«Alexander the Great» : Ένα δύσκολο στοίχημα που το πάλεψε γενναία. Το κέρδισε;
Είδαμε + σχολιάζουμε…
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιδέα της δραματοποίησης με τη μορφή μιας ροκ όπερας, της ζωής ενός ιστορικού μύθου, σαν τον Μ. Αλέξανδρο, είναι μέγιστη καλλιτεχνική πρόκληση. Ένα δύσκολο στοίχημα, δεδομένου ότι οι δημιουργοί αναμετριούνται με δυο μεγάλα μεγέθη, την Ιστορία και την Τέχνη, αναζητώντας το ιδανικό πάντρεμα. Αυτό που όχι μόνο δεν θα προδώσει καμιά από τις δύο αξίες αλλά αντίθετα θα αναδείξει τη δύναμη της σύνθεσής τους.
Εν προκειμένω το εγχείρημα περιείχε τρανό ρίσκο, καθώς το ιστορικό πρόσωπο που καταπιάστηκε, αφενός έχει περάσει στη σφαίρα ενός αμφίσημου «μύθου» κι αφετέρου ουδέποτε στο παρελθόν η θεατρική τέχνη τόλμησε να το ακουμπήσει. Η πολυπλοκότητα, ιδιαιτερότητα και έκταση της δράσης και της προσωπικότητάς του, προσέθεσε σίγουρα πολλούς βαθμούς δυσκολίας. Που όμως δεν στάθηκαν ικανοί να εμποδίσουν τον εμπνευστή/ συνθέτη/ σκηνοθέτη –σε συνεργασία με τον Γ. Βούρο – Κ. Αθυρίδη, να υλοποιήσει το φιλόδοξο όραμά του. Να συνθέσει και να σκηνοθετήσει μια ροκ όπερα, βασισμένη στη ζωή του μεγάλου στρατηλάτη, συνεργαζόμενος με ιστορικούς και μελετητές του έργου του και έχοντας ήδη μια μακρόχρονη εμπειρία στο χώρο του μουσικού θεάτρου.

Το επί σκηνής αποτέλεσμα; Λαμβάνοντας υπόψη την «ριψοκίνδυνη αναμέτρηση» και την «στενότητα» των μέσων, θα το χαρακτηρίζαμε τουλάχιστον αξιοπρεπές, τηρουμένων των αναλογιών. Παρόμοιες παραστάσεις, μοιραία κρίνονται σε δύο βασικά επίπεδα: σε ιστορικό και σε καλλιτεχνικό. Όσον αφορά στο πρώτο, οι προθέσεις του δημιουργού ήταν ξεκάθαρες. Να δώσει έμφαση στην ανθρώπινη διάσταση του προσώπου, μέσα από σημαντικά ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν τόσο το χαρακτήρα όσο και την αξιοθαύμαστη πορεία του… μια πορεία που άφησε ανεξίτηλη σφραγίδα, ανέτρεψε τα δεδομένα μιας ολόκληρης εποχής, μελετάται με θαυμασμό μέχρι σήμερα. Σκηνές- σταθμοί στη ζωή του Μ. Αλεξάνδρου που αφορούν τη γέννησή του, τη σχέση με γονείς, το δάσκαλό του Αριστοτέλη, τους φίλους και συμπολεμιστές του, τους εχθρούς και αντιπάλους του, τη σχέση του με τον έρωτα, τον πόλεμο και το μοιραίο πεπρωμένο.
Αξίζει να σημειωθεί η αντικειμενικότητα από ιστορικής πλευράς, καθώς αποφεύχθηκε μια γραφική «αγιογραφία» κινούμενη από ιδιοτελή «εθνικιστική» έξαρση και αποδόθηκε ένας ρεαλιστικός χαρακτήρας με μοναδικές μεν και σπουδαίες αρετές, αλλά ταυτόχρονα με ευάλωτες πλευρές και πάθη… Τονίζοντας ιδιαίτερα τις πτυχές που αφορούν στην γενναιότητα, την δικαιοσύνη, το ανοιχτό πνεύμα, το παθιασμένο όραμα, το πάντρεμα διαφορετικών κόσμων και πολιτισμών… χαρακτηριστικά άλλωστε που έχουν δικαιώσει διαχρονικά το «μέγας».
Όσον αφορά στο καλλιτεχνικό επίπεδο, ένα μουσικό θεατρικό είδος όπως η ροκ όπερα, είναι φυσικό να βασίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στη μουσική. Δεν πρόκειται για μιούζικαλ με εναλλαγές τραγουδιών και πρόζας, αλλά ως φόρμα παραπέμπει καθαρά σε όπερα, όπου όλη η «ιστορία» είναι μελοποιημένη. Η οποία μουσική, είχε επίσης μια ιδιαιτερότητα: σεβόμενη την πολυπλοκότητα του ιστορικού μύθου, όφειλε να συγκεράσει ποικίλα έως ετερόκλητα ακούσματα, δύσης και ανατολής. «Τα ηχοχρώματα, οι ενορχηστρώσεις και η χρήση μουσικών οργάνων βρίσκουν τις αναφορές τους άλλοτε στην κλασσική μουσική, άλλοτε στις λαϊκές μπαλάντες, άλλοτε σε είδη πέριξ του σύγχρονου ηλεκτρονικού ήχου… ενώ δεν θα μπορούσε να λείπει το ελληνικό στοιχείο…» επισημαίνει το σημείωμα του συνθέτη. Μια πολυσύνθετη προσωπικότητα και μια πολυπολιτισμική πορεία, δεν μπορούν παρά να αποδοθούν από ανάλογη μουσική, η οποία σε γενικές γραμμές, άλλοτε πιο ξεκάθαρα και άλλοτε πιο «θαμπά», έφερε σε πέρας τη δύσκολη ομολογουμένως αποστολή της. Με πιο δυνατό το επικό της στοιχείο στις σκηνές έντασης και πιο αδύναμο το λυρικό στις συναισθηματικές, ενώ σε κάποια σημεία υπήρξε ουδέτερη έως αδιάφορη ή εκτός κλίματος.
Μιλώντας για τις ερμηνείες ενός πολυπληθούς θιάσου περίπου 30 ατόμων και με διπλές διανομές, είναι επίσης λογικό να επικεντρωθούμε περισσότερο στην μουσική ερμηνεία που κυριαρχεί σε μια όπερα, παρά την υποκριτική, αν και η συμβολή της ΚΑΙ σε αυτό το είδος, είναι καθοριστική. Οφείλουμε να επισημάνουμε ότι οι φωνές επί σκηνής, παρότι επαρκείς, δεν υπήρξαν φυσικά ισότιμες, κάτι μάλλον αναμενόμενο μιλώντας στην πλειοψηφία για ηθοποιούς και όχι τραγουδιστές και μάλιστα όπερας. Ξεχώρισαν με διαφορά, ο Θ. Βουτσικάκης, στην δουλεμένη φωνή του οποίου είναι εμφανέστατη η κλασική παιδεία, η Ρ. Μανισσάνου με μεγάλες φωνητικές δυνατότητες και υπέροχες τζαζ αποχρώσεις, η Χ. Χατζησαββίδου με εξαιρετική ισορροπία μεταξύ ροκ και κλασικής ερμηνείας, με πιο αδύναμο κρίκο σε επίπεδο φωνητικών δυνατοτήτων τον πρωταγωνιστή Δ. Τικτόπουλο, περισσότερο ροκ παρά «οπερετικό». Οι υπόλοιποι, με σωστές, δουλεμένες φωνές, αλλά όχι «οπερετικών» αξιώσεων – μας έλειψε ας πούμε ένας μπάσος… – υπηρέτησαν αξιοπρεπώς τους ρόλους τους και μας χάρισαν κάποιες ωραίες διφωνίες, ενώ σημαντικό κομμάτι του έργου κατέλαβαν τα χορικά κομμάτια, άψογα εκτελεσμένα, προσθέτοντας δύναμη στο ακουστικό αποτέλεσμα.
Εκεί που εντοπίσαμε αδυναμίες είναι στο σκηνοθετικό κομμάτι και στην υποκριτική. Βασικά η παρουσίαση των σκηνών αυτόνομα, καρέ –καρέ ως «φωτογραφικά ενσταντανέ» χωρίς σύνδεση, με συνεχείς διακοπές της ροής της παράστασης, δημιουργούσε ενοχλητικά χάσματα και αποδυνάμωνε την ενότητα ενός συναισθήματος που πάσχιζε να «χτιστεί». Δεδομένου ότι «έβαζε και έβγαζε» απότομα τον θεατή (με ανοιγοκλείσιμο φώτων) σε ένα διαφορετικό κλίμα κάθε φορά για λίγα λεπτά, χωρίς αυτός να προλαβαίνει να «εγκλιματιστεί» και να βιώσει το ζητούμενο. Οι επιμέρους σκηνές διακρίθηκαν γενικά από ισορροπία στη δραματικότητα και απέδωσαν σε μεγάλο μέρος το κλίμα των γεγονότων, βασισμένες κυρίως σε μια επιτυχημένη κινησιολογία, εύστοχους συμβολισμούς και χορευτικά δρώμενα στα κατάλληλα σημεία. Π.χ. εντυπωσιακή και ευρηματική η σκηνή των μαχών, ωραία σκηνοθετημένη η σκηνή της αποχώρησης του στρατεύματος.
Είναι όμως γεγονός ότι το κομμάτι της υποκριτικής με την ευρεία έννοια έπασχε. Και όταν λέμε «ευρεία έννοια» – δεδομένου ότι δεν υπήρχε πρόζα- εννοούμε την ιδιαίτερη «αύρα» και «πειστικότητα» των ηρώων, αυτήν που αποπνέει η έκφραση του προσώπου, η στάση του σώματος, η κίνηση των χεριών, το παράστημα, η σκηνική άνεση, η αυτοπεποίθηση, αυτό που συμβαίνει στο «δεύτερο πλάνο»…
Ο πρωταγωνιστής Δ. Τικτόπουλος, ως ενσαρκωτής ενός από τους κορυφαίους ηγέτες παγκόσμια, αποδείχθηκε «λίγος» ερμηνευτικά για το μέγεθος του ρόλου. Δεν ήταν η ενέργεια που έλειπε, αλλά η «μεγαλοπρέπεια» και «λάμψη». Αντίθετα σε πολλές στιγμές, η περίσσεια ενέργεια, εκφρασμένη με έντονους μορφασμούς, παραπανίσιες κινήσεις, «νταηλίδικη» συμπεριφορά, καπέλωσε την ζητούμενη μεγαλοπρέπεια ενός μεγάλου ηγέτη. Η ακατάλληλη στάση και κίνηση του σώματος δεν παρέπεμπε καθόλου σε περήφανο ηγετικό ανάστημα. Περίπου τα ίδια θα επισημαίναμε και για τους συμπολεμιστές του που δεν κατάφεραν να πείσουν για το «σκληροτράχηλο» του χαρακτήρα, την αγωνία του μαχητή, την οδύνη του προδομένου… Ενώ οι χαμηλότερων απαιτήσεων γυναικείοι ρόλοι, που περισσότερο πλαισίωναν τον κεντρικό ήρωα, στάθηκαν επαρκείς στην αποστολή τους.
Πρέπει τέλος να σημειώσουμε, ότι μας κούρασε και αποσπούσε την προσοχή μας η ανάγνωση των υπέρτιτλων… εκεί ψηλά, ενός κειμένου απλοϊκού και εντελώς περιγραφικού. Αντίθετα, δεν μας ενόχλησε η απουσία ιδιαίτερων σκηνικών. Οι δύο πολυεπίπεδες μεταλλικές κατασκευές, που παρέπεμπαν συμβολικά στα μακεδονικά δόρατα αλλά και στα επίπεδα ιεραρχίας, καθώς και η τρισδιάστατη οθόνη που συνέβαλε εύστοχα και ευρηματικά στην εικονοποίηση της δράσης, κάλυψαν με επάρκεια και σκηνική οικονομία τις ανάγκες της παράστασης. Το ίδιο και οι επιτυχημένοι φωτισμοί αλλά και τα ικανοποιητικά κοστούμια, παρότι το… γυμνό – οργανικά δεμένο όμως- κατέλαβε σημαντικό μέρος.
Συνοψίζοντας[=]
στα θετικά (+) της παράστασης θα σημειώναμε: την συνέπεια σε ιστορικό επίπεδο, την σφαιρική- αντικειμενική παρουσίαση ενός μυθικού προσώπου, τις ενδιαφέρουσες συνεχείς εναλλαγές, την καλή μουσική γενικά και τις σωστές ερμηνείες φωνητικά εκ των οποίων κάποιες εξαιρετικές, την συνεπή σκηνοθετική γραμμή με ορισμένες σκηνές εντυπωσιακές, το αφαιρετικό έξυπνο σκηνικό και τη συμβολή των προβολών, την εύστοχη κινησιολογία των ηρώων.
στα αρνητικά (-) θα εντοπίζαμε: τις αδυναμίες στην υποκριτική και ιδιαίτερα στον πρωταγωνιστικό ρόλο, τις συνεχείς διακοπές στη ροή της παράστασης, τις άνισες ερμηνείες φωνητικά, την «αδιάφορη» μουσική σε κάποια σημεία, την κουραστική ανάγνωση υπέρτιτλων, την έλλειψη του ιδιαίτερου συναισθήματος και της αναμενόμενης «λάμψης».
Κλείνοντας[=]
διαβάζουμε η παράσταση ετοιμάζεται για ανοίξει τα φτερά της για έξω, ως πρεσβευτής του ελληνικού πολιτισμού μέσα από μια παγκόσμια αποδεκτή, ιστορική προσωπικότητα. Επειδή ο πήχης τίθεται πολύ ψηλά, θεωρούμε ότι η συγκεκριμένη παράσταση, προκειμένου να ανταποκριθεί σε τόσο φιλόδοξο όραμα, θα πρέπει να ξαναδεί σοβαρά και με άλλη οπτική σημαντικές αδυναμίες της, ώστε η απόπειρα να στεφθεί με απόλυτη επιτυχία… κάτι που φυσικά της ευχόμαστε ολόψυχα! Άλλωστε ο «δικός μας» ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ο ΜΕΓΑΣ, δεν θα πάψει ποτέ να μας δίνει ανάσες εθνικής περηφάνειας!
Βαθμολογία
Φωτογραφικό υλικό