουλτουρόσουπα #kulturosupa #Θεατρομανία #ΕίδαμεΚαιΣχολιάζουμε #ΠίτσαΣτασινοπούλου #ΘεατροΑυλαία #ΚάτωΑπόΤοΓαλατόδασος #ΝτύλανΤόμας #ΟμάδαAgelusNovus #ΔαμιανόςΚωνσταντινίδης
Φωτογραφικό υλικό