Άπνοια στην παράσταση «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη που είδαμε στο θέατρο Επί Κολωνώ και σχολιάζουμε.
Βρεθήκαμε στην πρεμιέρα της παράστασης «Πόλη» (1965), στο θέατρο Επί Κολωνό, έργο θεατρικό της Λούλας Αναγνωστάκη. Το έργο ανήκει στην τριλογία “Πόλη”-“Διανυκτέρευση”-“Παρέλαση” που πρώτος και κατά παραγγελία, ανέβασε ο Κάρολος Κουν στο Θέατρο Τέχνης.
Ωστόσο εδώ παρουσιάζετε ως αυτόνομο μονόπρακτο με πρωταγωνιστές τους Βαγγέλη Ρόκκο, Κάτια Σπερελάκη και Γιώργο Ψυχογιό. Κατά την ομολογία του σκηνοθέτη Στέλιου Μάινα, το συγκεκριμένο έργο είναι μια σύγχρονη αναφορά του τόπου μας, εσωτερικού/ατομικού ή και εντελώς πραγματικού/πολιτικού, όπως σήμερα [..ακόμα] τον βιώνουμε. Λίγο ως σημείο αναφοράς, λίγο τραυματικά, λίγο μετεμφυλιακά. Χαρακτηριστικά αναφέρει.. Ψάχνοντας τον τόπο μας, εκεί όπου μπορείς να πεις, εδώ μεγάλωσα, σ´ αυτή τη γειτονιά έπαιξα, αυτόν το δρόμο τον ξέρω καλά, αυτή είναι η πόλη μου. Θέλουμε η ταυτότητά μας να αναγράφει το γεννηθείς εις… Αυτή την αναφορά έχουμε όλοι μας ανάγκη, γιατί για να φτάσεις κάπου πρέπει να ξεκινήσεις από κάπου, κι οι δυο ήρωές μας έχουν ξεχάσει από που ξεκίνησαν, ή δεν θέλουν να θυμούνται. Γιατί οι μνήμες, όταν έχει μεσολαβήσει μια καταστροφή, είναι οδυνηρές, τόσο που κάθε νύχτα φτάνουν στη γενέθλια πόλη και την άλλη νύχτα αναχωρούν για την επόμενη γενέθλια πόλη… έτσι που η φράση ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΠΟΛΗ ΜΟΥ….. να αφορά τελικά την ψυχή τους και μόνον την ψυχή τους.
Και ποιος [ή που] είναι ο ψυχικός μας τόπος;
Στο θεατρικό της Λ. Αναγνωστάκη, Πόλη, μια διαρκής αναζήτησης, μια μετακίνηση από πόλη σε πόλη που βαφτίζεται γενέθλια και μας παραμυθιάζει από την αρχή, για να ξεχάσουμε το όποιο οδυνηρό ή για να επαναλάβουμε ότι ακόμα μας πονάει. Ο Κίμων και η Ελισάβετ, είναι ένα διαρκώς μετακινούμενο, “προβληματικό”, σχεδόν “βαμπιρικό” ζευγάρι. Η αναζήτησή τους είναι ζωτικής σημασίας και το αδιευκρίνιστο τραύμα τους ανοιχτό, με μόνη διέξοδο και μόνη λύση- στη στατικότητα/μονιμότητα της πληγής τους- μια γεωγραφική κίνηση και κάποια εξιλαστήρια θύματα… στην παρούσα ένας εκκεντρικός φωτογράφος!
Και υπάρχουν άραγε ροζ κτίρια στην πόλη μας;
Με το εξωπραγματικό/συμβολικό χρώμα ροζ (χαμένο γενέθλιο/παρθενικό ρομάντζο) να αποτελεί το κλειδί της δραματουργίας στην όλη υπόθεση. Έτσι ακριβώς το είδε και το σκηνοθέτησε και ο Στέλιος Μάινας, τελετουργικά και «συστημικά». Η “τρόικα” των ηθοποιών του ερμήνευσε έγκλειστα –όχι αυτιστικά-με σκοπό την ανακούφιση ή την τελική γιατρειά. Η σκηνοθεσία του ξεδίπλωσε το κείμενο λέξη προς λέξη και μετέφερε την ατμόσφαιρα των διαδοχικών καταστάσεων (πολύπλευρα) συλλαβή προς συλλαβή. Κάποτε ο εθελούσιος εγκλεισμός του συζύγου, κάπου οι συνεχόμενοι έξοδοι της συζύγου και στη μέση ένας εμβόλιμος καλλιτέχνης, ένας ιδανικός «χειριστής» θανατικού, ο φωτογράφος, που επιτέλους φανερώνει ξεκάθαρα, ως ήρωας, το όποιο πεθαμένο συζυγικό συναίσθημα. Η λεπτομερειακή ματιά του Στέλιου Μάινα έδωσε καρπούς και θα μιλούσαμε για μια εξαιρετική δουλειά, αν βοηθούσαν λίγο περισσότερο και οι ερμηνείες.
Αναλυτικότερα και ίσως από τις ελάχιστες φορές, θα ήταν λάθος να χαρακτηριστούν οι ηθοποιοί ξεχωριστά, θα ήταν μια προσβολή στην καλή σκηνοθετική προσπάθεια και στο ταλαντούχο σχεσιακό της Αναγνωστάκη. Ωστόσο αν εξαιρέσουμε το ρεσιτάλ ερμηνείας του Γιώργου Ψυχογιού (φωτογράφος) το σύνολο της σκηνικής αλληλεπίδρασης ως άπνοια χαρακτηρίζετε! Χρειάζεται άνεμο η έγκλειστη αυτοκτονική κατάσταση που ωστόσο (επαναλαμβανόμενα) επιδιώκει τη λύτρωση, χρειάζεται ανοιχτό παράθυρο που να χαρακτηρίζει την συγκεκριμένη θεατρική αναπαράσταση! Παραμένει άλλωστε χαρακτηριστική η έγκλειστη μα καινοτόμος δημιουργικότητα της Λούλας Αναγνωστάκη που από το σπίτι της είδε τον κόσμο και το πόνο των γενεών, διαπροσωπικά και συλλογικά. Δεν μιλάμε για εύκολα θέματα όμως εμείς δεν μετακινηθήκαμε συναισθηματικά, δεν συγκινηθήκαμε, δεν πειστήκαμε.
Στα συν[+] της παράστασης
η μουσική επιμέλεια των Lost Bodies
και το αφαιρετικό/στοιχειώδη σκηνικό.
Εν κατακλείδι[=]
η παράσταση «Πόλη» της Λούλας Αναγνωστάκη είναι μια καλή αφορμή για τον πολύπαθο αυτοπροσδιορισμό μας [γεωγραφικό ή μη] και για τη σκηνοθεσία του Στέλιου Μάινα.
Βαθμολογία
6,5
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Στέλιος Μάινας
Σκηνικά/Κοστούμια: Γιώργος Χατζηνικολάου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Μουσική: Lost Bodies
Βοηθός σκηνοθέτη: Σοφία Μπότση
Φωτογραφίες: Νικολέτα Γιαννούλη
Διανομή
Βαγγέλης Ρόκκος, Κάτια Σπερελάκη, Γιώργος Ψυχογιός
Τελευταία παράσταση: Τρίτη 15 Απριλίου 2014
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: Δευτέρα & Τρίτη στις 21:15
Τιμές εισιτηρίων: Κανονικό: 14,00€
Φοιτητικό & ανέργων: 10,00€
Διάρκεια: 70’
Χώρος: Κεντρική Σκηνή
Πληροφορίες
Επί Κολωνώ, 210 5138067
www.epikolono.gr e-mail: xkolono@otenet.gr
Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Κολωνός – Αθήνα Στάση Μεταξουργείο
Βιογραφικό συγγραφέα από το δελτίο τύπου.
Η Λούλα Αναγνωστάκη γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Εμφανίστηκε στο θέατρο το 1965 με την τριλογία της Πόλης (“Η διανυκτέρευση”, “Η πόλη”, “Η παρέλαση”), που παρουσίασε σε ενιαία παράσταση στο Θέατρο Τέχνης ο Κάρολος Κουν. Το Φεβρουάριο του 1967 ανέβηκε από το Εθνικό Θέατρο το τρίπρακτο έργο της “Η συναναστροφή”, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Ακολούθησαν: “Αντόνιο ή το Μήνυμα” (1972), “Η νίκη” (1978), “Η κασέτα” (1982), “Ο ήχος του όπλου” (1987), όλα από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν.
Το 1990 ο θίασος Τζένης Καρέζη – Κώστα Καζάκου παρουσίασε το έργο “Διαμάντια και μπλουζ”, σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου. Το 1995 ανέβηκε Το “Ταξίδι μακριά” από το Θέατρο Τέχνης, σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή. Το 1998 το μονόπρακτο “Ο ουρανός κατακόκκινος” από το Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Βίκτορα Αρδίττη και το 2003 το έργο “Σ’ εσάς που με ακούτε” από τη Νέα Σκηνή, σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Τα έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν επίσης παρουσιαστεί από Αθηναϊκούς θιάσους και Δημοτικά Περιφερειακά Θέατρα, καθώς και στο εξωτερικό (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, Γερμανία, Κύπρο, Ισπανία, ΗΠΑ).
Δημιουργός μιας ιδιαίτερης γραφής, η Λούλα Αναγνωστάκη αποτύπωσε στα έργα της το εσωτερικό τοπίο του σύγχρονου Έλληνα και τις μεταβολές του υπό την επίδραση της Ιστορίας. Πραγματεύτηκε τα σημαντικότερα θέματα της μεταπολεμικής περιόδου στη χώρα μας, όπως το τραύμα, η ενοχή, η μοναξιά, η ήττα. Παρακολουθώντας την εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας και μετά τη μεταπολίτευση, πραγματεύεται τον εγκλωβισμό των ανθρώπων και των κοινωνιών, τα αδιέξοδα του σύγχρονου κόσμου, τη μοναξιά, την έλλειψη επικοινωνίας και το αίσθημα ασφυξίας του ατόμου. Βαδίζει το δικό της δημιουργικό, μοναχικό δρόμο, επενδύοντας ιδιαιτέρως στη μουσική διάσταση του λόγου της, που ενισχύει τη δραματικότητα και την εμβέλειά του.
Φωτογραφικό υλικό