Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα
Πενήντα σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη προβολή του στην ελληνική τηλεόραση, ένα από τα πλέον αντισυμβατικά έργα της σύγχρονης λογοτεχνίας έρχεται, για μία ακόμη φορά,να «ταράξει τα νερά». Ο λόγος για το φημισμένο, επίκαιρο όσο ποτέ, έργο του Κώστα Μουρσελά, «Εκείνος και εκείνος»,που παρακολουθήσαμε στο Θέατρο Κήπου, σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα, με τους Γιώργο Κωνσταντίνου και Αλέξανδρο Ρήγα στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Για τους μεγαλύτερους από εμάς το έργο δεν χρειάζεται συστάσεις. Όλοι θυμούνται την ομώνυμη, σατιρική τηλεοπτική σειρά που προβάλλονταν στην ΕΡΤ (1972 – 1974) με το δίδυμο των Βασίλη Διαμαντόπουλου και Γιώργου Μιχαλακόπουλου στους βασικούς ρόλους. Η σειρά, αποτελούνταν από 103 δεκαπεντάλεπτα επεισόδια, τα οποία δεν σώζονται σήμερα, εκτός από ένα απόσπασμα από το επεισόδιο “Το αυγό”. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα (1989) προβλήθηκε στην ΕΤ2 ένα ριμέικ της σειράς, με τους ίδιους πρωταγωνιστές, που αποτελούνταν από 13 ημίωρα επεισόδια, τα οποία επαναπροβλήθηκαν τα επόμενα χρόνια.
Το έργο ακολουθεί τις ζωές δύο μποέμ, αντι-στερεοτυπικών τύπων, του Λουκά και του Σόλωνα, που επέλεξαν να ζήσουν στο περιθώριο θεωρώντας ότι το σύστημα, το «αυγό», όπως το αποκαλούν, υποδουλώνει το πνεύμα του ανθρώπου και περιορίζει την ελευθερία του. Μέσα από τις συζητήσεις και τα ερωτήματα που διαρκώς θέτουν, σατιρίζουν το κατεστημένο, προσπαθούν να κατανοήσουν τον παραλογισμό του και έμμεσα προτείνουν ένα δικό τους, ιδεατό, μοντέλο ζωής που εστιάζει στην απόλυτη ελευθερία.

Στα θετικά (+) το «Εκείνος και εκείνος» αποτελεί ένα από τα ευφυέστερα έργα του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα Κώστα Μουρσελά. Πρόκειται για ένα έργο γλυκόπικρο, κωμικό μέσα στην τραγικότητά του, που εμβαθύνει στα κοινωνικά και προσωπικά αδιέξοδα του σύγχρονου ανθρώπου. Μέσα από τα μάτια των βασικών ηρώων – δύο ανθρώπων που επέλεξαν να ζουν άστεγοι, πεινασμένοι και βρώμικοι για να κρατήσουν καθαρό το πνεύμα τους,παρουσιάζει την ανατομία της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας και με οξυδερκή σάτιρα στηλιτεύεικάθε παθογένεια του συστήματος. Ο λόγος του κειμένου είναι απλός, καθημερινός (με εξαίρεση την αρχαϊζουσα που χρησιμοποιεί ο πρώην νομικός Σόλων), ταυτόχρονα όμως βαθυστόχαστος. Τα φιλοσοφικά ερωτήματα πέφτουν βροχή και διαποτίζουν τους θεατές, οι δε κωμικές ατάκες χαρίζουν γέλιο που καταλήγει ανεπαίσθητα σε βαθύ προβληματισμό. Είμαστε τελικά πραγματικά ευτυχισμένοι μέσα στο «αυγό» ή μήπως ζούμε μια εικονική πραγματικότητα (για να μιλήσουμε με πιο σύγχρονους όρους), που μας γεμίζει αυταπάτες ευτυχίας;
Στα θετικά της παράστασης συγκαταλέγεται και η σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ρήγα, η ο ποία κινήθηκε λιτά αλλά αποτελεσματικά, χωρίς ιδιαίτερα σκηνοθετικά ευρήματα και υπερβολές, αναδεικνύοντας τη δύναμη του κειμένου. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, στην ψυχογράφηση των δύο βασικών χαρακτήρων, οι οποίοι, με την εξέλιξη των διαλόγων, αποκάλυπταν συνεχώς νέα στοιχεία για την προσωπικότητά τους αλλά και τον βαθύ δεσμό φιλίας και συντροφικότητας που τους συνέδεε. Έχοντας να διαχειριστεί ένα «εγκεφαλικό» βασικά κείμενο, ο σκηνοθέτης άφησε χώρο στους πρωταγωνιστές να εκφραστούν αλλά και να αποδώσουν την ουσία του έργου – μια σκηνοθετική επιλογή, η οποία σε συνδυασμό με τις πολύ καλές ερμηνείες των πρωταγωνιστών κέρδισε το κοινό. Ιδιαίτερα προσεγμένη υπήρξε, επίσης, η επιλογή των επεισοδίων που παρουσιάστηκαν επί σκηνής, τα οποία «έδεναν» μεταξύ τους και αποτέλεσαν ένα σύνολο με νοηματική ενότητα, παρά την συνεχή εναλλαγή των σκηνών και των σκηνικών.

Ο αγαπημένος μας Γιώργος Κωνσταντίνου υπήρξε πραγματικά απολαυστικός. Απέδωσε εξαιρετικά τον «αφελή» Λουκάπου με αθωότητα μικρού παιδιού, παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στην ζωή του, συνέχιζε να στοχάζεται, να διατυπώνει ερωτήματα, να φιλοσοφεί και να επιλέγει, χωρίς δεύτερη σκέψη, τον δύσκολο δρόμο της ελευθερίας. Σε έναν ρόλο ομολογουμένως ιδιαίτερα απαιτητικό, καθώς ακροβατούσε διαρκώς ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία, απέδειξε ότι κατέχει άριστα και τα δύο είδη και μπορεί να ελίσσεται υποκριτικά ανάμεσά τους με εξαιρετική άνεση. Με συγκινητική εκφραστικότητα, πηγαία κωμικότητα, με πάθος, ένταση, ενέργεια, εκρήξεις όπου χρειαζόταν, ενσάρκωσε τον ιδιαίτερο αυτό χαρακτήρα με ξεχωριστό τρόπο, αποθέτοντάς του την δική του προσωπική σφραγίδα. Αν μη τι άλλο υποκλιθήκαμε στο ταλέντο και την δύναμη ψυχής του σπουδαίου αυτού ηθοποιού που, πέρα από τον σεβασμό και την εκτίμησή μας, δικαίως κέρδισε το θερμότερο χειροκρότημα.

Ο Αλέξανδρος Ρήγας απέδωσε επίσης εξαιρετικά το «έτερον ήμισυ» του Λουκά, τον διανοούμενο Σόλωνα, έναν πρώην δικηγόρο που θυσίασε την οικογένεια και την χλιδή της προηγούμενης ζωής του, για να ζήσει ένα ταξίδι ελευθερίας μέσα στους δρόμους της πόλης. Απέδωσε με χιούμορ, σαρκασμό, ακρίβεια και ρεαλισμό τον χαρακτήρα του,με αξιόλογη εκφορά λόγου.Το όλο παρουσιαστικό του, η εκφραστικότητα, η κωμικότητα, η στωικότητα αλλά και η αποφασιστικότητα του ανέδειξαν όλα τα γνωρίσματα ενός ανθρώπου που είναι πλήρως συνειδητοποιημένος, έχει κάνει τις επιλογές του και δεν διστάζει να τις υπερασπιστεί παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στην καθημερινότητά του. Ένα δεμένο ερμηνευτικά σύνολο, υψηλού επαγγελματικού επιπέδου, με απολαυστικές, γλυκόπικρες στιγμές.
Πολύ καλή εμφάνιση και από τους δύο νεότερους ηθοποιούς που συμμετείχαν στην παράσταση, τον Παναγιώτη Κουρτέση και την Μαρία Καμακάρη, που απέδωσαν με ζωντάνια, υποκριτική άνεση, επιμελημένη κίνηση και καλή άρθρωση τους λοιπούς χαρακτήρες του έργου.
Η μουσική επιμέλεια της παράστασης από τον ίδιο τον σκηνοθέτη περιορίστηκε στα αποσπασματικά ακούσματα γνωστών τραγουδιών, συμβατών με την διάθεση του έργου, με κυρίαρχο το ιταλικό Bellaciao, ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά επαναστατικά τραγούδια, που συνοδεύει τελευταία πολλές παραστάσεις με παρόμοιο θέμα.

Το σκηνικό του Γιάννη Σπανόπουλου, λιτό και ρεαλιστικό, απέδωσε σε βασικές γραμμές επιτυχημένα τους χώρους που κινούνταν οι δύο ήρωες. Μια στάση λεωφορείου, ένα παγκάκι, οι στύλοι με τα φώτα του πάρκου, λίγα έπιπλα για το εσωτερικό του αστυνομικού τμήματος που εναλλάσσονταν για τις ανάγκες της κάθε σκηνής, ήταν αρκετά για να αποδώσουν την όλη ατμόσφαιρα του έργου και να αποδώσουν οπτικά το πεδίο δράσης των πρωταγωνιστών. Ένα σκηνικό απλό, επαρκές όμως, που άφηνε χώρο κίνησης στους ηθοποιούς, το οποίο συμπλήρωναν οι φωτισμοί του Πέτρου Γάλλια που τόνισαν τις συναισθηματικές διακυμάνσεις των ηρώων.
Συμβατά με το ύφος της παράστασης και τα κοστούμια της Ελένης Μπλέτσαπου ανέδειξαν το κωμικό στοιχείο του έργου και ιδίως η αμφίεση του Σόλωνα, με το μπαλωμένο παντελόνι, τον τρύπιο σκούφο και τον σκελετό από γυαλιά (χωρίς κρύσταλλα) που απέδιδαν ρεαλιστικά την εικόνα του ταλαιπωρημένου άστεγου ταξιδευτή.
Μια μικρή παρατήρηση (-), τέλος, ως προς την μουσική επένδυση της παράστασης, η οποία θα μπορούσε να εμπλουτιστεί με ποικιλία ήχων, είτε σύγχρονων, είτε παλαιότερων, κωμικών, ρομαντικών ή και μελαγχολικών ακόμα, που θα της προσέδιδαν ένα ιδιαίτερο, χαρακτηριστικό της ταυτότητάς της, ηχόχρωμα, το οποίο τα «δανεικά» ακούσματα της στέρησαν.
Συμπερασματικά (=), παρακολουθήσαμε μια απολαυστική, μεστή νοημάτων, και ιδιαιτέρως ευχάριστη παράσταση, με εξαιρετικές ερμηνείες, πλούσια σε κωμικές αλλά και βαθιά συγκινητικές στιγμές. Μια παράσταση, πραγματική τροφή σκέψης και προβληματισμού, φεύγοντας από την οποία πήραμε μαζί μας το πλήθος των ερωτημάτων που, αφειδώς, μοίρασαν στο κοινό οι γλυκύτατοι «αλήτες» του Μουρσελά…
Βαθμολογία:
7,1/10