Αξιοπρεπή απόδοση του βιβλίου η παράσταση «Το Ημερολόγιο Της Άννας Φρανκ» στο Χυτήριο.
Είδαμε και σχολιάζουμε…
Πόσο επίκαιρα μπορεί να ηχεί σήμερα «Το Ημερολόγιο Της Άννας Φρανκ»; Η ομώνυμη παράσταση σε σκηνοθεσία Αλεξάνδρου Κοέν και σε μετάφραση Βάσιας Παναγοπούλου-Δημήτρη Μοθωναίου ξαναζωντανεύει το παραπάνω κείμενο και μας βάζει σε σκέψεις, καθώς μας καλεί να κάνουμε αναπόφευκτα παραλληλισμούς με ορισμένα χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής: με το ρατσισμό, με την παγκόσμια άνοδο του ναζισμού, τη γενικότερη κρίση –της οικονομίας, των θεσμών και αξιών- την απεμπόληση ιδανικών, τον εξευτελισμό της αξίας του ανθρώπου, τον πόλεμο, την καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και τη στέρηση ελευθεριών.
Ωστόσο, μέσα σε όλο αυτό το μπάχαλο και τις παραφωνίες του κόσμου (του σημερινού, του παρελθόντος και προφανώς και του μέλλοντος) υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που ονειρεύονται και συνεχίζουν να προσδοκούν χωρίς να χάνουν το κουράγιο τους, με την αφέλεια και την ελαφράδα ενός ξένοιαστου παιδιού. Ένας από αυτούς είναι η ξακουστή Άννα Φρανκ, αυτή η σοφή και άτυχη παιδούλα που με τα γραπτά της πέρασε στην ιστορία και νίκησε το θάνατο, όπως το επιθυμούσε («Θέλω να συνεχίσω να ζω μετά το θάνατό μου»).

Έπειτα από μια εισαγωγή με τα σχόλια του Κώστα Γεωργουσόπουλου (σε βίντεο), της Κωνσταντίνας Κούνεβα και του Δημήτρη Παπαχρήστου επάνω στη μορφή της Άννας Φρανκ, τη σκέψη της και τους καιρούς που ζούμε, άρχισε η παράσταση. Όλα τα πρόσωπα εμφανίστηκαν στο κοινό, παραταγμένα στη σειρά και μετωπικά στο θεατή κοιτάζοντάς τον έντονα και υπογραμμίζοντας τη συμμετοχή του στη θεατρική διαδικασία, καθώς ο θεατής αποτελεί «τμήμα του θεατρικού πλαισίου», όπως έχει τονίσει και ο Erving Goffman («Les Cadres de l’Expèrience»).
Ο πατέρας (Γιάννης Νταλιάνης) της Άννας πήρε το λόγο και ξεκίνησε η αφήγηση. Σιγά-σιγά, αρχίσαμε να εισχωρούμε στο περιβάλλον αυτής της οικογένειας, όπως και των συγκατοίκων τους, πήραμε μια γεύση από τον τρόπο ζωής τους ενώ με διάφορα σχόλια μάθαμε (ή κάναμε μια επανάληψη για όσους έχουν διαβάσει το βιβλίο) για τα πρόσωπα αυτής της ιστορίας: τις απογοητεύσεις τους, τα άγχη και την αγωνία τους γα το μέλλον, τις ελπίδες και τα όνειρα μιας μελλοντικής ελεύθερης ζωής.
Κεντρικός πυρήνας της αφήγησης αποτελεί, βέβαια, η νεαρή Άννα γύρω από την οποία περιστρέφονται όλοι οι άλλοι και σχηματίζουν τον κόσμο της. Χαρακτηριστικό είναι ότι στο θέατρο, και χάρη στις αξιοπρόσεχτες ερμηνείες, δίνονται διάφορες οπτικές γωνίες και ο θεατής μπορεί να συμμεριστεί τα προβλήματα του κάθε χαρακτήρα πιο ζωντανά, αν συγκρίνουμε με το βιβλίο όπου δίνεται η οπτική γωνία της Άννας μέσα από τα γραπτά της. Για παράδειγμα, η μητέρα (Κερασία Σαμαρά) με την οποία η μικρή έρχεται σε συνεχή σύγκρουση παρουσιάζεται τόσο εύθραυστη και ανθρώπινη.
Ο εγκλεισμός, η απομόνωση, τα αίσθημα της στέρησης –της γενικότερης στέρησης: φαγητού, πληροφορίας, αέρα, ελευθερίας- και η φυλάκιση γενικότερα γίνεται όλο και πιο αισθητή, καθώς περνά η ώρα για το κοινό και ο χρόνος για τα πρόσωπα τα οποία σε ένα ξαφνικό συγκινητικό ξέσπασμα θα αρχίσουν να απαριθμούν τι θα κάνουν μόλις απελευθερωθούν: θα πιουν έναν περιποιημένο καφέ, θα κάνουν πικ-νικ, ένα ζεστό μπάνιο, θα φάνε κέικ-σοκολάτα .. Μικρές απολαύσεις της ζωής, που εμείς τώρα πια θεωρούμε δεδομένες, και που όμως με αυτήν τους τη διατύπωση έρχονται να μας υπενθυμίσουν πόσο όμορφη καθιστά τη ζωή το αγαθό της ελευθερίας.
Τα σκηνικά είναι λιτά και ψυχρά χωρίς ιδιαίτερες διακοσμητικές λεπτομέρειες και με λαμαρίνες που βρίσκονται στη θέση των τοίχων. Η σκληρότητα και η ψυχρή πραγματικότητα βρίσκουν μια έκφραση μέσα από το παραπάνω ντεκόρ. Διάφορες σωληνώσεις χωρίζουν τα υποτιθέμενα δωμάτια και χάρη σε ένα σκηνοθετικό εύρημα δίνεται η δυνατότητα στο θεατή να παρακολουθεί ταυτόχρονα δύο πράξεις που εξελίσσονται η μία δίπλα από την άλλη. Ένα είδος μοντάζ μέσα στο θέατρο, θα λέγαμε.
Δεν λείπουν και κάποια βίντεο, σε κρίσιμες στιγμές αναμνήσεων, με πολύ κοντινά πλάνα προσώπων. Με αυτή τη μέθοδο, καθίσταται ορατό και αξιο-σημείωτο αυτό που πρέπει να σημειωθεί (σύμφωνα με τη ρήση του Roland Barthes) και που μόνο η φιλμική αναπαράσταση έχει τα μέσα να κατευθύνει το βλέμμα του θεατή και του παρέχει τη δυνατότητα να δει σε λεπτομέρεια, ας πούμε, τις συσπάσεις ενός προσώπου.
Οι ερμηνείες είναι γενικά καλές, όπως και της πρωταγωνίστριας (Σταυρούλα Μάκρα) η οποία παρουσιάζει μια ομοιότητα με το πρόσωπο της Άννας Φρανκ, όπως το γνωρίζουμε από φωτογραφίες.
Ο μετασχηματισμός ενός κειμένου σε θεατρική παράσταση προϋποθέτει λεπτή επεξεργασία του έργου και δεξιοτεχνία των δημιουργών για να προσεγγίσουν το ύφος του αρχικού λόγου, να μην προδώσουν το πνεύμα του συγγραφέα και να μετατρέψουν τον αναγνώστη σε θεατή. Όλοι οι συντελεστές της παράστασης συνέβαλαν σε μια αξιοπρεπή απόδοση του βιβλίου και, αφού μας συγκίνησαν και εξόργισαν με την ιστορία τους, μας αποχαιρέτησαν περνώντας μας το μήνυμα ότι οι άνθρωποι, κατά βάθος, έχουν καλή καρδιά. Οξύμωρο, θα έλεγα, αλλά και ηρωικό.
Βαθμολογία
5, 5 στα 10
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στις 21 Νοεμβρίου 2014.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ:
Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Κοέν
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ρωμανός Μαρούδης
Μετάφραση: Βάσια Παναγοπούλου/ Δημήτρης Μοθωναίος
Σκηνικά/ Κουστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης
Βοηθός Σκηνογράφου: Μαρία Παπαδοπούλου
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Παραγωγή: Θεατρική Σκηνή Ανδρέας Βουτσινάς- Βάσια Παναγοπούλου
ΔΙΑΝΟΜΗ:
Όττο Φρανκ: Γιάννης Νταλιάνης
Εντίθ Φρανκ: Κερασία Σαμαρά
Άννα Φρανκ: Σταυρούλα Μάκρα
Μαργκότ Φρανκ: Μαρία Μοσχούρη
Κύριος βαν Ντάαν : Χάρης Σώζος
Κυρία βαν Ντάαν : Τζούλη Σούμα
Πέτερ βαν Ντάαν : Δημήτρης Μαχαίρας
Μιπ Γκις : Μαρλέν Σαΐτη
Κύριος Ντούσσελ : Σαράντος Γεωγλερής
Φωτογραφικό υλικό