Είδε και σχολιάζει για την Κουλτουρόσουπα

Facebook – Instagram
Μια ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε στο μικρό θέατρο της Μονής Λαζαριστών, όπου παρακολουθήσαμε την «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μπίτου.
Λίγα λόγια για το έργο: Μία νεαρή υπηρέτρια που εργάζεται σε ένα πλούσιο σπίτι της Αθήνας, αυτοκτονεί. Η Αγγέλα έρχεται από την επαρχία και παίρνει τη θέση της. Γνωρίζεται με τον αδελφό της άτυχης κοπέλας και τον ερωτεύεται. Εκείνος προσπαθεί να ανακαλύψει ποιος ευθύνεται για τον θάνατο της αδελφής του. Σύντομα όμως συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται μπλεγμένος σε μια υπόθεση πολύ πιο σκοτεινή απ’ όσο υποψιαζόταν.

Ο Σεβαστίκογλου έγραψε το συγκεκριμένο έργο το 1957 βρισκόμενος στη Μόσχα και το πρώτο ανέβασμα έγινε από τον θίασο του θεάτρου Βαχτάνγκοφ. Στην Ελλάδα ανέβηκε το 1964 από το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν, με τον οποίο ο Σεβαστίκογλου ήταν και πολύ καλός φίλος.
Ο συγγραφέας στήνει την πλοκή του γύρω από τη ζωή και τα όνειρα κάποιων υπηρετριών, που εργάζονται στα πλούσια διαμερίσματα μιας πολυώροφης αθηναϊκής πολυκατοικίας. Στον πυρήνα του δραματικού μύθου βρίσκεται το μετεμφυλιακό καθεστώς της Ελλάδας του ΄50. Καταγγέλλει την ανεργία, το ξερίζωμα από την επαρχία, την ανέχεια των λαϊκών τάξεων, την εκμετάλλευση των αδυνάτων από την εξουσία και τα οργανωμένα συμφέροντα. Στο πρόσωπο των υπηρετριών με πρωταγωνίστρια την Αγγέλα συνοψίζονται ο πόνος, η αγωνία κι η εγκατάλειψη ενός ολόκληρου κόσμου που πέφτει θύμα ενός διαβρωμένου κοινωνικού συστήματος. Το μεγαλύτερο μέρος της δράσης εκτυλίσσεται στην ταράτσα της πολυκατοικίας, που αποτελεί χώρο συγκέντρωσης των υπηρετριών.

Άξιο αναφοράς είναι ότι ο Σεβαστίκογλου δεν περιορίζεται απλώς στην παρουσίαση των καταστάσεων αλλά αναζητά τα γενεσιουργά αίτιά τους, ενώ ο καθένας από τους ήρωες , εκτός από την προσωπική ιδεολογία του που μεταφέρει , αναδύεται ταυτόχρονα μέσα από τις ψυχολογικές αποχρώσεις του, ως ιδιαίτερος δραματικός χαρακτήρας.
Στα θετικά (+)
Κι ερχόμαστε τώρα στο πόνημα του Δημήτρη Μπίτου και της ομάδας του. Τόσο με την δραματουργική επεξεργασία όσο και με τη σκηνοθετική του προσέγγιση ο Μπίτος κατάφερε να δώσει στο έργο μια φρεσκάδα και μια ενδιαφέρουσα σύγχρονη οπτική ενώ ταυτόχρονα διατήρησε με έξυπνες πινελιές (ρεμπέτικα τραγούδια) το κλίμα της μετεμφυλιακής Ελλάδας.

Καθοδήγησε τους ηθοποιούς του ως σύνολο, σαν χορό αρχαίας τραγωδίας ,κι όχι τόσο τον κάθε ρόλο μεμονωμένα. Τα βαμμένα πρόσωπα των ηθοποιών παρέπεμπαν στα γνωστά προσωπεία (μάσκες) του αρχαίου θεάτρου ενώ υπήρχαν και μπρεχτικές επιρροές όπως ο ήχος της βροχής που αποδόθηκε με ένα σακουλάκι πατατάκια. Κατάφερε να στήσει μια σφιχτοδεμένη παράσταση με γρήγορες εναλλαγές σκηνών και προσώπων που έδωσαν ρυθμό και κρατούσαν σε εγρήγορση τους θεατές. Αξιοποίησε το σκηνικό, τα φώτα, τους ήχους και τους ηθοποιούς (σωματικό θέατρο) του και απέδωσε τα νοήματα και τους χαρακτήρες του έργου ακέραιους με όλη την τραγικότητα τους, αποφεύγοντας την παγίδα του μελό.
Γενικά η σκηνοθετική πρόταση ήταν ενδιαφέρουσα κι επιτυχημένη με μια μικρή ένσταση ως προς κάποιες υπερβολές που θα μπορούσαν να λείπουν και για το τέλος της παράστασης που θα αναφέρουμε παρακάτω.
Οι ερμηνείες ήταν στο σύνολο τους άρτιες. Κι είναι μεγάλη η χαρά όταν βλέπει κανείς νέους ηθοποιούς να «στολίζουν» με τα νιάτα και το ταλέντο τους τη σκηνή. Η Θεοδώρα – Έλλη Αθανασοπούλου (Φανή/κυρία Παπά), η Ζωή Ευθυμίου (Νέρα), η Ελένη Μιχαηλίδου (Άννα) απέδωσαν τους ρόλους τους με μέτρο κι ένταση κι άγγιξαν τους θεατές με το δράμα των ηρωίδων τους.

Η Γεωργία μοιάζει σκληρή κι απότομη. Αρχικά γίνεται αντιπαθής στο κοινό που θα μπορούσε να μείνει στην αρχική αυτή εντύπωση αν δεν υπήρχε η ισορροπημένη λιτή ερμηνεία της Μελίνας Αποστολίδου. Φαίνεται να κατανόησε και να αγάπησε την ηρωίδα της, μια γυναίκα που βιώνει την κακοποίηση, στείρα και μεγαλύτερη από τον εραστή της, χωρίς καμιά προοπτική γάμου, γεγονός εξαιρετικής σημασίας για την κοινωνία της εποχής. Όλα αυτά κάνουν απόλυτα κατανοητή τη βαθιά πικρία που βιώνει και που την κάνει κυνική. Όλες αυτές της λεπτές αποχρώσεις του χαρακτήρα του ρόλου η Αποστολίδου τις υποκρίθηκε άριστα και παρέδωσε στους θεατές έναν χαρακτήρα γήινο κι απολύτως ρεαλιστικό.
Η Αγγέλα της Ιωάννας Παγιατάκη είχε την ευαισθησία, το θάρρος και την αθωότητα που απαιτούσε ο ρόλος.
Ο Νικόλας Δροσόπουλος (Λάμπρος) κι ο Θοδωρής Πολυζώνης (Μένιος, Γκαρσόνι) ήταν επαρκέστατοι με τον δεύτερο να χρησιμοποιεί περισσότερο το σώμα και το πρόσωπο του παρά τον λόγο.

Τέλος ο Ιορδάνης Αϊβάζογλου στον ρόλο του γλοιώδους προαγωγού με την επιφανειακή χαλαρότητα και την ψεύτικη καλοσύνη ήταν εκνευριστικός κι επομένως απόλυτα επιτυχημένος. Όμως στις στιγμές ρωγμών της επίπλαστης ηρεμίας χρειαζόταν μεγαλύτερη ένταση για να φανεί πιο καθαρά ο αληθινός, αδίστακτος και σκληρός μαστροπός που είναι ο Στράτος.
Το λιτό σκηνικό της Νέλλης Σφακιανάκη ήταν λειτουργικό κι αξιοποιήθηκε σκηνοθετικά στο απόλυτο. Μια μεγάλη επικλινής, ορθογώνια πλατφόρμα με σύρματα ακροβασίας εκατέρωθεν έγινε ταράτσα, λιμάνι, δωμάτιο φτηνού ξενοδοχείου ενώ λειτούργησε και συμβολικά με τα σύρματα να περιορίζουν και να δυσκολεύουν τους ήρωες όπως ακριβώς κι οι κοινωνικές κι οικονομικές συνθήκες στις οποίες ζουν. Τα κοστούμια της ίδιας, ομοιόμορφες, μουντές στολές που δείχνουν την κοινή μοίρα της κατώτερης τάξης.
Ο Νύσος Βασιλόπουλος φώτισε ατμοσφαιρικά τους ηθοποιούς, συμβάλλοντας στη δημιουργία πνιγηρού και θλιβερού κλίματος.

Μεγάλο συν της παράστασης είναι οι δύο εξαιρετικοί μουσικοί, Γιάννης Καραμφίλης (Μπουζούκι, φωνή), Νάντια Παυλίδου (Κιθάρα, φωνή),που με τα προσεκτικά επιλεγμένα και διασκευασμένα ρεμπέτικα τραγούδια και τις θαυμάσιες ερμηνείες τους δημιούργησαν μια ωραία νοσταλγική ατμόσφαιρα.
Παραφωνία (-) στο κατά τα άλλα άρτιο αποτέλεσμα αποτέλεσε ο τρόπος που ο σκηνοθέτης αποφάσισε να τελειώσει την παράσταση. Αποδυνάμωσε ίσως την πιο σημαντική σκηνή του έργου, αυτήν της τελικής αναμέτρησης του Στράτου με τον Λάμπρο και τη δολοφονία του δεύτερου. Την παρουσίασε σε μορφή αφήγησης από τους στατικούς ηθοποιούς, ενώ το κοινό έπρεπε να καταλάβει ότι ο Λάμπρος σκοτώθηκε από μια χούφτα χώμα που του πέταξαν, την ανάβαση στους ουρανούς και το τσαχπίνικο «Τέλος» που ειπώθηκε από τη Ζωή Ευθυμίου (Νέρα). Δεν υπήρξε με τον τρόπο αυτόν καμία συναισθηματική επίδραση πάνω στους θεατές. Ένα επίπεδο κι αδιάφορο τέλος που δεν ταίριαζε κι ούτε άξιζε σε όλη την υπόλοιπη παράσταση κι άφησε τους θεατές να περιμένουν μάταια την αριστοτέλεια «κάθαρσιν». Κοινώς «πέρασε και δεν ακούμπησε».
Συνοψίζοντας (=): Είδαμε μια αξιόλογη, φροντισμένη παράσταση με ενδιαφέρουσα σκηνοθεσία, ωραίες ερμηνείες και ταλαντούχους μουσικούς που έχασε μεγάλο μέρος της δυναμικής της από το άνευρο κι αδιάφορο τέλος.
Βαθμολογία:
6,4/10
.
-Κ-
Όλες οι νέες παραστάσεις (πρεμιέρες) που θα δοθούν έως 14/05/2023 στην Θεσσαλονίκη, αυτόματα συμμετέχουν για τα 3 Βραβεία Κοινού καθώς και για τα Βραβεία Κριτικής Επιτροπής στα 12α Θεατρικά Βραβεία Θεσσαλονίκης 2023
.
Δείτε & αυτά:
–Τι παίζουν τα θέατρα στη Θεσσαλονίκη τώρα, κλικ εδώ.
–Οι νέες ταινίες της εβδομάδας και σε ποιες αίθουσες προβάλλονται, κλικ εδώ.
.
–Θέατρο: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Συναυλίες: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Σινεμά: Είδαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.
–Βιβλίο: Διαβάσαμε & Σχολιάζουμε, κλικ εδώ.